Α΄. Το κήρυγμα στη θεία λειτουργία.
Το κλασσικό και παραδοσιακό κήρυγμα, το κήρυγμα που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο πλήθος του λαού είναι το κήρυγμα που λαμβάνει χώρα κατά την διάρκεια της θείας λειτουργίας. Το κήρυγμα αυτό εντάσσεται οργανικά στην λειτουργία, ευρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την όλη ατμόσφαιρά της και δεν είναι κάτι το ξένο και παρέμβλητο. Ο ομιλητής λοιπόν δεν πρέπει να το λησμονεί αυτό, ούτε να αγνοεί το όλο λειτουργικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται το κήρυγμα.
Τα λέμε αυτά, γιατί ο μόνος κατάλληλος χρόνος για την εκφώνηση του κηρύγματος είναι αμέσως μετά τα αναγνώσματα, συνηθίζεται κατά τους νεώτερους χρόνους στον τόπο μας η μετάθεση του κηρύγματος κατά την ώρα του κοινωνικού. Ο λόγος της μεταθέσεως είναι ότι οι άνθρωποι έρχονται αργά στην λειτουργία και δεν ακούνε το κήρυγμα και ότι κατ’ αυτό τον τρόπο κερδίζονται μερικά λεπτά και δεν καθυστερεί η απόλυση της λειτουργίας. Οι αιτιολογίες αυτές όμως έχουν σαθρή βάση. Με το ίδιο σκεπτικό που μεταθέτουμε το κήρυγμα θα πρέπει να μεταθέσουμε και τα αναγνώσματα στο τέλος της λειτουργίας. Οπότε τα κάνουμε όλα άνω-κάτω, για να οικονομήσουμε δήθεν όσους είναι αθεράπευτα ακηδείς, νωθροί και πλήρως αδιάφοροι. Αν το κήρυγμα είναι καλό, και γίνεται συνεχής διαφώτιση του λαού ότι πρέπει απαρέγκλιτα να ευρίσκονται οι πιστοί στον ναό από την αρχή της λειτουργίας, δεν χρειάζεται να γίνει η μετάθεση αυτή. Διότι είναι απαράδεκτη·
α΄. Θεολογικά· αφού στο κοινωνικό η προτεραιότητα βρίσκεται στην ευχαριστία και όχι στην διδαχή και επί πλέον η μετάθεση κηρύγματος είναι μειωτική και γι’ αυτό το ίδιο το κήρυγμα. Δίνεται η εντύπωση ότι ο λόγος του Θεού είναι μόνο για τον όχλο τον όχλο που δεν γνωρίζει το νόμο του Θεού, αφού οι λειτουργοί εκείνη την ώρα είναι απασχολημένοι στο βήμα με την κοινωνία τους και τις ιερές πράξεις που την συνοδεύουν και έτσι δεν παρακολουθούν το κήρυγμα. Ενώ για την παράδοση της Εκκλησίας μας, ολόκληρη η Εκκλησία, κλήρος και λαός, κάθονται και ακροώνται τον προεστώτα ή εν αδυναμία αυτού τον εντεταλμένο διδάσκαλο και όλοι οικοδομούνται από τον λόγο του Θεού.
