Η κρίση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα δεν είναι χειρότερη από εκείνη στην οποία είχε περιέλθει η πατρίδα μας, μετά την ήττα του πολέμου του 1897 και την ομολογία του μεγάλου πολιτικού Χαριλάου Τρικούπη «δυστυχώς επτωχεύσαμεν».
Εκείνη όμως την εποχή πριν 100 χρόνια, ανέλαβε το έργο της ανορθώσεως της χώρας μας στο χάος που επικρατούσε, ο εμψυχωτής του Ελληνισμού, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και «για το μεγάλο ξεκίνημα που ετοίμαζε, που θα γινόταν το θεμέλιο της σύγχρονης Ελλάδας, χρειαζόταν δυο πράγματα ενθουσιασμός και πειθαρχία. Το πρώτο το φύσησε στις ψυχές με την πίστη του. Το δεύτερο το επέβαλε με τη δύναμή του.
Στο μεγάλο ανορθωτικό έργο του ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν ήταν μόνος του, αλλά είχε επιλέξει και σπουδαίους συνεργάτες, μεταξύ των οποίων ο κορυφαίος ήταν ο Υπουργός Δικαιοσύνης και εκ της Γορτυνίας καταγόμενος Νικόλαος Δημητρακόπουλος, διακεκριμένος νομομαθής, ο οποίος, λόγω των «πολεμικών απομνημονευμάτων» που είχε συγγράψει, από τη συμμετοχή του στον πόλεμο του 1897, ασκήθηκε δίωξη εναντίον του και εισήχθη σε δίκη, όπου έλαμψε η δικηγορική του δεινότητα και πειστικότητα και δεν του επεβλήθη ποινή. Πριν αναλάβει την διακυβέρνηση ο Βενιζέλος, ο Δημητρακόπουλος είχε αρνηθεί υπουργικά αξιώματα και τη θέση του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο. Εισερχόμενος στην Κυβέρνηση το 1910, ως Υπουργός Δικαιοσύνης, το πρώτο που έπραξε ήταν να δώσει «στην ύπαιθρο Ελλάδα το αίσθημα, αλλά και την πραγματικότητα της απόλυτης τάξης και της ασφάλειας». Την εποχή εκείνη η ύπαιθρος εμαστίζετο από τους ζωοκλέφτες και τους φυγόδικους και ο αγροτικός πληθυσμός υπέφερε απ’ αυτούς, οι οποίοι απολάμβαναν της προστασίας των βουλευτών, πολλοί των οποίων στήριζαν την εκλογική τους δύναμη στην τρομοκρατία, που ασκούσαν στον πληθυσμό οι φυγόδικοι. Εισήγαγε στη βουλή «νομοσχέδιο περί φυγοδικίας», με το οποίο καθιστούσε ως χωριστό και ιδιαίτερο αδίκημα τη φυγοδικία και σε τιμωρούσε ανάλογα με τη διάρκεια της φυγοδικίας και τη διαγωγή που έδειξες όσο ήσουν φυγόδικος. Θέσπιζε ποινές και για κείνους που έκρυβαν τους φυγόδικους ή γνώριζαν που εκρύβοντο και δεν τους μαρτυρούσαν. Επίσης θέσπιζε και αμοιβές, για εκείνους που βοηθούσαν τα καταδιωκτικά όργανα για να τους συλλάβουν, αλλά περιέλαβε και διάταξη, με την οποία θεωρείτο άκυρη κάθε νομική πράξη του φυγόδικου σχετική με την μεταβίβαση της περιουσίας του. Συγχρόνως δε μετέτρεψε τις μικρές ποινές σε χρηματικές ποινές. Το αποτέλεσμα των μέτρων ήταν καταπληκτικό και ο Σπύρος Μελάς το διασώζει παραστατικά αναφέροντας το εξής·
Το αίσθημα ασφάλειας
«Ένα επεισόδιο μου ‘δωσε όλη την εικόνα της μεταβολής που είχε γίνει. Σε μια εκδρομή από τη Ζαχλωρού –Μέγα Σπήλαιο– στα Καλάβρυτα, κατά μήκος του Βουραϊκού, είχαμε σταματήσει σ’ ένα χάνι –περίφημο την εποχή εκείνη– το λεγόμενο «της Αριστοτέλαινας». Ο Αριστοτέλης ήτανε μακαρίτης, η δε χήρα, μια γυναικάρα, μια χωριάτισσα μνημειώδης, διατηρούσε αυτό το χάνι σ’ ένα γραφικό γύρισμα της ακροποταμιάς, οπού ο οδοιπόρος, κάτω από τον ίσκιο πλατάνων και ανάμεσα σ’ όρνιθες, γουρούνια κι ένα σκύλο, μπορούσε να καθίσει και να πάρει λιτό πρόγευμα με αυγά, τυρί, μαύρο σταρένιο ψωμί και κρασάκι. Όταν καθίσαμε, η Αριστοτέλαινα ήρθε κοντά μας, ανασκουμπωμένη, κατακόκκινη και ιδρωκοπημένη, για να μας ρωτήσει·
-Αθηναίοι είσαστε;
-Μάλιστα.
