Τα πρόσωπα που κυριαρχούν στην περικοπή που διαβάζουμε στην Υπαπαντή του Χριστού μας (Λκ. 2,22-38) είναι ο δίκαιος και ευλαβής Συμεών, που είχε Πνεύμα Άγιο πάνω του, και η Άννα η προφήτις, η οποία δεν απομακρυνόταν από την περιοχή της αυλής του ναού του Σολομώντος και λάτρευε συνεχώς το Θεό, νύχτα και ημέρα, με νηστείες και δεήσεις. Η Άννα ήταν χήρα, που είχε ζήσει μόνο 7 χρόνια με τον άνδρα της και είχε φθάσει τη στιγμή εκείνη στα 84 έτη της ηλικίας της. Δηλαδή είχε ζήσει παρθενικά 77 ολόκληρα χρόνια.
Κάνω μία παρένθεση· τι είναι η χηρεία;Είναι μια κλήση του Θεού, στον άνδρα ή τη γυναίκα που απομένει και μάλιστα στη γυναίκα, να ζήσει μια έντονη πνευματικά ζωή. Τη θέση του εκλιπόντος προσώπου την καταλαμβάνει ο Θεός. Ο εισερχόμενος στην κατάσταση της χηρείας θα γνωρίσει νέες θεϊκές εμπειρίες. Η χηρεία είναι ισότιμη και ισάξια με την παρθενία. Δεν είναι τιμωρία και παραδειγματισμός αλλά εύνοια και ιδιαίτερη τιμή. Είναι μαρτύριο αλλά μαρτύριο δόξας και θριάμβου.
Ας θυμηθούμε την διακόνισσα Ολυμπιάδα, η οποία και αυτή ήταν παντρεμένη και χήρεψε πολύ νωρίς. Και ο άγιος Χρυσόστομος την κατατάσσει στο τάγμα των παρθένων γυναικών, γιατί παρθένος κατά τον Παύλο δεν είναι αυτή που δεν γνώρισε συνουσία, αλλά αυτή που κοιτάζει πως να αρέσει στον Κύριο (Α´Κορ. 7,32). Ο παντρεμένος όμως «μεριμνά τα του κόσμου»· κοιτάζει πως να αρέσει στον σύντροφό του (Α´Κορ. 7,33).
Ας θυμηθούμε την αγία Σοφία της Κλεισούρας (1883-1974), η οποία και αυτή ήταν παντρεμένη και είχε και παιδί, αλλά ο εξαφανισμός του συζύγου της κατά τον Α´Παγκόσμιο πόλεμο και ο χαμός του παιδιού της την οδήγησαν να ζήσει σαν ασκήτρια και κατά Χριστόν σαλή στο μοναστήρι της Κλεισούρας Καστοριάς, που είναι αφιερωμένο στο γενέσιο της Θεοτόκου, και να καταστεί έτσι νεωτέρα αγία της Εκκλησίας μας.
Στην αρχαία Εκκλησία υπήρχε το τάγμα των χηρών, το οποίο απολάμβανε την τιμή του σημερινού μοναχικού τάγματος. Βέβαια ο Παύλος ξεκαθαρίζει (Α΄ Τιμ. 5,3-16) ποια είναι η όντως αφιερωμένη χήρα και ποια είναι η κοσμική και φιλόσαρκη και συνιστά στην πρώτη να ζει όπως μια μοναχή, στην δε δεύτερη να παντρεύεται. Η αφιερωμένη χήρα ελπίζει στον Θεό και προσμένει να περάσει η υπόλοιπη ζωή της με δεήσεις και προσευχές νύχτα και ημέρα.
Ποιο ήταν το κύριο γνώρισμα του Συμεών και της Άννας; Αντιλαμβανόταν την παρουσία του Θεού.Ήρθε ο Χριστός ως βρέφος μαζί με τον Ιωσήφ και την Παναγία στον ναό. Και ενώ κανένας δεν αντιλήφθηκε τη Θεότητα του Χριστού, ο Συμεών και η Άννα την αντελήφθησαν και ο μεν Συμεών είπε το «νυν απολύεις…» (Λκ. 2,29), η δε Άννα δοξολογούσε τον Κύριο, και μιλούσε γι’ αυτόν σε όλους, όσοι περίμεναν λύτρωση στην Ιερουσαλήμ (στιχ. 38).
Το χάρισμα να αντιλαμβάνεται κανείς την παρουσία του Θεού στην αγία Γραφή είναι σπάνιο.