β΄. Πρακτικά η μετάθεση αυτή δημιουργεί πολλά προβλήματα. Έτσι καταστρέφει την αυτοσυγκέντρωση και προετοιμασία των χριστιανών για την προσέλευσή τους στην Θ. Κοινωνία. Καταστρέφει επίσης και την όλη εντύπωση του κηρύγματος· αφού ο κόσμος πλέον είναι κουρασμένος από την όλη ακολουθία και ψυχολογικά ετοιμάζεται για να φύγει, και επί πλέον τα μωρά, που έρχονται να κοινωνήσουν, αρχίζουν να κλαίνε και να φωνάζουν, μ’ αποτέλεσμα να γίνεται Βαβυλωνία. Οι συμβουλές μας να κοινωνούν τα μωρά τις καθημερινές ή να μη τα φέρνουν καθόλου οι γονείς τους, διότι δήθεν αυτά δεν έχουν ανάγκη να λειτουργηθούν αλλά μόνο οι μεγάλοι, είναι περιττό να πούμε ότι είναι ανιστόρητες και συνάμα εξοργιστικές για τους γονείς, οι οποίοι μας κατηγορούν ότι με τη στάση μας αυτή ενισχύουμε ασυναίσθητα την αποφυγή της τεκνογονίας, αφού τα παιδιά είναι απαράδεκτα -για την ενόχληση που δημιουργούν- ακόμη και στον χώρο της θ. λειτουργίας. Μια απλή σύσταση να έρχονται λίγο αργότερα στη λειτουργία, εν ανάγκη εάν θορυβούν, μετά το ευαγγέλιο και το κήρυγμα, ώστε και το κήρυγμα να γίνεται απρόσκοπτα και αυτά να εκκλησιάζονται νομίζουμε είναι αρκετή και λύνει το πρόβλημα1.
Κλείνοντας το παρόν θέμα θα πρέπει να πούμε ότι εάν η Εκκλησία θέλει ν’ ασκήσει οικονομία, ώστε να βοηθούνται και οι βραδυπορούντες χριστιανοί ν’ ακούν το κήρυγμα, μπορεί να μεταθέσει την έναρξη της ακολουθίας της Κυριακής κατά μισή ή μία ώρα και όχι να μεταθέτει την ώρα του κηρύγματος, μ’ όλα τα δυσμενή επακόλουθα που εκθέσαμε. Στο εξωτερικό σε πολλές ενορίες η θεία λειτουργία αρχίζει 10 η ώρα το πρωί, λόγω του ότι οι χριστιανοί αναγκάζονται να διανύουν αποστάσεις μακρινές για να φθάσουν στην Εκκλησία. Ίσως σε μας μπορούσε να γίνει κάτι ανάλογο, εάν επαναλαμβάνουμε η Εκκλησία θέλει ν’ ασκήσει οικονομία.
Β΄. Ο χρόνος του κηρύγματος.
Ο χρόνος που διαρκεί ένα κήρυγμα είναι ένα σημείο που πρέπει να προσέξει πολύ ο διάκονος του κηρύγματος, εάν θέλει να είναι αποδεκτό και ωφέλιμο στον λαό. Βέβαια ο χρόνος εξαρτάται από την προσωπικότητα του ιεροκήρυκα, την προετοιμασία του και το πόσο χαρισματούχος είναι εις το λέγειν. Μπορεί ένας να μιλήσει λίγο κι όμως να κουράσει τον λαό και να τον γεμίσει δυσφορία και ανία· και άλλος να μιλήσει πολύ περισσότερο κι όμως ο λαός να κρέμεται από τα χείλη του και να παρακαλεί να μη τελειώσει ποτέ. Αυτό όμως είναι προνόμιο ολίγων εκλεκτών και δοκίμων ομιλητών. Για τους πολλούς θα πρέπει να ισχύουν κάποια χρονικά όρια.
Στη θ. λειτουργία την οποία ο κόσμος παρακολουθεί νηστικός, συνήθως όρθιος, και κουρασμένος ήδη από την ακολουθία του όρθρου, νομίζουμε είναι αρκετά τα 10 ή 15 λεπτά της ώρας το πολύ. Είναι αφάνταστο πόσα πολλά και ωφέλιμα μπορεί να πει ο καλά προετοιμασμένος και θεολογικά συγκροτημένος ιεροκήρυκας. Βέβαια η ανάπτυξη του θέματος δεν θα είναι διεξοδική ούτε εξαντλητική2. Άλλως τε το σωστό κήρυγμα αφήνει και δυνατότητα για αυτενέργεια των πιστών. Δεν τα δίνει όλα έτοιμα και «μασημένα».
