«Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δως.
Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαι μοι τω σω δούλω.
Ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Η προσευχή αυτή είναι γνωστή σε όλους όσους συχνάζουν στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας. Είναι μικρή σε μέγεθος και απλή σε νόημα, αλλά γεμάτη πνευματική δύναμη και θεολογικό βάθος. Συνήθως κατά το τυπικό της Εκκλησίας μας την λέμε την Μ. Τεσσαρακοστή, αλλά μπορούμε να την λέμε όλο τον χρόνο στην ιδιωτική μας προσευχή. Οι ωραίες προσευχές είναι διαχρονικές και επιβάλλεται να τις έχουμε σε συνεχή χρίση.
Προσευχόμαστε στο Θεό να μας φυλάξει από τέσσερα κακά φρονήματα, τέσσερα μεγάλα πάθη και να μας χαρίσει τέσσερις μεγάλες αρετές, τέσσερα μεγάλα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος. Διότι δεν μπορούμε να νικήσουμε τα πάθη μας παρά μόνο με την απόκτηση των διαφόρων αρετών λέγει ο Ισαάκ ο Σύρος.
Με τα μεγάλα πάθη υποδουλωνόμαστε στα πονηρά πνεύματα, ενώ με τις αρετές υποτασσόμαστε στον Θεό και τον ακολουθούμε. Ο άνθρωπος από μόνος του μέχρι κάποιο βάθος μπορεί να κατεβεί και μέχρι κάποιο ύψος μπορεί να ανεβεί. Για μεγάλα βάθη χρειάζεται η «βοήθεια» των δαιμόνων και για μεγάλα ύψη χρειάζεται η βοήθεια του αγίου Πνεύματος.
«Πνεύμα αργίας».
Ο Θεός, μόλις δημιούργησε τον Αδάμ και τον τοποθέτησε στον παράδεισο της τρυφής, του έδωσε την εντολήν «εργάζεσθαι και φυλάσσειν αυτόν» (Γεν. 2,15). Η πρώτη εντολή του Θεού στον άνθρωπο ήταν η εντολή της εργασίας και μετά δόθηκε η εντολή της μη βρώσεως του καρπού του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού. Ο Θεός πρώτα έδωσε την θετική και δημιουργική εντολή της εργασίας και μετά την απαγορευτική εντολή της μη βρώσεως. Με την δεύτερη αυτή εντολή ο Αδάμ ασκούσε την πνευματική εργασία της πίστεως προς τον Θεό, για να μη πέφτει στην πνευματική αργία. Υπάρχει λοιπόν η σωματική και η πνευματική εργασία όπως και η σωματική και πνευματική αργία.
«Αργία εστίν το μη ποιείν και εργάζεσθαι τα έργα του Θεού» λέγει ο Ιωάννης της Κλίμακος, τονίζοντας την ανάγκη της πνευματικής εργασίας. Οι πρωτόπλαστοι, όταν έπεσαν, μπορεί να μην είχαν σωματική αργία, αλλά οπωσδήποτε είχαν πνευματική. Σταμάτησαν να υπακούουν και να πιστεύουν στον Δημιουργό τους. Κι αν η πνευματική εργασία δεν είναι συνεχής τότε η προσωρινή αρετή ή η προσωρινή διόρθωση και εκδίωξη ακόμη του Δαίμονα καταντά ανωφελής και η κατάσταση χειροτερεύει μας λέγει ο ευαγγελιστής Ματθαίος (12,44). Ο Θεός είναι κρυμμένος στις εντολές του, λέγει ο άγιος Μάρκος ο ασκητής, συνεπώς για να βρούμε τον Θεό και να τον αγαπήσουμε πρέπει να εργαζόμαστε τις εντολές του συνεχώς και αδιαλείπτως.
Αυτήν την πνευματική εργασία τονίζει και ο απόστολος Πέτρος όταν λέγει ότι οι πιστοί πρέπει να ενδιαφέρονται να αποκτήσουν πίστη, αρετή, γνώση Θεού, εγκράτεια, υπομονή, ευσέβεια, φιλαδελφία αγάπη. Αυτά αν υπάρχουν και πλεονάζουν οι πιστοί δεν καταντούν αργοί και άκαρποι, ανίκανοι να γνωρίσουν τον Κύριο. Αν όμως τα στερούνται τότε καταντούν τυφλοί και μύωπες και δεν μπορούν να απολαύσουν τον ήλιο της δικαιοσύνης (Β´Πετρ. 1,8).
Μας λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (6,27) «τούτο εστί το έργον του Θεού, ίνα πιστεύσητε εις ον απέστειλεν εκείνος». Δηλαδή έργο Θεού, θεία εργασία είναι να πιστεύσουμε στον υιό του Θεού, στη θεία διδασκαλία του και να δεχθούμε τις εντολές του.
Βεβαίως η πνευματική αυτή εργασία, η εργασία το να εφαρμόζουμε τις εντολές του Χριστού είναι δύσκολο πράγμα. Πρέπει να σφάζει κανείς συνεχώς το εγώ, την φιλαυτία, την άνεση και ραστώνη, την καλοπέραση και την τάση για τον εφησυχασμό. Ο αββάς Λογγίνος μας συνιστά «δός αίμα και λάβε πνεύμα» και παραπέμπει στο Γ´ Βασ. 21, 35-42, όπου ένας προφήτης, για να νουθετήσει τον βασιλιά Αχαάβ, αναγκάστηκε να ζητήσει από κάποιον να τον χτυπήσει στο μέτωπο και να τον τραυματίσει. Ο πρώτος που απευθύνθηκε αρνήθηκε να κάνει την εντολή του προφήτη από καλοσύνη, με αποτέλεσμα να τον φάγει ένα λιοντάρι. Ο δεύτερος όμως που τον τραυμάτισε πήρε την ευλογία του. Οι πατέρες έχοντας υπόψη τους την αλήθεια των Γραφών συνιστούν να φθάνουμε σε αιματηρές υλικές και πνευματικές θυσίες, για να λάβουμε τη χάρη του Θεού, για ν’ αποκτήσουμε το Άγιο Πνεύμα.
