ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 

  Μεγάλη ἄγνοια καὶ σύγχυση ἐπικρατεῖ πάνω στὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας. Μερικοὶ ἐννοοῦν ὡς Ἐκκλησία τὸ ναό. Λέμε «πᾶμε στὴν Ἐκκλησία» καὶ ἐννοοῦμε ὅτι πᾶμε στὸ ναό. Βέβαια εἶναι σωστὴ ἡ ἔκφραση αὐτὴ διότι στὸ ναὸ λαμβάνει χώρα ἡ βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα, ἐκεῖ εἶναι οἱ ἄγγελοι, ἐκεῖ παρευρίσκονται οἱ ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν μας, ἐκεῖ εἶναι οἱ ἱερεῖς μας, ἐκεῖ βρίσκονται οἱ λαϊκοὶ καὶ ὅλοι ἐμεῖς συναπαρτίζουμε αὐτὸ ποὺ λέμε Ἐκκλησία. Ἡ κοινωνία, ἡ ἑνότητα καὶ ὁ σύνδεσμος ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ Θεοῦ, ἀγγέλων, ἀνθρώπων καὶ ποὺ παίρνει σάρκα καὶ ὀστὰ μὲ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀποτελεῖ τὴν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὅμως λάθος νὰ ταυτίσουμε τὸ ναὸ μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἡ θεία λειτουργία μπορεῖ νὰ γίνει καὶ σὲ οἶκο, ἐξ οὐ καὶ ἡ «κατ’ οἶκον Ἐκκλησία» ποὺ συναντᾶμε στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἢ σὲ κάποιο ἵδρυμα, ἢ στὴν ἐξοχή, ἀνάλογα μὲ τὴν περίπτωση ποὺ ἀπαιτοῦν οἱ ποιμαντικὲς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ. Στοὺς διωγμοὺς δὲν ὑπῆρχαν ναοὶ ἀλλὰ ὑπῆρχε ἡ Ἐκκλησία. Στὶς κατακόμβες καὶ σ΄ ἄλλα κρυφὰ μέρη τελοῦσαν τὸ μυστήριό της Θείας Εὐχαριστίας τὸ ὁποῖο συνιστᾷ τὴν Ἐκκλησία.

  Ἄλλοι πάλι ἔχουν τὴ λαθεμένη ἄποψη ὅτι Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἱερατεῖο καὶ μάλιστα οἱ ἐπίσκοποι. «Τί κάνει γιὰ τὸ ἃ κοινωνικὸ ἢ γιὰ τὸ β ἠθικὸ πρόβλημα ἡ Ἐκκλησία» ἀκοῦμε νὰ λένε ἢ συζητοῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καθημερινά. Καὶ ἐννοοῦμε φυσικὰ ὄχι τὴ κοινωνία τῶν Χριστιανῶν ἀλλὰ τὴν ἡγεσία, αὐτοὺς ποὺ διοικοῦν, τοὺς ἱερεῖς καὶτοὺς ἐπισκόπους. Κατὰ τὴ διδασκαλία ὅμως τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν πατέρων καὶ διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μόνο οἱ ἱερεῖς δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Βέβαια «χωρὶς τούτων Ἐκκλησία οὗ καλεῖται» λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἀλλὰ μόνοι τους δὲν ἀποτελοῦν τὴν Ἐκκλησία.

  Τί εἶναι λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία; Στὴ Γραφὴ καὶ στοὺς πατέρες δὲν ὑπάρχει ὁρισμός της. Μόνο συμβολικὲς ἐκφράσεις καὶ εἰκόνες ὑπάρχουν καὶ μάλιστα στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἄπ. Παύλου. Καὶ δὲν ὑπάρχει ὁρισμὸς γιατί ἡ Ἐκκλησία δὲν ὁρίζεται, δὲν χωράει σὲ λογικοὺς ὁρισμούς. Εἶναι τὸ μέγα μυστήριο τοῦ Θεοῦ ποὺ φανερώθηκε στὸν κόσμο μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως λέμε' «Πιστεύω…εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησία».