Μικρό χρονικά θα πρέπει να είναι το κήρυγμα και στα μυστήρια (γάμος, βάπτιση, κηδεία), στους χαιρετισμούς και στις προηγιασμένες. Αντιθέτως στις ακολουθίες της παρακλήσεως, των κατανυκτικών εσπερινών, όπου προσέρχονται συνήθως ζηλωτές χριστιανοί, μπορεί να επεκταθεί 30 έως 45 λεπτά. 45 λεπτά το πολύ πρέπει να εκτείνεται και το αυτόνομο από ακολουθίες κήρυγμα, που μπορεί να γίνει σε αίθουσες ή και στο ναό και το οποίο ασχολείται με τη συστηματική κα-τήχηση των πιστών.
Η αύξηση του χρόνου κηρύγματος ελλοχεύει όχι μόνο στους απροετοίμαστους ιεροκήρυκες, οι οποίοι με κοινολογίες και επαναλήψεις και πλατειασμούς προσπαθούν να καλύψουν την κενότητα και ρηχότητά τους, αλλά και στους φιλόπονους και καλά προετοιμασμένους. Ο αείμνηστος Π. Ν. Τρεμπέλας, δόκιμος και έμπειρος ομιλητής, παρατηρεί, ότι ο ιεροκήρυκας ο οποίος προετοιμάζεται επίπονα, στο τέλος γίνεται δέσμιος του συγκεντρωθέντος υλικού. Έχει συλλέξει τόσο όμορφες και πρωτότυπες και κατανυκτικές ιδέες από την Γραφή και τους πατέρες που θέλει να τα παρουσιάσει όλα. Αυτό όμως και το χρόνο κηρύγματος θα επιμηκύνει υπέρ το δέον, και την ενότητα και σωστή διαπραγμάτευση της ομιλίας θα καταστρέψει. Γι’ αυτό συνιστά ο αείμνηστος: «αι ιδέαι αι υπερφορτούσαι τον λόγον και αι οποίαι δεν αφήνουν εις ημάς την ευρυχωρίαν προς άνετον ανάπτυξιν του θέματος ημών δέον να θυσιάζονται αδυσωπήτως και άνευ οικτιρμού τινός…Διότι είναι γεγονός, ότι όσο υπερφορτούται ο λόγος δια περισσοτέρων ιδεών, τόσο πτωχότερος καθίσταται δια το ακροατήριον ημών, επειδή αι πολλαί ιδέαι συσσωρευόμεναι στενοχωρούνται μεθ’ εαυτών, δεν αναπτύσσονται επαρκώς και ως εκ τούτου δεν καθίστανται αφομοιώσιμες υπό του ακροατηρίου ημών αλλά διαφεύγουσι την αντίληψιν αυτού»3. Σοφά και αξιοπρόσεκτα λόγια. Ο ιεροκήρυκας καλείται χάριν της οικοδομής των ακροατών να προβεί στην οδυνηρή θυσία μέρους του υλικού που συνέλλεξε…. θυσιάζοντας τον ύπνο του, την άνεσή του και μελετώντας σκληρά και επίπονα. Οποίους σταυρούς κρύβει το κήρυγμα και πόση ταπείνωση απαιτεί…
Γ΄. Το κήρυγμα είναι ερμηνεία της αγίας Γραφής και προτροπή για εφαρμογή των εντολών της.