-Άμα γυρίσετε, με το καλό, στην Αθήνα, θα τον ιδείτε… τον Μπεντζέλο; Δεν ήξερε ούτε το όνομά του να πει.
-Θα τον δούμε…
-Να του πείτε χαιρετίσματα από μένα την Αριστοτέλαινα.. Και πως ούλος ο Μοριάς δοξάζει τα’ όνομά του… και θα του κάνουμε εικόνισμα, που λέει ο λόγος. Και θα του ανάβουμε καντήλι… Αυτό να του πείτε..
-Θα του το πούμε… Αλλά τι καλό σου’ κανε εσένα, κυρά Αριστοτέλαινα;
-Τι καλό μού’ κανε … Αμολάω το μαρτίνι στο λιβάδι να βοσκήσει… και τ’ ακούω να βελάζει μέχρι το βράδυ…Αυτό μου ’κανε!
-Γιατί πριν δε βέλαζε, δηλαδή;
Πού να βελάξει; Τ’ άφηναν οι κλέφτες;
Αυτό το αίσθημα ασφάλειας, που έλειπε και που φύτεψε στις ψυχές των Ελλήνων η Ανορθωτική Κυβέρνηση, έδωσε στο λαό την εντύπωση, ότι συντελείται αληθινή αναγέννηση στα πράγματα της Πολιτείας. Μετά τους νόμους περί φυγοδικίας και ζωοκλοπής και την αποκατάσταση της ασφάλειας στην ύπαιθρο, ήταν η ανάπλαση της Δικαιοσύνης..»
Δικαιοσύνη και για τους δικαστές
Στο θέμα της Δικαιοσύνης υπήρξε αμείλικτος, αφού σε επτά μήνες, αφ’ ότου ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, είχε επιβάλει τόσες πειθαρχικές ποινές σε Δικαστές, όσες δεν είχαν επιβληθεί όλη την προηγούμενη δεκαετία, χωρίς διάκριση ανωτέρων και κατωτέρων. Διενεργούσε ο ίδιος αιφνιδιαστικούς ελέγχους σε ολόκληρη την χώρα για να διαπιστώσει προσωπικώς εάν ο Ανακριτής, ο Δικαστής, ο Εισαγγελεύς έκαναν το καθήκον τους. Ήταν τέτοια η μεταβολή στο ρυθμό και στο ήθος της λειτουργίας του δικαστικού κλάδου, ώστε ένας βουλευτής Αχαΐας, όπως μας περιγράφει και πάλι ο Σπύρος Μελάς, του είπε μια μέρα·
« –Είναι περίεργο αυτό που συμβαίνει, κύριε υπουργέ…Άλλοτε όταν κατέβαινα στην επαρχία μου, με περικύκλωναν οι ψηφοφόροι μου και μου ζητούσαν να παρέμβω, πότε στον άλφα πότε στον βήτα δικαστή για τις δουλειές τους. Εδώ και λίγο καιρό, δεν μου ζητούν πια τέτοια πράγματα…
Σ’ αυτό του απάντησε ο Δημητρακόπουλος.
–Οι ίδιοι άνθρωποι είναι και οι ψηφοφόροι σας και οι δικαστές. Αλλά οι πρώτοι κατάλαβαν, ότι προκειμένου δια την δικαιοσύνη, δεν υπάρχουν πλέον χαριστικές πράξεις, ώστε να σας ενοχλούν ασκόπως. Οι δε δικαστές κατάλαβαν, ότι ο καιρός της βουλευτοκρατίας παρήλθε, ότι από τον βουλευτή δεν έχουν να φοβούνται τίποτε αλλά από τον Υπουργό τα πάντα, αν συλληφθούν χαριζόμενοι.
Αλλά δεν επέβαλε μόνο ποινές ο Δημητρακόπουλος. Ήξερε και να βάζει το στήθος του και να υπερασπίζει το δικαστικό σώμα από κάθε απόπειρα της εκτελεστικής εξουσίας να το αλώσει. Η αγόρευση του υπέρ της μονιμότητας των δικαστών στην Αναθεωρητική βουλή, όταν πολλοί βουλευτές ζητούσαν να ανασταλεί η μονιμότητα για να πετάξουν δικαστές στο δρόμο και να προσπαθήσουν να τρυπώσουν δικούς τους, είναι αληθινό μνημείο βαθύτατης γνώσης του θέματος και ορθοφροσύνης. Αντιστάθηκε σε όλες τις επιθέσεις και τέλος είδε τον Βενιζέλο να παρεμβαίνει και να δίδει τη νίκη στις απόψεις του….».