Η εργασία, μας λέγει επίσης η Γραφή, είναι ιδίωμα του Θεού. Ο Θεός εργάσθηκε, υλικά θα λέγαμε, δημιουργώντας το σύμπαν και τον άνθρωπο, αλλά εργάζεται και πνευματικά συνεχώς και ακαταπαύστως με την θεία του πρόνοια. Φροντίζει, διοικεί, καθοδηγεί, εμπνέει την ανθρωπότητα. Ο Θεός συνεπώς είναι εργάτης! Το ίδιο και ο Χριστός ως άνθρωπος. «Ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται καγώ εργάζομαι» (Ιω. 5,17). Ο Χριστός όσο καιρό ήταν υποτασσόμενος στους γονείς του εργαζόταν και υλικά και χειρωνακτικά.
Η εργασία συνεπώς είναι στοιχείο του κατ’ εικόνα και δεν μπορεί ο άνθρωπος να το καταργεί. Η σύγχρονη τάση του ανθρώπου να μειώνει συνεχώς το ωράριο και να αυξάνει τις αργίες δεν είναι κάτι το φυσιολογικό. Σ’ αυτό μάλιστα οφείλεται κατά μεγάλο ποσοστό η παρακμή του συγχρόνου πολιτισμού. Ο Μπέρναρντ Σω (1856-1950) έλεγε ότι για να είσαι δυστυχής πρέπει να έχεις ελεύθερο χρόνο. Οι ψυχίατροι έχουν παρατηρήσει, ότι οι ψυχασθενείς βελτιώνουν την κατάστασή τους ή και θεραπεύονται, όταν συνεχώς απασχολούνται με κάτι.
Μετά την πτώση η εργασία έγινε σκληρή και επώδυνη, ενώ πριν ήταν ευχάριστη και απολαυστική. Πάντως παραμένει έργο Θεού με σωτηριολογικά αποτελέσματα, όταν την ασκούμε εν Κυρίω. Ενώ η αργία είναι στοιχείο κοινωνικής και πνευματικής καταστροφής.«Πάσα γαρ κακίαν εδίδαξεν η αργία» (Σοφ. Σειράχ. 33,28). Ο σοφός Σολομών, για να διδάξει τον οκνηρό, τον παραπέμπει στα άλογα ζώα, για να φιλοτιμηθεί και να κάνει μετά λόγου ότι κάνουν αυτά αλόγως. Τον παρουσιάζει το μυρμήγκι και την μέλισσα και τον συνιστά να τα μιμηθεί (Παρ. 6,6-11α). Διότι ακόμη και η συνεχής άνεση και ο εφησυχασμός (πνευματικός ή σωματικός) για τη Γραφή και τους πατέρες της Εκκλησίας είναι μεγάλο κακό και μεγάλη παγίδα του Διαβόλου, συνολικά και ατομικά. «Εκάθισεν γαρ ο λαός φαγείν και πιείν και ανέστησαν παίζειν» (Εξ. 32,6). «Ελιπάνθη, επαχύνθη, επλατύνθη και απελάκτισεν ο ηγαπημένος (Ισραηλιτικός λαός)» (Δευτ. 32,15). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να μη υπάρχει διαρκής εφησυχασμός και ραστώνη, ο Θεός επιτρέπει και τον Διάβολο να μας πειράζει συνεχώς. Ο Διάβολος είναι ο εκγυμναστής μας και ο προπονητής μας στην κατά Θεό ζωή και ευσέβεια. «Νήψατε γρηγορήσατε· ότι ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α´Πετρ. 5,8). Να ο σκοπός του Διαβόλου κατά την Γραφή· η νήψη και η εγρήγορση.
Μα θα πουν μερικοί ότι ο Διάβολος γίνεται αιτία να πέσουν πολλοί. Η θεολογία της Εκκλησίας μας απαντά ότι πέφτει μόνον αυτός, που δεν θέλει να εργαστεί πνευματικά. Λένε μερικοί ότι, αν δεν ήταν ο Διάβολος, ο Αδάμ και η Εύα δεν θα έπεφταν. Μεγάλο λάθος η άποψη αυτή λέγει ο άγιος Χρυσόστομος. Και να μην ήταν ο Διάβολος και πάλι θα έπεφταν, διότι, αφού με τόση ευκολία απατήθηκαν, σημαίνει ότι δεν είχαν όρεξη για αγώνα. Ούτε είχαν πάθος και πόθο για τον Θεό και για τον παράδεισο. Γιατί για κάτι που έχουμε πάθος ούτε συμβουλές δεχόμαστε ούτε υποδείξεις.
Η εργασία δεν έχει μόνο βιοποριστικό ή κοινωνικό σκοπό αλλά και πνευματικό. Πρέπει να εργαζόμαστε για να δρούμε ευεργετικά στην κοινωνία μας, ασκώντας πολύπλευρη και ποικίλη ελεημοσύνη. Αυτά που αποθηκεύουμε, γιατί πλεονάζουν, ανήκουν σε αυτούς που τα έχουν ανάγκη και όχι σε μας και θα πρέπει αμέσως να τα χορηγούμε όταν διαπιστώνουμε ελλείψεις στους αδελφούς μας.
Η αξία της εργασίας φαίνεται και στα κάτωθι γεγονότα.