Γι’ αυτό στην όλη δομή και εμφάνιση του κηρύγματος μεγάλο ρόλο παίζει το σύστημα των περικοπών που αναγιγνώσκονται. Τα πρώτα χρόνια το σύστημα αυτό ήταν αόριστο. Ο απολογητής Ιουστίνος (2ος αιών μ.Χ.) μας πληροφορεί ότι «τη του ηλίου λεγομένη ημέρα… τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγιγνώσκεται, μέχρις εκχωρεί»4. Απ’ αυτό φαίνεται ότι δεν υπήρχαν καθορισμένα αναγνώσματα ούτε καθορισμένο μήκος των περικοπών. Μάλλον καθοριζόταν από τις εκάστοτε περιστάσεις και ιδιαίτερες ανάγκες της συνάξεως. Σιγά-σιγά όμως η Εκκλησία καθιέρωσε το σημερινό σύστημα περικοπών κατά το οποίο η Αγία Γραφή διαβάζεται ολόκληρη κατά την διάρκεια του έτους. Αυτό βέβαια πραγματοποιείται εάν λάβουμε υπ’ όψη τα’ αναγνώσματα και των καθημερινών ακολουθιών.
Ο τρόπος αυτός κατανομής δεν ανταποκρίνεται στη σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα. Σήμερα ο λαός εκκλησιάζεται μόνο τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Έτσι η Π. Διαθήκη που διαβάζεται κυρίως στους εσπερινούς, δεν ακούγεται καθόλου, εάν εξαιρέσουμε την περίοδο της Μ. Σαρακοστής, όπου διαβάζεται στις βραδινές προηγιασμένες, στις οποίες παρατηρείται προσέλευση των πιστών. Αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της Κ. Διαθήκης μένει στο περιθώριο, διότι ο πολύς λαός ακούει μόνο τις 52 περικοπές των Κυριακών που ανακυκλώνονται κάθε χρόνο. Και, εάν λάβουμε υπ’ όψη ότι πολλές περικοπές διαβάζονται 2 ή 3 φορές το χρόνο ή πολλές είναι παράλληλες και παρεμφερείς διηγήσεις των ευαγγελίων, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορούμε να μιλούμε για 52 περικοπές αλλά για πολύ λιγώτερες. Η επανάληψη αυτών των ολίγων καθιερωμένων περικοπών οδηγεί το κήρυγμα μοιραία στην τυποποίηση, στην έλλειψη ενδιαφέροντος και πρωτοτυπίας και σε ομιλητικό αδιέξοδο ιδιαιτέρως μάλιστα αν ο ίδιος ομιλητής διδάσκει συνεχώς το ίδιο ακροατήριο επί πολλά έτη.5
ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΑ
Την τυποποίηση έρχονται να ολοκληρώσουν τα λεγόμενα Κυριακοδρόμια, τα οποία εμφανίσθηκαν, αφού επικράτησε το πάγιο σύστημα των περικοπών και αρχικός τους σκοπός δεν ήταν να χρησιμεύσουν ως βοήθημα για τους ιεροκήρυκες, αλλά προοριζόταν για την κατ’ ιδία πνευματική μελέτη των ανθρώπων του λαού. Σιγά-σιγά τα Κυριακοδρόμια έπαυσαν να είναι λαϊκό ανάγνωσμα, ή έστω έμμεσο βοήθημα των ιεροκηρύκων, και απέβησαν πηγές, ίσως και μοναδικές, για τους αμελείς εργάτες του λόγου του Θεού. Έτσι, αν συγκρίνουμε τα Κυριακοδρόμια μεταξύ τους, θα δούμε ότι «θέματα, διαγράμματα, ιδέες, παραδείγματα, ακόμη και στερεότυποι τύποι κληρονομούνται από το ένα στο άλλο». Το κήρυγμα έτσι παύει να είναι προσωπική μαρτυρία του κηρύττοντος, παύει να είναι έκφραση του περισσεύματος της καρδιάς του, προσφορά της δικής του πνευματικής εμπειρίας και γνώσεως των γραφών και των πατέρων. Ο δε ιεροκήρυκας παύει να είναι όπως τον θέλει η παράδοση της Εκκλησίας, ο προφήτης που εξαγγέλλει τον λόγο του Θεού και τον ερμηνεύει για να γίνει κατανοητός στους ανθρώπους, και καταντά φερέφωνο και μεγάφωνο λόγου ανθρωπίνου.6
Τι δέον γενέσθαι; Η Εκκλησία μας να φροντίσει, κατόπιν ενδελεχούς μελέτης και προετοιμασίας του λαού, ν’ αλλάξει το σύστημα των περικοπών, ώστε να διαβάζεται ολόκληρη η αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, σε μια τριετία ή τετραετία. Είναι γνωστό ότι στην αρχαία εποχή τα αναγνώσματα ήταν τέσσερα -νόμος, προφήτες, απόστολοι, ευαγγέλιο- ή τρία –Π. Διαθήκη, Απόστολος, Ευαγγέλιο. Αυτό να γίνει και σήμερα, ώστε να διαβάζεται και η Π. Διαθήκη στη λειτουργία των Κυριακών και εορτών. Ήδη το θέμα του συστήματος των περικοπών έχει γραφεί στα θέματα της μελλούσης να συνέλθει αγίας και μεγάλης Συνόδου και επιβάλλεται εμείς να καταστήσουμε γνωστό το θέμα στο λαό, ώστε να κατανοήσει την σπουδαιότητα και σημασία της αλλαγής και να δώσει και κείνος την συγκατάθεσή του.