  Ἐν τούτοις ἁπλά-ἁπλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι Ἐκκλησία εἶναι Θεανθρώπινος ζωντανὸς ὀργανισμὸς ποὺ περιλαμβάνει ἕνα σύνολο ἀνθρώπων μὲ κοινὴ πίστη καὶ ζωή. Λοιπὸν ὅσοι πιστεύουν στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅσοι βαπτίσθηκαν, ὅσοι τέλεσαν τὸ μυστήριό του Χρίσματος, ὅσοι ἀκοῦνε καὶ διαβάζουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅσοι τρέφονται μὲ τὴ σάρκα καὶ τὸ αἷμα Του, ὅσοι προσπαθοῦν νὰ συμμορφώσουν τὴ ζωή τους μὲ τὸ θέλημά Του, ὅλοι αὐτοὶ –κληρικοὶ καὶ λαϊκοί- ἀποτελοῦν τὴν Ἐκκλησία. Βέβαια αὐτοὶ ποὺ διοικοῦν τὴν Ἐκκλησία, οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ κληρικοί μας, ἔχουν αὐξημένη εὐθύνη γιὰ ὅσα συμβαίνουν καὶ ὁ κύριος ρόλος ἀνήκει σ’ αὐτούς. Καὶ ὅπως ἀνεφέρθη ἤδη «χωρὶς τούτων Ἐκκλησία οὗ καλεῖται». Αὐτὸ ὅμως ὅπως παρατηρεῖ ἀκαδημαϊκὸς θεολόγος «δὲν σημαίνει οὔτε τὴν ἀπαλλαγὴ τῶν λαϊκῶν ἀπὸ κάθε εὐθύνη, οὔτε τὴν ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ διοίκησή της. Αὐτὸ εἶναι καὶ θεολογικὰ ἀνεπίτρεπτο ἀλλὰ καὶ ψυχολογικὰ ὕποπτο». Καὶ ἐξηγήσαμε γιατί θεολογικὰ δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὴ ἡ ταύτιση κλήρου καὶ Ἐκκλησίας. Πρέπει ὅμως νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ταύτιση αὐτὴ ὀφείλεται μερικὲς φορὲς καὶ σὲ ἀπολυταρχικὲς τάσεις ἠμῶντῶν κληρικῶν ποὺ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ἐξουσία κατὰ τὴν ἁγία Γραφὴ εἶναι διακονία, εἶναι βοήθεια, εἶναι διακριτικὴ κηδεμονία, εἶναι προώθηση τῶν λαϊκῶν σὲ ἐνεργοὺς ρόλους ἐκκλησιαστικῆς δράσεως καὶ συμμετοχῆς στὰ ἐκκλησιαστικὰ δρώμενα, εἶναι ἀνάθεση εὐθύνης σὲ ἐκκλησιαστικὰ διακονήματα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὅμως πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ταύτιση κλήρου καὶ Ἐκκλησίας βολεύει ψυχολογικὰ τοὺς λαϊκοὺς νὰ κρατοῦν μία τακτικὴ Πιλάτου. Νίβουν τὰ χέρια τους, θεωροῦν ὅτι δὲν φέρουν εὐθύνη γιὰ τὴ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ ὅτι κακὸ συμβαίνει «φταῖνε οἱ παπάδες, οἱ δεσποτάδες' αὐτοὶ εἶναι ἡ Ἐκκλησία». Ἔτσι ὁ ἐφησυχασμὸς τῶν λαϊκῶν καὶ ὁ συγκεντρωτισμὸς τῶν κληρικῶν ἑδραιώσανε τὸ «δόγμα» τῆς ταυτίσεως τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ διοίκησή της. Ἐδῶ φαίνεται αὐτὸ ποὺ λένε οἱ πατέρες ὅτιφαύλη ζωὴ δημιουργεῖ μὴ ὀρθόδοξα δόγματα.

  Λοιπὸν ἂς ἐπαναλάβουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορᾷ ὅτι Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι μας. Ὁ καθένας στὸ χῶρο καὶ στὸ πόστο ποὺ τὸν ἔταξε ὁ Θεὸς.Ὅλοι ἔχουμε μία θέση καὶ συνεπῶς μιὰ εὐθύνη γιὰ ὅ,τι γίνετε στὴν Ἐκκλησία μας. Ἑπομένως τὸ ἐρώτημα ποῦ θέτουμε πολλὲς φορὲς μεταξύ μας «τί κάνει ἡ Ἐκκλησία γι’ αὐτὸ τὸ θέμα;» ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ ἐρώτημα «τί κάνουμε ἐμεῖς γι’ αὐτὸ τὸ θέμα;». Ἐμεῖς ποὺ μπορεῖ νὰ μὴ εἴμαστε ἱερεῖς καὶ ἐπίσκοποι ἀλλὰ εἴμαστε οἱ πιστοί, τὸ ποίμνιο χάριν τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν οἱ ποιμένες. Ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐγκύκλιο ποὺ ἀπηύθυναν οἱ πατριάρχες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὶς6 Μαΐου τοῦ1848,εἴμαστε τὸ «σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ φύλαξ τῆς Ἐκκλησίας».

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

 

Κορυφή