Οι ποιμένες στους οποίους εμφανίστηκε φως και ένας άγγελος τους ανήγγειλε τη γέννηση του Σωτήρος, απ’ ότι μας λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς, δεν προσευχόταν ούτε ασκούσαν κάποιο ιδιαίτερο έργο λατρείας, αλλά εκτελούσαν όσα υπαγόρευε η ιδιότητά τους. Αγρυπνούσαν και φύλαγαν τα πρόβατά τους από τυχόν κινδύνους. Εξυπακούεται ότι ήταν άδολοι και αγνοί Ισραηλίτες. Πάντως λαμβάνουν τον ευαγγελισμό της θείας ενανθρωπήσεως ενώ εργαζόταν.
Εργαζομένη (να γνέθει) παρουσιάζουν οι αγιογράφοι και την Παναγία μας, όταν δέχεται τον ευαγγελισμό, ή κατά άλλη παράδοση ενώ φρόντιζε να προμηθευθεί νερό για τις ανάγκες του οίκου της.
Οι προφήτες και οι απόστολοι ως επί το πλείστον εξελέγησαν σε ώρα εργασίας και από τις ενασχολήσεις τους τις πνευματικές και ιεραποστολικές «ουδέ φαγείν ηυκαίρουν» (Μαρκ. 6,31).
Η παραβολή των ταλάντων, με την αμοιβή αυτών που τα αξιοποίησαν αλλά και την τιμωρία αυτού που δεν το αξιοποίησε, κι αυτή την αξία της εργασίας και της δραστηριότητας του ανθρώπου σε όλους τους τομείς του ανθρωπίνου βίου συνιστά.
Θα πρέπει να θυμηθούμε τον ευαγγελιστή Ιωάννη να διηγείται στο 21ο κεφάλαιο του ευαγγελίου του, πως ο Χριστός εμφανίστηκε στους μαθητές του ενώ ψαρεύαν, πως τους καθοδήγησε που θα ρίξουν τα δίχτυα τους και πώς ρώτησε τον Πέτρο αν τον αγαπά περισσότερο από τους άλλους. Κι όταν εκείνος του απάντησε θετικά, ο Χριστός ζήτησε εις απόδειξη της αγάπης του να βόσκει τα αρνία του και να ποιμαίνει τα πρόβατά του. Δηλαδή να ασχοληθεί με την ποιμαντική μέριμνα, φροντίδα και κηδεμονία των λογικών προβάτων. Αυτό θεωρεί ως κατ’ εξοχήν απόδειξη της αγάπης προς Αυτόν. Στους ποιμένες της Βηθλεέμ αποκάλυψε την γέννησή του και ζητά από τους μαθητές του να γίνουν ποιμένες των λογικών προβάτων του. Ο ίδιος ψάχνει συνεχώς για το πλανώμενο πρόβατό του, ενώ συγχρόνως φροντίζει και τα άλλα.
Θα πρέπει να θυμηθούμε τέλος πόσο σκληρά ελέγχει ο απόστολος Παύλος κάποιους χριστιανούς, που εν ονόματι της ελεύσεως της Β´Παρουσίας, είχαν σταματήσει να εργάζονται και θέλανε να τρώνε δωρεάν άρτον, προφασιζόμενοι ότι αυτοί ενδιαφέρονται μόνο για πνευματικά και εσχατολογικά θέματα. Ο Παύλος εν Πνεύματι Αγίω παρήγγειλε στην Εκκλησία ότι «ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω» (Β´Θεσ. 3,10). «Ου θέλει», γιατί μπορεί να είναι ανάπηρος ή αδύνατος και βαρειά άρρωστος και να μη μπορεί.
Ο ίδιος ο Παύλος, ο πλήρης χαρισμάτων και ποιμαντικών απασχολήσεων, εργαζόταν χειρωνακτικά για να τρέφει τον εαυτό του, ενώ είχε δικαίωμα να σιτίζεται από την Εκκλησία, ακριβώς για να ασκείται περισσότερο και να μη δίδει σε κανένα το δικαίωμα να λέγει ότι έγινε απόστολος, για να λύσει το βιοποριστικό πρόβλημα της ζωής του. Αλλά και ο Θεός επέτρεπε συγχρόνως να αντιμετωπίζει οδυνηρούς πειρασμούς, για να αποφύγει τους κινδύνους και από τον ελάχιστο εφησυχασμό, όπως προαναφέραμε, και διότι μέσα στους πειρασμούς η χάρη του Θεού παρέχεται πλούσια, και πλήρης (Β´Κο. 12, 7-9).
Η εργασία είναι προσευχή και η προσευχή εργασία. Ο Παύλος μας παραγγέλλει να προσευχόμαστε συνεχώς και ο ίδιος το δηλώνει στις επιστολές του ότι το έκανε. Συγχρόνως όμως ο Παύλος μας αποκαλύπτει, όπως προαναφέραμε, ότι εργαζόταν συνεχώς και ότι δεν έφαγε ποτέ δωρεάν άρτο. Αυτό αποδεικνύει ότι η προσευχή είναι εργασία και η εργασία προσευχή. Διαφορετικά αυτά που λέγει ο απόστολος Παύλος είναι αντιφατικά και παράλογα.
«Προσεύχου και εργάζου» ήταν το σύνθημα των αρχαίων μοναχών, γιατί η προσευχή και η εργασία είναι μέσο για να αποφύγουμε τους πειρασμούς, αλλά και την κατάσταση της ακηδίας, η οποία νεκρώνει την πνευματική ζωή. Όταν κάποτε ο Μ. Αντώνιος περιέπεσε σε κατάσταση πνευματικής αδιαφορίας και ακηδίας και προσευχήθηκε να του δείξει ο Θεός τον τρόπο να θεραπευθεί, παρουσιάστηκε, ένας άγγελος σαν μοναχός και μια έπλεκε καλάθια με τα καλάμια του Νείλου και μια προσευχόταν. Είπε δε στον άγιο Αντώνιο ότι αν ενεργήσει παρόμοια θα λυτρωθεί από το πρόβλημα που έχει.