Ως προς τα Κυριακοδρόμια να γίνει συνείδηση στους εργάτες του λόγου του Θεού ότι μπορούν να τα χρησιμοποιούν ως έμμεσο βοήθημα, ιδίως οι αρχάριοι, αλλά ποτέ δεν πρέπει να γίνονται άμεσες πηγές του κηρύγματος. Άμεση πηγή παραμένει η Αγία Γραφή και τα συγγράμματα των πατέρων της Εκκλησίας μας, που την ερμηνεύουν. Χρειάζεται συνεπώς μελέτη διηνεκής, εντρύφηση, και εμβάθυνση αέναη στα ιερά κείμενα· και συγχρόνως προσπάθεια για βιωματική προσέγγιση των μελετώμενων. Μόνο έτσι θ’ αποκτήσουμε το πυρ της Πεντηκοστής. Ας μη λησμονούμε το ψαλμικό «εν τη μελέτη εκκαυθήσεται πυρ».7
Δ΄. Η προσωπική συμβολή του διακόνου του κηρύγματος.
Αν σ’ όλες τις ακολουθίες και τα μυστήρια της Εκκλησίας ο ρόλος του ιερουργού είναι αποφασιστικός και αναντικατάστατος, στο κήρυγμα είναι εκ των “ων ουκ άνευ”. Ο αείμνηστος Τρεμπέλας σε συνέδριο που συνεκαλέσθη για να μελετήσει τα προβλήματα των κατηχητικών σχολείων είπε το εξής σοφό· «Το κατηχητικό σχολείο το κάνει ο καλός κατηχητής και αν δεν έχετε έναν καλό κατηχητή…μην επιχειρείτε την ίδρυση κατηχητικού σχολείου».8 Και το καλό κήρυγμα το κάνει ο καλός ιεροκήρυκας. Ας δούμε λοιπόν ποια πρέπει να είναι η συμβολή του ιεροκήρυκα στην ορθή τέλεση του κηρύγματος.
