ΠΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ Περί Θεού

Αν έλεγα, ότι το θρησκευτικό μου συναίσθημα το προκάλεσε ή το επηρέασε κάποιο ιδιαίτερο βίωμα, θα εξαρτούσα το συναίσθημα αυτό από μίαν εμπειρία, από κάτι το αισθητό ή και νοητό, πόυ θα αναιρούσε τη μυστική αυτονομία του. Η μόνη εμπειρία, που δεν θα αναιρούσε την αυτονομία του θρησκευτικού συναισθήματος, είναι το θαύμα. Αλλά δεν αξιώθηκα –ούτε τόλμησα να επίθυμήσω– να ιδώ ένα θαύμα στη ζωή μου.

Το ερώτημα, πώς αντικρύζω το πρόβλημα του Θεού, προϋποθέτει τη δυνατότητα - μιά δυνατότητα, που είναι τρομερή–να λύσω το πρόβλημα τούτο.

Αλλά η ουσία του Θεού είναι “ανέκφαντος”. Δεν μου δόθηκε η χάρις ν' αντικρύσω το “άκτιστον” φως του Θεού.

Μίλησα άλλοτε πολύ γιά τον Θεό. 'Ισως περισσότερο από ό,τι θάπρεπε. “Υβρίζει δε ο την ουσίαν αυτού περιεργαζόμενος”, είπε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον δεύτερο Λόγο του “Περί του ακαταλήπτου”.

Ακόμα και στο ερώτημα, αν υπάρχει Θεός, απαντώ σήμερα μόνον όταν είμαι ολομόναχος, τόσο πολύ μόνος, ώστε –αν με ακούει κάποιος– δεν μπορεί ο κάποιος αυτός νάναι άλλος από τον ίδιο το Θεό.

Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού το αντικρύζω αδιάκοπα επάνω στο Σταυρό. Δεν επορεύθηκα μαζί του “εις κώμην..., ή όνομα Εμμαούς”, αλλά και δεν χρειάσθηκε να ιδώ στα χέρια του “τον τύπον των ήλων”. Και δίχως την Ανάσταση θα πίστευα στη θειότητα και στην αθανασία του Εσταυρωμένου.

Δεν γνωρίζω τίποτε γιά την “ψυχή”. Γνωρίζω μόνον, ότι άψυχο σώμα δεν θάταν ούτε κάν σώμα. Αλλά τί μπορώ να πω γιά την ψυχή, όταν χωρίζεται από το σώμα;

Η Εκκλησία του Χριστού θα πάρει την άξια θέση της στον σύγχρονο κόσμο, αν ξαναγυρίσει στην αφετηρία της, αν ξαναγίνη η στέγη και η καταφυγή των αδικημένων και κατατρεγμένων. Γιά να εκσυγχρονισθεί η Εκκλησία, πρέπει να καταδεχθεί να κατεβεί πάλι στις Κατακόμβες.

Τα Καίσαρος τω Καίσαρι. Αλλά όχι και τα του Θεού τω Καίσαρι!

 

Παναγιώτης ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

(Περιοδικό “Ευθύνη”, Απρίλιος 1974)

επιμέλεια: αρχιμ. Μελέτιος Απ. Βαδραχάνης

 

Κορυφή