Η εργασία είναι κατάσταση και της παρούσης ζωής και της αιωνίας. Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη του Θεολόγου (4ον κεφ.) οι πρεσβύτεροι πότε κάθονται και πότε σηκώνονται για να προσκυνήσουν τον Κύριο, οι δε άγγελοι «ανάπαυσιν ουκ έχουσιν ημέρας και νυκτός λέγοντες· άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ...». Δεν υπάρχει συνεχής ανάπαυση και στατικότητα.
«Πνεύμα περιεργείας».
Δεν πρόκειται για την καλή και δημιουργική περιέργεια η οποία είναι γέννημα της ορθής και υγιούς παρατηρητικότητας, προάγει την γνώση, οδηγεί σε ανακαλύψεις και εφευρέσεις και δημιουργεί την επιστήμη και τον πολιτισμό. Ο Νεύτων π.χ. βλέποντας να πέφτει ένα μήλο και ερευνώντας την αιτία που πέφτει, ανακάλυψε τον νόμο της βαρύτητας.
Δεν είναι η πνευματική περιέργεια να γνωρίσουμε τον λόγο του Θεού, την σωστή ερμηνεία της θείας αποκαλύψεως, την διδασκαλία των πατέρων της Εκκλησίας, τον τρόπο και την μέθοδο για να ανεβούμε πνευματικά και την ικανότητα να εργαζόμαστε τις εντολές του Θεού.
Η περιέργεια αυτή, που αναφέρει ο άγιος Εφραίμ, είναι η εμπαθής προσκόλληση στα επίγεια πράγματα. Είναι γνώρισμα αυτών που είναι αργοί και χωρίς κανένα δημιουργικό ενδιαφέρον. Είναι μία άρρωστη μανία, που πιάνει τον ανεύθυνο και μη δημιουργικό άνθρωπο. Στην προσπάθεια του αυτή ξεχνά εντελώς τον εαυτό, δεν ενδιαφέρεται για τα ελαττώματά του και την γνώση του εσωτερικού του κόσμου και έτσι απομακρύνεται εντελώς από την πνευματική κάθαρση και άνοδο. Τι κάνουν οι άλλοι, τι κουσούρι έχουν οι άλλοι, τι αδυναμίες έχουν οι άλλοι. Κι αν δούμε ότι έχουν πλεονεκτήματα και τάλαντα και ικανότητες, διερωτόμαστε πως κι έτσι συμβαίνει αυτό και προσπαθούμε να δώσουμε μία απάντηση, που να υποβιβάζει τις ικανότητες και τα πλεονεκτήματα των άλλων. Ο μη πνευματικός άνθρωπος στερείται της αγάπης κι έτσι ποτέ δεν δικαιολογεί τις πτώσεις και τα ελαττώματα των άλλων, ποτέ δεν συγχωρεί, ποτέ δεν οικοδομεί, απλώς αρέσκεται σαν την ύαινα να βρίσκει πτώματα και να τα κατασπαράζει ή σαν την μύγα να ανακαλύπτει κοπριές και να αναπαύεται σε αυτές. Η νοσηρή αυτή περιέργεια έρχεται να ολοκληρώσει την καταστροφή που επιφέρει η αργία.
Η Γραφή τονίζει «έπεχε σ’ εαυτώ και τη διδασκαλία» (Α´Τιμ. 4,16) και οι πατέρες αφιερώνουν ολόκληρες ομιλίες στην ανάπτυξη του θέματος αυτού. «Ένδον σκάπτε» και πρόσεχε, διότι διά της θυρίδας των αισθήσεων έρχεται ο πνευματικός θάνατος τονίζουν. Παράδειγμα αξιοπρόσεκτο ο Δαυΐδ ο άνθρωπος του Θεού, αυτόν που βρήκε ο Θεός να είναι όπως τον θέλει εκείνος κι όμως επειδή δεν πρόσεξε στο τι βλέπει και άφησε τα μάτια του να περιεργάζονται την Βηρσαβεέ που λουζόταν, έπεσε στην μοιχεία και τον φόνο.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης έγραψε ολόκληρο βιβλίο με τίτλο «Περί φυλακής των πέντε αισθήσεων», στο οποίο εξετάζει πως θα ελέγχουμε τις αισθήσεις και πώς δεν θα εξουσιαζόμαστε από αυτές. Με το να ασχολούμαστε διαρκώς με τους άλλους δεν προσέχουμε τις αμαρτίες μας και δεν αποκτούμε φόβο Θεού και κατάνυξη. Βλέπουμε τις αγκίδες που υπάρχουν στα μάτια των άλλων και δεν βλέπουμε τα δοκάρια που κυριολεκτικά τυφλώνουν τα μάτια μας (Ματθ. 7,3).
«Πνεύμα φιλαρχίας».
Η κοσμική τάση για εξουσία μας κάνει να βλέπουμε τον πλησίον μας σαν ένα απλό εργαλείο και μέσο ικανοποιήσεως του εγωισμού μας. Θέλουμε να άρχουμε όχι για να υπηρετήσουμε τους άλλους, αλλά για να ικανοποιήσουμε τις εγωιστικές και φίλαυτες τάσεις μας.
Η εξουσία όμως κατά το ευαγγέλιο είναι μία θυσιαστική διακονία. «Και ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος· και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος· ώσπερ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών (Ματθ. 20,27-28). Ο Χριστός δεν ανέπτυξε μόνο θεωρητικά το θέμα της εξουσίας, αλλά και έδωσε το παράδειγμα με το να πλύνει τα πόδια των μαθητών του και να θυσιαστεί για τη σωτηρία του κόσμου, μη ανταποδίδοντας το κακό το οποίο προσφέρανε σ’ αυτόν. Συνεπώς η αληθινή εξουσία δεν είναι για ιδιοτελείς και εγωιστικούς σκοπούς, αλλά για την διακονία και την εξυπηρέτηση των άλλων με πνεύμα αγάπης και ταπεινοφροσύνης.