Δεν θα πρέπει να λησμονεί·
α) «Θεού συνεργοί εσμέν».9
β) Οι διάκονοι του Θεού φυτεύουν και ποτίζουν αλλά ο Θεός αυξάνει. 10
γ) Ο Θεός δίδει «στόμα και σοφίαν, ή ου δύναται αντειπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν», σ’ όσους μαρτυρούν γι’ αυτόν. 11
δ) Ο Θεός, όπως αποκαλύπτει ο Χριστός στον επίσκοπο της Φιλαδέλφειας, ανοίγει την πόρτα του ευαγγελισμού και όταν την ανοίξει κανείς δεν μπορεί να την κλείσει. 12
ε) «Ο Θεός διήνοιξε την καρδίαν» της Λυδίας εις τους Φιλίππους «προ-σέχειν τοις λαλουμένοις υπό του Παύλου». 13
Συνεπώς πρέπει να υπάρχει συνεργασία του διακόνου του ευαγγελίου με τον Θεό. Η ζωή του να είναι τέτοια ώστε ο Τριαδικός Θεός ν’ αναπαύεται και να ενοικεί εντός της υπάρξεώς του. Να εντρυφεί του λόγου του Θεού μελετών ει δυνατόν «ημέρας και νυκτός» 14 ώστε να είναι εγκρατής αυτών που θα διδάξει. Να χρονίζει στην προσευχή, ώστε να λαμβάνει δύναμη, ευλογία, σοφία, έμπνευση· να διανυκτερεύει εν αυτή «ίνα μη εισέλθη εις πειρασμόν».15 Να προσεύχεται προ του κηρύγματος, ν’ ανοίξει ο Θεός τις καρδιές των ακροατών και να έλθει πλούσια καρποφορία, και μετά το κήρυγμα να το κάνει ο Θεός να μη λησμονηθεί από τους ακροατές του γρήγορα και να τον προφυλάξει από την υπερηφάνεια, αν άκουσε επαίνους, ή την απελπισία, εάν δεν είχε προσέλευση πιστών ή δεν κατόρθωσε να τους συναρπάσει. Να μη ξεχνά αυτό που διατυπώνει ωραιότατα η Ρωσίδα Τατιάνα Γκορίτσεβα ότι «είναι επικίνδυνο να μιλάς για τον Θεό»,16 χωρίς προσευχή εννοείται, χωρίς νήψη, μετάνοια, βίωση των ευαγγελικών αληθειών. Να μη ξεχνά αυτό που τονίζει ετερόδοξος συγγραφεύς ότι κήρυγμα χωρίς προσευχή είναι ήλιος που δεν παρέχει ζωή, αλλά προκαλεί ηλίαση.17 Να θυμάται πάντα ένα ρητό του αποστόλου Παύλου που μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ο “εθνικός ύμνος” των διακόνων του λόγου του Θεού: «Ούτω λαλούμεν, ουχ ως ανθρώποις αρέσκοντες, αλλά τω θεώ τω δοκιμάζοντι τας καρδίας ημών. Ούτε γάρ ποτέ εν λόγω κολακείας εγεννήθημεν καθώς οίδατε, ούτε εν προφάσει πλεονεξίας, Θεός μάρτυς, ούτε ζητούντες εξ ανθρώπων δόξαν».18 Κι αυτό που διακηρύττει ο ι. Χρυσόστομος ότι ο ιεροκήρυξ να εργάζεται «τους λόγους ως αν αρέσει τω Θεώ»19 και να αγωνίζεται πάση θυσία να μη επιζητεί τους επαίνους, διότι θα καταστραφεί κυριαρχούμενος είτε από υπερηφάνεια αν τους έχει, είτε από απελπισία ή ζήλεια ή φθόνο αν δεν τους έχει. Μοναδική απόλαυση, ηδονή, τρυφή και ικανοποίηση ας έχει ότι εργάζεται για τον Θεό και μόνο, ο οποίος θ’ αμείψει τον κόπο του ασχέτως αποτελεσμάτων.
* * *
ΤΡΟΠΟΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΣΤΗ ΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ
α) Να διδάξουμε τον λαό ότι έχει ευθύνη προσωπική για την έκβαση του κηρύγματος. Στην παραβολή του σπορέως φαίνεται ξεκάθαρα ότι για την επιτυχία της σποράς ευθύνεται όχι μόνο ο σπορέας και ο σπόρος αλλά και η γη. Και μάλιστα η γη. Διότι ενώ ο σπορέας και ο σπόρος είναι ο ίδιος, επειδή η γη είναι διαφορετική σε κάθε περίπτωση, τ’ αποτελέσματα είναι διαφορετικά.