Ο πάγκαλος και δίκαιος Ιωσήφ, όταν η γυναίκα του Πετεφρή του προτείνει να κοιμηθούν μαζί, εκείνος της απαντά· «πως ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο, και αμαρτήσομαι εναντίον του Θεού» (Γεν. 39,9); Ο Ιωσήφ αισθάνεται την πανταχού παρουσία του Θεού, την οποία αγνοεί εντελώς η πονηρή γυναίκα.
Στο ευαγγέλιο τριγυρίζουν πολλοί τον Χριστό, τον ακολουθούν, τον ακούνε, τον ρωτούν, τον πιέζουν με τα σώματα τους, λόγω συνωστισμού. Κι όμως μόνο η αιμορροούσα παίρνει τη θεία του δύναμη, γιατί μόνο αυτή τον αγγίζει σαν Θεό.
Ο εκατόνταρχος έχει ανώτερη πίστη από την αιμορροούσα. Πιστεύει ότι δεν χρειάζεται να έρθει ο Χριστός στο σπίτι του για να θεραπεύσει τον υπηρέτη του. Δεν χρειάζεται υλική επαφή. Απλώς και μόνο μ’ ένα του λόγο, κι από μακριά, μπορεί η θεία του δύναμη να ενεργήσει.
Οι ανοιχτομάτηδες φαρισαίοι δεν αναγνωρίζουν την θεότητά του, ενώ ο τυφλός Βαρτιμαίος την αισθάνεται και κραυγάζει με όλη τη δύναμη της ψυχής του να τον ελεήσει, ενώ οι παρευρισκόμενοι τον εμποδίζουν.
Η Χαναναία κράζει· «ελέησόν με Κύριε, υιέ Δαυΐδ». Λέγει ο απόστολος Παύλος· «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α΄ Κορ. 12,1). Κανένας δεν μπορεί να πει τον Ιησούν Κύριον, δηλαδή Θεό, αν δεν έχει Πνεύμα Άγιο. Και παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ότι η Χαναναία, αν και αλλόφυλη και το κυριώτερο αλλόθρησκη, εν τούτοις έχει Πνεύμα Άγιο. Διότι το Άγιο Πνεύμα όταν βρει πίστη, ταπείνωση, επιμονή και πόθο να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό κινείται ενίοτε και στους εθνικούς, ενώ αφήνει απνευμάτιστους τους αδιάφορους, που βρίσκονται εντός περιουσίου λαού ή και της Εκκλησίας.
Ο ληστής, στον σταυρό, ενώ όλοι κοροϊδεύουν και χλευάζουν τον Ιησού και μιλούν υβριστικά γι’ αυτόν εκείνος αναγνωρίζει τη θεότητά του και λέγει· «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λκ. 23,42).
Ο Χριστός όταν παρέδωσε το πνεύμα του πάνω στον σταυρό, σχίσθηκε το καταπέτασμα του ναού, έγινε σεισμός και σπάσανε πέτρες· όπως και τα μνήματα άνοιξαν και πολλοί των κεκοιμημένων αγίων αναστήθηκαν και εισήλθαν στα Ιεροσόλυμα και εμφανίστηκαν σε πολλούς. Κι ενώ όλοι τα είδαν αυτά μόνο ο εκατόνταρχος και οι στρατιώτες του αναφώνησαν «Αληθώς Θεού υιός ην ούτος» (Ματθ. 27,50-54).
Σήμερα που υπάρχει παρουσία Θεού;
α΄) Όπου υπάρχουν δύο ή τρεις συνηγμένοι στο όνομα του Χριστού.
β΄) Όταν διαβάζεται η αγία Γραφή και μετά γίνεται το κήρυγμα. «Τάδε λέγει Κύριος».
γ΄) Στη θεία Κοινωνία. Υπάρχει σωματική παρουσία του Χριστού. Δεν είναι μόνο αόρατα παρών, αλλά και σωματικά στα είδη του άρτου και του οίνου. Και δεν μπορούμε απλώς να τον αγγίσουμε όπως η αιμορροούσα ή να τον πάρουμε αγκαλιά όπως ο Συμεών, αλλά και να τον πάρουμε μέσα μας, στο είναι μας, στην καρδιά μας, στην ψυχή μας.
δ΄) Όταν δούμε πεινασμένο, διψασμένο, ξένο, γυμνό, άρρωστο, φυλακισμένο να αισθανόμαστε την παρουσία του Θεού. Ας θυμηθούμε την παραβολή της κρίσεως κι ας θυμηθούμε το πατερικό απόφθεγμα «είδες τον αδελφό σου είδες τον Θεό σου».
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