Ο γέροντας Σιλουανός του Άθωνα (1866-1938) έλεγε ότι η κοσμική εξουσία μοιάζει με μία πυραμίδα, που ο άρχων κάθεται στην κορυφή της, δεσπόζει και κατεξουσιάζει των άλλων. Η εξουσία κατά την Γραφή είναι και πάλι μία πυραμίδα, η οποία όμως είναι ανάστροφη και στην βάση της υπάρχει ο άρχων, ο οποίος υποβαστάζει ολόκληρη την ανθρωπότητα και αίρει τις ατέλειες και τις ιδιοτροπίες όλων των ανθρώπων.
«Οφείλομεν δε ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν, και μη εαυτοίς αρέσκειν» (Ρωμ. 15,1) θα μας πει ο Παύλος, συμπληρώνοντας την διδασκαλία του Χριστού για την εξουσία που ασκούν οι δυνατοί και υπερέχοντες των άλλων. Είναι αυτοί που αίρουν τις αμαρτίες του κόσμου κατά το παράδειγμα του Χριστού και όχι αυτοί που φορτώνουν βάρη δυσβάστακτα στους άλλους, για να ελαφρύνουν το δικό τους φορτίο.
Ο άνθρωπος έχει μεγάλη αξία σαν εικόνα Θεού που είναι και σαν εξαγορασμένος με το αίμα του Χριστού. Για αυτό η διακονία του ανθρώπου ουσιαστικά είναι διακονία Θεού. «Εφ’ όσων εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25,40). Κι όποιος διακονεί τον Θεό δεν μπορεί να έχει φιλαρχία, διότι η κοσμική φιλαρχία υποβιβάζει τον άνθρωπο και τον θεωρεί ευτελές υποκείμενο το οποίο υπάρχει για να θεραπεύει τον εγωισμό και την φιλαυτία μας.
«Πνεύμα αργολογίας».
Η αργολογία είναι η σπατάλη του πιο τιμίου δώρου που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο, του λόγου. Είναι το μόνο από τα δημιουργήματα που το έχει. Εάν ο λόγος του Θεού είναι ο ίδιος ο Θεός, τότε ο λόγος του ανθρώπου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Εάν θέλει κανείς να γνωρίσει την προσωπικότητα ενός ανθρώπου, ας προσέξει τα λόγια του. Η καρδιά του ανθρώπου γνωρίζεται από τα χείλη του. «Εκ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί. Ο αγαθός άνθρωπος εκ του αγαθού θησαυρού εκβάλλει αγαθά, και ο πονηρός άνθρωπος εκ του πονηρού θησαυρού εκβάλλει πονηρά» (Ματθ. 12, 35-36).
Όταν τα λόγια ενός ανθρώπου καταναλώνονται σε αδικαιολόγητες κρίσεις και κατακρίσεις, συκοφαντίες, βωμολοχίες, διαδόσεις ανυπόστατων κρίσεων και γεγονότων, τότε ο άνθρωπος αποδεικνύεται κενός πνευματικού περιεχομένου αλλά και μεστός δαιμονικού πνεύματος, διότι ο Διάβολος είναι ο κατεξοχήν αργολόγος και προπαγανδιστής του κακού και της ψευδωνύμου γνώσεως. Γι’ αυτό ο Σωτήρ μας λέγει· «παν ρήμα αργόν ό εάν λαλήσωσι οι άνθρωποι, αποδώσωσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως· εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση» (Ματθ. 12,36-37). Τα λόγια αυτά είπε ο Χριστός, όταν οι φαρισαίοι τον κατηγόρησαν ότι με τη δύναμη του Σατανά βγάζει τα δαιμόνια και ο Χριστός ανέπτυξε ολόκληρη επιχειρηματολογία, για να απάντηση στην αδικαιολόγητη αυτή κρίση των εχθρών του. Συνεπώς αργός λόγος είναι ο μη τεκμηριωμένος, ο αδικαιολόγητος λόγος και κατ’ επέκταση στα πατερικά κείμενα ο μη αναγκαίος λόγος.
Οι πατέρες της Εκκλησίας, έχοντας υπ’ όψη το ρητό της Γραφής «ει τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ, δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα» (Ιακ. 3,2) και φοβούμενοι ότι «εκ πολυλογίας ουκ εκφεύξη αμαρτίας» (Παροιμ. 10,19), αγάπησαν περισσότερο την σιωπή παρά την πολυλογία.
Ο αββάς Αρσένιος στο Γεροντικό λέγει ότι «πολλές φορές που μίλησα μετανόησα, ενώ ποτέ δεν μετανόησα γιατί σιώπησα».
Ο όσιος Αγάθων επί τρία χρόνια έφερε στο στόμα του μια πέτρα, για να μη μιλά.
Ο αββάς Αμμώης με τον μαθητή του, κάθε Κυριακή που πήγαιναν Εκκλησία, περπατούσαν σε απόσταση ο ένας από τον άλλο, για να μη κουβεντιάζουν μεταξύ τους κι έτσι ανάμεσα στα χρήσιμα πουν και κάποια περιττά.
Ο δε Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι «η σιωπή είναι η φωνή του μέλλοντος αιώνος». Ο λαός λέγει ότι «ο λόγος είναι άργυρος και η σιωπή χρυσός».
Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν ότι οι άνθρωποι έχουν δύο αυτιά και μία γλώσσα για ν’ ακούν περισσότερα απ’ ότι λέγουν. Και τα μεν αυτιά είναι πάντα ανοιχτά, για να ακούν· η δε γλώσσα έχει σαν διπλό φράγμα τα δόντια, για να συγκρατείται σε πρέποντα όρια.
