«Θυμάμαι, καί στό Κοινόβιο είχαμε έναν μοναχό πού ώς λαϊκός ήταν νωματάρχης. Τόν είχαν βάλει διαβαστή, γιατί ήταν μορφωμένος. Τόσα χρόνια ήταν στό μοναστήρι και σιχαινόταν. Πού να αγγίξη πόμολο! Με το πόδι άνοιγε την πόρτα ή σκουντούσε το μάνταλο με τον αγκώνα και μετά καθάριζε με οινόπνευμα το μανίκι πού το ακούμπησε! Ακόμη και την πόρτα της Εκκλησίας με το πόδι την άνοιγε.
Και επέτρεψε ο Θεός, όταν γέρασε, να σκουληκιάσουν τα πόδια του, ιδίως το ένα με το οποίο άνοιγε τις πόρτες. Ήμουν παρανοσοκόμος, όταν ήρθε για πρώτη φορά στο νοσοκομείο της Μονής με δεμένο το πόδι. Μου είπε ό νοσοκόμος να το λύσω και εκείνος πήγε να φέρη κάτι γάζες. Όταν το άνοιξα, τί να δώ! Πώ, πώ, ήταν γεμάτο σκουλήκια! «Πήγαινε στην θάλασσα, του λέω, πλύν' το, να φύγουν τα σκουλήκια, και έλα να κάνουμε αλλαγή». Που είχει φθάσει! Τι τιμωρία! Έγώ τα έχασα. Μου λέει ό νοσοκόμος: «Κατάλαβες από τι είναι αυτό;». «Κατάλαβα, του λέω, επειδή ανοίγει την πόρτα με το πόδι!».
-Και σ' αυτήν την κατάσταση, Γέροντα, συνέχιζε νά άνοιγη την πόρτα μέ τό πόδι;
-Ναι, με το πόδι! Και είχε γεράσει καλόγερος!
-Δέν τό κατάλαβε;
-Δεν ξέρω. Μετά πήγα στην Μονή Στομίου στήν Κόνιτσα. Τί θάνατο είχε ποιός ξέρει! Και έβλεπες, εκεί στο Κοινόβιο μερικοί νέοι μοναχοί πήγαιναν και έτρωγαν από το περίσσευμα πού άφηναν στά πιάτα τους τα γεροντάκια, για να πάρουν ευλογία! Μάζευαν τα περισσεύματα των κλασμάτων. Ή άλλοι ασπάζονταν το πόμολο, γιατί το ακούμπησαν οι Πατέρες, και αυτός, όταν προσκυνούσε τις εικόνες, μόλις που ακουμπούσε το μουστάκι του στην εικόνα. Και το μουστάκι τί θά τραβούσε μετά με το οινόπνευμα!
-Όταν, Γέροντα, κάτι τέτοιο γίνεται σε ιερά πράγματα, δεν είναι ανευλάβεια;
-Mά από κεί ξεκινάει κανείς και φθάνει πιο πέρα. Έφτασε στο σημείο να μην προσκυνάη, γιατί φοβόταν μήπως εκείνος που προσκύνησε πρίν από αυτόν την εικόνα είχε καμμιά αρρώστια!
-Δηλαδή, γιά νά μή σιχαίνεται κανείς, δεν πρέπει να δίνη σημασία;
-Τίς σαβούρες που τρώνε οι άνθρωποι δεν τις βλέπουν! Αν κάνη κανείς τον σταυρό του, είτε φοβία έχει είτε νοσοφοβία, βοηθάει μετά ό Χριστός. Εκεί στό Καλύβι πόσοι περνάνε που έχουν διάφορες αρρώστιες! Και μερικοί απλοί κάνουν τον σταυρό τους, οι καημένοι, παίρνουν το κύπελλο που έχω εκεί και πίνουν νερό. Οι άλλοι που φοβούνται δέν τό αγγίζουν.
Ήρθε πριν από λίγες μέρες κάποιος που είχε πολύ μεγάλη θέση σε κάποια υπηρεσία. Τόσο φοβάται ο καημένος τα μικρόβια, που έχει ασπρίσει τα χέρια του, για να τα καθαρίζη με το οινόπνευμα. Ακόμη και το αυτοκίνητό του το τρίβει με οινόπνευμα! Τόν λυπήθηκα! Ξέρεις τι είναι νά έχη τέτοια θέση καί νά κινήται έτσι; Του έδωσα λουκούμι, και δεν το πήρε, επειδή το έπιασα. Αλλά και στό κουτί να ήταν, πάλι δεν θα το έπαιρνε, γιατί θα σκεφτόταν ότι και στό κουτί θα το έβαλε κάποιος άλλος με τα χέρια του. Παίρνω το λουκούμι, το τρίβω στά παπούτσια του και το τρώω. Του έκανα κάμποσα τέτοια και τρόμαξα να τον κάνω να ελευθερωθή λίγο από αυτό.
Νά, και σήμερα ήρθε εδώ μια κοπέλα που είχε νοσοφοβία. Και όταν μπήκε μέσα δεν πήρε ευχή, γιατί φοβόταν μήν κολλήση μικρόβια, και όταν έφυγε, έπειτα από τόσα που της είπα, για νά την βοηθήσω, πάλι δεν πήρε ευχή. «Δεν σου φιλώ το χέρι, μου λέει, γιατί φοβάμαι μήν κολλήσω μικρόβια!
Τί νά πής; Κάνουν έτσι μαύρη τήν ζωή τους!
Γέροντος Παϊσίου Λόγοι (Γ), Πνευματικός Ἀγώνας, σελ. 19-20,
Ἱερόν Ἡσυχαστήριον “Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὀ Θεολόγος”,
Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2001.