Αυτός υπήρξε ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος, άνδρας ήθους και αρχών, που με τα δεκατρία νομοσχέδια, που έφερε στη Βουλή για τη Δικαιοσύνη, ώστε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στις παραμονές των εκλογών του Μαρτίου του 1912, κάμνοντας απολογισμό του έργου, άρχιζε από τη Δικαιοσύνη. Πίστευε ότι δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή διόρθωση των δημοσίων οικονομικών της Πατρίδος άνευ της δικαστικής ανορθώσεως.
Οι φυλακές και ο πολεμοκάπηλος Ζαχάρωφ.
Χαρακτηριστικό του αδαμάντινου χαρακτήρα του είναι και το γεγονός ότι, όταν στην βουλή γινόταν συζήτηση πάνω στο νομοσχέδιο για την ανέγερση των φυλακών και τόνιζαν την οικονομική δυσχέρεια του Κράτους, είχε έλθει στην Αθήνα ο περίφημος Ζαχάρωφ, ένας Έλληνας πάμπλουτος επιχειρηματίας-προμηθευτής υλικών πολέμου σε διάφορα κράτη. Είχε συναντήσει το Βασιλιά Γεώργιο και είχε ιδεί και τον Βενιζέλο και είχαν μιλήσει για πολλά θέματα. Ο Γεώργιος τον είχε βολιδοσκοπήσει για το θέμα των φυλακών και τον βρήκε με καλή διάθεση. Τότε κάλεσαν τον Δημητρακόπουλο στο παλάτι και του συνέστησε να τον δει και να λυθεί το ζήτημα των νέων φυλακών. Ιδού η συνέχεια·
«Ο Δημητρακόπουλος κατσούφιασε·
–Δεν θα τον δεχθώ, Μεγαλειότατε –απάντησε κοφτά– εγώ ως Υπουργός της Δικαιοσύνης, δεν δίδω το χέρι μου στο Ζαχάρωφ!...
-Γιατί, ρώτησε κατάπληκτος ο Γεώργιος.
-Γιατί, Μεγαλειότατε, ο άνθρωπος αυτός, προμηθευτής του ρωσικού στρατού στο Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, φάνηκε τόσο ασυνείδητος, ώστε από τα χαλασμένα τρόφιμα που έστελνε, δηλητηριάσθηκαν ένα σωρό δυστυχείς Ρώσοι στρατιώτες, που πολεμούσαν για την τιμή της πατρίδας τους. Και δεν είναι η μόνη βρωμιά που έχει διαπράξει.
Μάταια ο Γεώργιος του τόνισε την πρακτική πλευρά της δουλειάς και επέμενε να τον δεχθεί, χάριν του ζητήματος των φυλακών. Ο Δημητρακόπουλος έμεινε άκαμπτος.
–Δεν είναι ηθικώς επιτετραμένον, Μεγαλειότατε –του είπε– εις το Κράτος, να έλθει εις τη ελεεινή θέση ν’ ανακηρύξει ευεργέτη του ή δωρητή τον Ζαχάρωφ, αλλά και η έννοια της δικαιοσύνης και της ηθικής θα υφίστατο πλήγμα, δια της εμπράκτου εφαρμογής της αρχής, ότι δια των χρημάτων το παν αποκτάται και το παν αμνηστεύεται».
Οι σημερινοί Υπουργοί της Δημοσίας Τάξεως (ή Προστασίας του πολίτη, όπως μετονομάσθηκε) και Δικαιοσύνης, δεν έχουν παρά να παραδειγματισθούν από αυτόν τον άνδρα, εάν θέλουν ο πολίτης πράγματι να αισθάνεται ασφαλής και όχι, όπως συμβαίνει σήμερα, που αισθάνεται ανασφαλής και μάλιστα σε ορισμένες περιοχές, όταν κυκλοφορεί· και να αισθάνεται ότι πράγματι υπάρχει δικαιοσύνη για όλους και όχι, όπως συμβαίνει σήμερα, που ουσιαστικά ισχύει η ρήση του Δημητρακόπουλου «ότι δια των χρημάτων το παν αποκτάται και το παν αμνηστεύεται». Δεν χρειάζονται λόγια, ο λαός ζητεί πράξεις, γιατί αλλιώς και οι σημερινοί υπουργοί θα έχουν την τύχη των προκατόχων τους.
Βασίλειος Ν. Θεοτοκάτος
Πρόεδρος Ανώτατης Συνομοσπονδίας
Πολυτέκνων Ελλάδος-Δικηγόρος
«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ» 15-04-2010
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