Πάντως υπάρχει και η αργολογία του νου. Όταν δεν μιλάς μεν, αλλά με τη διάνοια σου σκέπτεσαι μάταια, άχρηστα και κακοήθη νοήματα και πράγματα. Οι πατέρες της Εκκλησίας συμβουλεύουν εάν δεν μπορείς να κρατήσεις την καρδιά σου καθαρή, τουλάχιστον κράτα το στόμα σου.
«Πνεύμα σωφροσύνης».
Σωφροσύνη είναι η σύνεση, η φρόνηση, η περίσκεψη, το να είσαι λογικός και μυαλωμένος. Ειδικά στο χώρο της Εκκλησίας να έχεις «νουν Χριστού». Όλα να τα σκέφτεσαι με βάση τις ευαγγελικές κατηγορίες σκέψεως. Το να θέλεις ό,τι θέλει ο Χριστός. Το να λες αυτά που έλεγε ο απόστολος Παύλος· «Χριστώ συνεσταύρωμαι· ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20) και «εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλιπ. 1,21).
Είναι όμως και η τελεία απάθεια στις διαστροφές του γενετήσιου ενστίκτου. Ας θυμηθούμε τον πάγκαλο Ιωσήφ ή την Σωσάνα, για να καταλάβουμε τη σχέση σωφροσύνης και αγνότητας. Ενώ η αργία είναι αδιαφορία για οτιδήποτε καλό και θεϊκό η σωφροσύνη είναι το ενδιαφέρον για όλα τα πνευματικά και ο διαρκής κόπος και η προσπάθεια να τα αποκτήσουμε. Η σωφροσύνη αφορά όχι μόνο το σώμα αλλά και το πνεύμα. «Και γυναίκα δεν γνωρίζω και παρθένος δεν είμαι» θα πει ο Μέγας Βασίλειος.
Για ν’ ασκήσουμε σωφροσύνη, όπως και κάθε άλλη αρετή, χρειάζεται «βία φύσεως διηνεκής και φυλακή αισθήσεων ανελλιπής». Η άνεση, η καλοπέραση, η αφύλακτη και απρόσεκτη ζωή, η έλλειψη νήψεως και επαγρυπνήσεως είναι τα μεγάλα εμπόδια για την απόκτηση των αρετών. Ο ισραηλιτικός λαός όποτε καλοπερνούσε και προόδευε σαρκικά και σωματικά, τότε κλοτσούσε τον Θεό. Ενώ η συντριβή η ταπείνωση, η κακοπάθεια συντελεί στην πνευματική βελτίωση. «Αγαθόν ότι εταπείνωσάς με, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου» (Ψαλ. 118,71).
«Πνεύμα ταπεινοφροσύνης».
Ρώτησαν κάποτε τον ιερό Αυγουστίνο ποια είναι η πρώτη αρετή στον χριστιανισμό. Κι απάντησε ο μεγάλος σοφός· «η πρώτη αρετή είναι η ταπείνωση». –Και η δεύτερη ποια είναι; «Η ταπείνωση». –Και η τρίτη; «Η ταπείνωση κ.ο.κ.».
Και ο άγιος Χρυσόστομος λέγει ότι το θεμέλιο της πνευματικής ζωής είναι η ταπείνωση. Αν δεν την έχουμε, κτίζουμε επί της άμμου. Όλες οι αρετές είναι βδελυκτές και σιχαμερές απέναντι στον Θεό, όταν δεν υπάρχει η ταπείνωση. Ας θυμηθούμε τον φαρισαίο και τον τελώνη...
Ο Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι όπως, όταν δεν υπάρχει φως, δεν υπάρχει τίποτα, έτσι, αν δεν υπάρχει η ταπείνωση, όλα είναι μάταια και ανύπαρκτα.
Δεν υπάρχει καμμία αρετή χωρίς ταπείνωση. Χωρίς ταπείνωση δεν μπορεί να πιστέψει ο άνθρωπος στον Θεό. Χωρίς ταπείνωση δεν μπορεί ο άνθρωπος ν΄ αγαπήσει τον συνάνθρωπό του. Βάση όλων των αρετών είναι η ταπείνωση. Γι’ αυτό η μεγαλύτερη αμαρτία, η φοβερώτερη και η φρικτότερη αμαρτία, που έριξε τους αγγέλους από τους ουρανούς στα τάρταρα του άδη, είναι η υπερηφάνεια, ο εγωισμός.
Αν πάρω ένα ποτήρι και πάω να το γεμίσω και το βάλω πάνω από τη βρύση, δεν γεμίζει με νερό. Για να γεμίσει, πρέπει να το βάλω κάτω από τη βρύση. Έτσι και ο άνθρωπος για να γεμίσει με αλήθεια, για να γεμίσει με την χάρη του Θεού, πρέπει να είναι ταπεινός. Γι’ αυτό η αγία Γραφή λέγει ότι ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Ο ταπεινός είναι το ευώδες εκείνο λουλούδι, που με το άρωμα του ελκύει τον Θεό και τον κάνει να κλίνει ουρανούς και να έρχεται να βρει αυτή την ταπεινή ψυχή.
Η ταπείνωση είναι στολή της θεότητας (Ισαάκ Σύρος), κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος (Μακάριος), μίμηση Χριστού (Μ. Βασίλειος).
Η ταπείνωση και χωρίς έργα σώζει, τα έργα όμως χωρίς αυτήν μας στέλνουν στην κόλαση. «Δεν νήστευσα, δεν κοιμήθηκα κάτω, δεν αγρύπνησα, αλλά ταπεινώθηκα και σώθηκα» (Ιωάννης Κλίμακος).