Αλλά όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο είναι υπεύθυνος ο ακροατής αλλά και σε εκκλησιαστικό. Είναι υπεύθυνος, αν το κήρυγμα μείνει μόνο σ’ αυτόν και δεν φροντίσει να το διαδώσει και σ’ άλλους. Ερμηνεύοντας την παραβολή των ταλάντων ο ι. Χρυσόστομος λέγει ότι οι δούλοι που διπλασίασαν τα τάλαντα είναι οι διδάσκαλοι του ευαγγελίου, οι οποίοι με διαφορετικά προσόντα έκαστος, εργάσθηκαν με την ίδια προθυμία, γι’ αυτό και είχαν την ίδια αμοιβή. Ο πονηρός δούλος που πήρε το τάλαντο και δεν το αξιοποίησε είναι οι ακροατές, που δεν αξιοποιούν το κήρυγμα ενώ ξέρουν ότι ο δεσπότης θερίζει εκεί που δεν έσπειρε και αποθηκεύει εκεί που δεν αλώνισε.
Προσέξτε, λέγει ο ι. πατήρ, στα υλικά πράγματα ο τόκος απαγορεύεται· στα πνευματικά επιβάλλεται. Ο ακροατής οφείλει να διατηρήσει αλώβητη την διδασκαλία και να την αυξήσει διαδίδοντάς την.
β) Υπάρχει μια κακή τάση στον λαό να παρακολουθούν τα κηρύγματα όχι ως ακροατές αλλά ως κριτές. Δεν πάνε για να ωφεληθούν αλλά για να κρίνουν όπως κρίνουν τους ηθοποιούς στα θέατρα ή τους αθλητές στα γήπεδα. Αυτός είναι καλός, ο άλλος καλύτερος, αυτός δεν αξίζει κ.λ.π.. Να τονίσουμε ότι το κήρυγμα δεν είναι για αισθητική ηδονή21 και απόλαυση· αλλά είναι θέμα ζωής και θανάτου. Θα ήταν ανοησία άνευ προηγουμένου να πνίγεται κάποιος και ενώ του απλώνουν τα χέρια τους διάφοροι για να σωθεί, αυτός να ερευνά ποιος είναι όμορφος, νέος, ή μορφωμένος για να του δώσει το χέρι.
γ) Πολλοί ακροατές, όταν ο ιεροκήρυκας μιλήσει σταράτα για το τι απαιτεί το ευαγγέλιο από μας και προκαλέσει νυγμούς τύψεως στη συνείδησή μας, αρχίζουν αγανακτισμένοι να εξετάζουν αν τα τηρεί ο ιεροκήρυκας ή τα μέλη της οικογένειάς του. Λάθος μεγάλο. Λέγει ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής· «Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι οι ποιούντες· αλλ’ ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν δια την ιδίου αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν. Ίνα μη υπόδικοι γεννώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως»22. Δηλαδή λίγοι είμαστε αυτοί που τηρούμε τον ευαγγελικό νόμο. Η ανθρώπινη ασθένεια είναι μεγάλη. Πάντως πονούμε και μετανοούμε, γι’ αυτό και ομολογούμε την ασθένειά μας. Την δική μας και της οικογένειάς μας. Δεν είμαστε υποκριτές. Αλλά δεν μπορούμε λόγω της δικής μας αμέλειας να νοθεύουμε τον λόγο του Θεού, μη παρουσιάζοντας όσα δεν μας συμφέρουν. Συνεπώς, εάν έτσι ταπεινά παρουσιάζει ο ιεροκήρυκας τον λόγο του Θεού και δεν παριστάνει τον τέλειο και τον σούπερ ευσεβή, ας προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε όσο μπορούμε τον νόμο του Θεού αδιαφορώντας για το τι κάνουν οι άλλοι.