Η ταπείνωση του τελώνη είναι ευγνωμοσύνη· η ταπείνωση του Χριστού είναι αληθινή ταπείνωση λέγει ο Χρυσόστομος. Το να είσαι μεγάλος και αναμάρτητος και να γίνεσαι σκουπίδι αυτό είναι το μεγάλο. Η κένωση του Χριστού είναι το μεγάλο ύψος. Ταπεινός μόνο ο Χριστός. Γι’ αυτό η ταπείνωση είναι η στολή της θεότητας. «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός» λέγει ο Χριστός. Αν θέλουμε να μιμηθούμε τον Χριστό, ας τον μοιάσουμε κυρίως σ’ αυτό.
«Ότι κάνεις το κάνω», λέγει ο Διάβολος στον άγιο Μακάριο, «μόνο στην ταπείνωση δεν μπορώ να σε μιμηθώ».
Ο Μ. Αντώνιος, όταν είδε τις παγίδες του Διαβόλου στημένες πάνω στη γη, είπε· «ποιος μπορεί να σωθεί;» και άκουσε μία φωνή· «ο ταπεινός».
«Πνεύμα υπομονής».
Ο άνθρωπος που δεν έχει τη χάρη του Θεού είναι ανυπόμονος. Όσο χαριτωμένος είναι κανείς, τόσο και υπομένει ατάραχος και γαλήνιος. Γνωρίζει πως ό,τι κι αν συμβεί λυπηρό και επώδυνο «συννεφάκι είναι και γρήγορα θα φύγει». Γνωρίζει ότι «τα παθήματα της παρούσης ζωής δεν είναι τίποτα μπροστά στη δόξα, που πρόκειται να φανερωθεί για μας» (Ρωμ. 8,18) και ότι «η προσωρινή και ελαφρή θλίψη μας προετοιμάζει για αιώνια και υπερβολικά υπερβολική σε βαρύτητα δόξα» (Β´Κο. 5,17). Γνωρίζει ότι όπως λέγει ο άγιος Χρυσόστομος «οι θλίψεις και οι πειρασμοί και όσα ανιαρά συμβαίνουν στη ζωή μας αποδεικνύουν την πρόνοια και το ενδιαφέρον του Θεού για μας, όχι λιγώτερο απ’ ότι αποδεικνύουν αυτό τα ευχάριστα». Γνωρίζει ότι η υπομονή των λυπηρών μας κάνει πιο αγίους απ’ ότι τα καλά και ενάρετα έργα. Ο Ιώβ ήταν μεγαλύτερος σε αρετή, όταν υπέμεινε τις δοκιμασίες που επέτρεψε ο Θεός να του επιφέρει ο Διάβολος, παρά όταν ευτυχούσε και αγαθοεργούσε. Η υπομονή ανέδειξε και τον φτωχό Λάζαρο ουρανοπολίτη και αναπαυόμενο στους κόλπους του Αβραάμ.
Όπως η γη χρειάζεται την βροχή, έτσι η ψυχή μας χρειάζεται την υπομονή, για να φυτρώσει και ν’ ανθήσει και να καρποφορήσει η πίστη, αλλά και κάθε αρετή. Καμμία αρετή χωρίς υπομονή δεν στέκεται. Αυτή εξασφαλίζει και συνδέει όλες τις αρετές.
«Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς ημών» (Λκ. 21,19) και «ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται» (Ματθ. 10,22). Πόσο δοκιμάζεται ο πιστός όταν αντιμετωπίζει δοκιμασίες, θλίψεις, πειρασμούς; Κι όμως αν σκεφθούμε ότι τα πολύτιμα μέταλλα μόνο με τη φωτιά μπορούμε να τα επεξεργασθούμε και να τα καθαρίσουμε, τότε μπορούμε να αντέξουμε στην οποιαδήποτε πύρωση. Όταν επίσης σκεφθούμε ότι η πίεση του νερού δημιουργεί την ομορφιά του σιντριβανιού, τότε καταλαβαίνουμε ότι για να εκτιναχτεί η προσευχή μας στον ουρανό χρειάζεται η οποιαδήποτε ψυχοσωματική πίεση, όσο κι αν αυτό μας στοιχίζει.
«Πνεύμα αγάπης».
Ας αφήσουμε τον άγιο Χρυσόστομο να μας περιγράψει την αγάπη με τη δική του χαριτόβρυτη γλώσσα.
«Ας σκεφτούμε πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας, αν υπήρχε παντού και σε πληρότητα. Φόνοι, μάχες, πόλεμοι, έριδες, συγκρούσεις, συκοφαντίες, κλεψιές, μίση, φθόνοι και άλλα πολλά δεν θα υπήρχαν. Θα είχε ξεχαστεί ολοτελώς η κακία. Η γη θα ξαναγινόταν παράδεισος.
»Η αγάπη είναι το μόνο χάρισμα που δεν έχει παρενέργειες. Τ’ άλλα χαρίσματα οδηγούν εις κενοδοξία και ανοησία αυτούς που δεν προσέχουν. Από μόνα τους, χωρίς να συνδυάζονται με την αγάπη, οδηγούν σε διαιρέσεις, διενέξεις, σχίσματα κάνουν τον άνθρωπο υπερήφανο, φιλόδοξο, αγέρωχο. Μόνο αυτός που αγαπά δεν κάνει τίποτα άσχημο, εκτός βέβαια από τον αμαρτωλό σαρκικό έρωτα. Η Αιγυπτία σύζυγος του Πετεφρή π.χ. είχε διαβολική αγάπη. Επίσης μερικές φορές συμβαίνει να έχουμε θεοποίηση του αγαπημένου προσώπου, πράγμα που είναι ειδωλολατρία. Κι αυτό βέβαια είναι κακό, αλλά και άρνηση της αγάπης. Αυτός που αγαπά δεν κάνει τον άλλο θεό, γιατί τον καταστρέφει.
»Αυτός που κάμει θαύματα και έχει τέλεια γνώση, χωρίς αγάπη, ακόμη κι αν αναστήσει χιλιάδες νεκρούς, ουδέν ωφελείται. Δεν έχει κοινωνία με τους συνδούλους του. Η αληθινή αγάπη σε κάνει να χαίρεσαι για τα χαρίσματα του άλλου και ν’ ανέχεσαι τα ελαττώματά του. Να χαίρεσαι με αυτούς που χαίρονται και να λυπάσαι με αυτούς που λυπούνται.
»Ο Χριστός είπε ότι σημείο της τελείας αγάπης προς τον Θεόν είναι να αγαπάς τον πλησίον σου. Σημείο της τελείας αγάπης προς τον Θεό να ποιμαίνεις τους αδελφούς, (πρβλ. Ιω. 21,15-17). «Πρώτη και μεγάλη εντολή είναι να αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου με όλη την καρδιά σου. Δευτέρα δε όμοια με αυτήν ν’ αγαπήσεις τον πλησίον ως εαυτόν» (Ματθ. 22, 37-39). Στο Θεό λέγει «μ’ όλη την καρδιά σου» στον πλησίον λέγει «ως εαυτόν», που είναι το ίδιο.
»Η αγάπη καθιστά ανίκανο τον Διάβολο. Όχι μόνον αυτόν αλλά και άλλοι εκατό χιλιάδες αν υπήρχαν. Διότι ευκολώτερα βαστά το ξηρό χόρτο την φωτιά, παρά ο Διάβολος την φλόγα της αγάπης.
Ο Θεός είναι αγάπη· άρα αυτός που έχει την αγάπη έχει τον Θεό μέσα του. Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις (Ιωάν. 13,35). «Μηδενί μηδέν οφείλετε, ει μη το αγαπάν αλλήλους» (Ρωμ. 13,5).
Συνεπώς κύριο αίτημα της κάθε προσευχής μας να αποκτήσουμε το χάρισμα της αγάπης.
«Ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Ο άγιος Εφραίμ, με την κατακλείδα αυτή της προσευχής του, ουσιαστικά εύχεται και πάλι ο Θεός να του δώσει την αγάπη, η οποία «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει» (Α´Κο. 13,7). Άλλοι εύχονται ο Θεός να τους δώσει το διορατικό, προορατικό, θαυματουργικό, προφητικό ή κάποιο άλλο εντυπωσιακό χάρισμα. Οι πατέρες, που ξέρουν ότι «αυτός που βλέπει τις αμαρτίες του είναι ανώτερος από αυτόν που βλέπει αγγέλους», ζητούν και εύχονται ο Θεός να τους δίδει το μεγάλο χάρισμα της αυτογνωσίας. Είναι πολύ δύσκολο να βλέπουμε τις άσχημες όψεις της προσωπικότητάς μας, διότι όλοι υποφέρουμε από ναρκισσισμό. Κι αν αυτό κάποτε το πετύχουμε, τότε ρέπουμε προς την απελπισία και την αυτοκαταστροφή. Η άσχημη πλευρά του εαυτού μας προκαλεί σε εμάς πόνο και λύπη, διότι αποδεικνύει ότι το είδωλο που πλάσαμε για την αφεντιά μας είναι ψεύτικο και «ο βασιλιάς είναι γυμνός». Το σωστό όμως είναι, μόλις γνωρίσουμε τις αδυναμίες μας, να προσπαθήσουμε πάση θυσία να τις καταπολεμήσουμε ή τουλάχιστον να εκλιπαρήσουμε τον Θεό να μας δεχθεί όπως είμαστε, χαρίζοντας το έλεος και τη χάρη του. Η παραβολή του τελώνη και του φαρισαίου έχει να μας πει πολλά για το θέμα μας.
Το να κατακρίνω τον αδελφό μου βοηθά στο να ξεχνώ τον εαυτό μου και να μη βλέπω τα λάθη μου. Αλλά συγχρόνως μου δίνει τη δυνατότητα να τον εξοντώσω όσο γίνεται και όσο μπορώ. Αυτό που έκανε ο Κάιν, χωρίς συστολή και χωρίς να τηρεί τα προσχήματα, εγώ το κάνω με πιο «πολιτισμένο» τρόπο και κάπως ηθικά ανεύθυνο. Δεν θέλω δήθεν το κακό του αδελφού μου, αλλά τον κριτικάρω, γιατί με καίει δήθεν η ηθική τάξη, που πρέπει να διέπει την κοινωνία μας, και το πέσιμό του.
Βεβαίως έρχονται στιγμές στη ζωή μας που πρέπει να κρίνουμε. Αλλά αυτό για να γίνεται σωστά πρέπει να γίνεται με πόνο ψυχής και δάκρυα. Το ευαγγέλιο (Ματθ. 18,15-17) μας δίδει τον τρόπο που μπορούμε να ελέγξουμε κάποιον. Πρέπει να τον βρούμε κατά μόνας και ιδιωτικά, ευγενικά και διακριτικά να υποδείξουμε την πληγή του. Αν δεν μας ακούσει, τότε να πάρουμε μαζί μας ένα ή δύο μάρτυρες για να του επιστήσουμε την προσοχή. Κι αν παρά ταύτα δεν μας ακούσει, ας το πούμε στην Εκκλησία. Αν δεν ακούσει και την Εκκλησία, τότε, ας είναι όπως ένας ειδωλολάτρης ή ένας τελώνης, οι οποίοι βρίσκονται εκτός Εκκλησίας και δεν έχουμε λόγο να ενδιαφερόμαστε γι’ αυτούς.
Η ευχή του αγίου Εφραίμ του Σύρου ας συνοδεύει πάντοτε την ζωή μας. Είναι τόσο πολύτιμη και ψυχωφελής.
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