δ) Οι πιστοί πρέπει να μάθουν -αντί να κρίνουν το κήρυγμα αισθητικά, ή να κατακρίνουν τον ιερέα, ή ν’ ακούνε παθητικά- να συμμετέχουν κι αυτοί, εκτός των όσων εκθέσαμε, και δια της προσευχής. Ο Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή παρακαλεί τους πιστούς να συναγωνισθούν μαζί του στο δύσκολο αποστολικό έργο δια της προσευχής. «Παρακαλώ…συναγωνίσασθαί μοι εν ταις προσευχαίς»23 λέγει. Και στην Β΄προς Κορινθίους τους καλεί να γίνουν συνυπουργοί του εις το έργο του· «συνυπουργούντων και υμών υπέρ ημών τη δεήσει»24. Αν ο Παύλος το «στόμα του Χριστού» παρακαλεί τους πιστούς να συναγωνισθούν και συνυπουργήσουν στο μέτωπο του κηρύγματος και συγχρόνως ζητεί οι πιστοί να προσεύχονται «ίνα ο λόγος του Κυρίου τρέχη και δοξάζεται»25 «ίνα ο Θεός ανοίξη την θύραν του λόγου, λαλήσαι το μυστήριον του Χριστού»26 και άλλα παρόμοια, τι θα πρέπει να πούμε εμείς.
Ας εννοήσουμε συνεπώς πάντες, ότι το κήρυγμα είναι έργο ολοκλήρου του Σώματος της Εκκλησίας, και ας συμμετάσχουμε όλοι μας κατά το χάρισμα που έχει ο καθένας μας χωριστά στην επιτυχή πραγμάτωσή του.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Πρβλ. Ιω. Φουντούλη, Ομιλητική, Θεσ/νίκη 1980, σσ.128-129.
2. Πρβλ. Αυγ. Καντιώτου, Κοσμάς Αιτωλός, Αθήνα 1977, σ. 200.
3. Π. Ν. Τρεμπέλα, Ομιλητική, έκδ. Γ΄, Αθήνα 1976, σ. 254.
4. Ιουστίνου Α΄ Απολογία § 67.
5. Πρβλ. Φουντούλη, μνημ. εργ, σελ. 91-100.
6. Πρβλ. α) Βασ. Στογιάννου, Κυριακοδρόμια και κήρυγμα, Βιβλική βιβλιο-θήκη 5. Ανάλεκτα, εκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσ/νίκη 1988, σσ.171-191. β) Φουντούλη μνημ. εργ., σσ. 119-123.
7. Ψαλμ. 38,4.
8. Προβλήματα Κατηχητικού έργου, εισηγήσεις 19-22 Σεπτεμβρίου 1970, του Α΄ Συνεδρίου υπευθύνων κατηχητικού έργου των Ι Μητροπόλεων, εκδ. Αποστολικής Διακονίας σσ. 25-26.
9. Α΄ Κορ. 3,9.
10. Α΄ Κορ. 3,7-8.
11. Λκ. 21,15.
12. Αποκ. 3,8.
13. Πρξ. 16,14.
14. Ιησ. Ναυή 1,8.
15. Λκ. 22,41.
16. Τατιάνας Γκορίτσεβα, Είναι επικίνδυνο να μιλάς για το Θεό, εκδ. «Τήνος», σελ. 108.
17. Ε. Μ. Bounds, Δύναμις δια της Προσευχής, εκδ. «Αστήρ», σ. 57.
18. Α΄ Θεσ. 2,4-6
19. Ιω. Χρυσοστόμου, περί ιερωσύνης, λόγος 5,17.
20. έργ. Ιω. Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. 3,670-674.
21. Ιω. Χρυσοστόμου περί ιερωσύνης λόγος 5,1.
22. Μαξίμου Ομολογητού, κεφ. Π. Ε. της δ΄εκατοντ. Περί αγάπης. Πρβλ. και Πηδάλιον, εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1976 σελ. 22.
23. Ρωμ. 15,30.
24. Β΄ Κορ. 1,11.
25. Β΄ Θεσ. 3,1-2.
26. Κολ. 4,3.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