Αθεΐα· μία σκέψη αφροσύνης.

«Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ

αὑτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός»

(Ψαλ. 13,1 και 52,2)

 

Ζήτω! Απελευθερωθήκαμε απ’ όλες τις αιώνιες αξίες. Αποτινάξαμε τον βαρύ ζυγό της χριστιανικής πίστεως. Δε νιώθουμε την ανάγκη του Θεού, ούτε τη ζέση της ευλογημένης πίστεώς μας, καθότι είμαστε αυτάρκεις. Μπορούμε να ζήσουμε μόνοι μας. Έχουμε μυαλό, λογική, δικές μας δυνάμεις και απόλυτα ξιπασμένοι προελαύνουμε στη ζωή. Επιτέλους η ψυχή μας ελεύθερη να λεηλατηθεί από το κενό. Γιατί η απελευθέρωση αυτή μας οδήγησε σε μία υποδούλωση ουσιαστική σ’ έναν φοβερό δυνάστη. Στο άγχος του αθεϊσμού. Όλα στις μέρες μας καταδυναστεύονται από την ανίατη αυτή ασθένεια. Αφού περιφρονήσαμε τον πραγματικό Θεό, θελήσαμε να γίνουμε οι ίδιοι θεοί, όπως οι πρωτόπλαστοι, και προφήτες να προλέγουμε τους ανυπάρκτους ορίζοντας της ευτυχίας, σαν τους ψευδοπροφήτες του Ισραήλ. Τώρα ας αφεθούμε στο βίτσισμα της φθινοπωρινής βροχής, της ποθητής απιστίας μας και ας ψυγούμε στην παγωνιά της ψυχικής μοναξιάς μας.

Με τα πνευματικά η ελληνική κοινωνία δεν έχει καλές σχέσεις εδώ και πολλά χρόνια. Χειραφετημένη από την πίστη, έκλινε γόνυ στην επέλαση των συγχρόνων πολιτικών και θρησκευτικών ψευδοπροφητικολόγων, οι οποίοι εγκαινίασαν μια ζωή ευχάριστη, χωρίς κόπο, χωρίς αγώνα, χωρίς μετάνοια, αλλά μόνο ευημερία και επιτυχία. Ως πότε όμως;

Κάθε ύβρις κατά του Θεού, καταπάτηση ιερού νόμου, νόθευση ιερής διδασκαλίας δε μας απασχολεί, ούτε καν μας εγγίζει. Αντιθέτως κάθε προσβολή της τσέπης μας και των οικονομικών μας συμφερόντων, μας συσπειρώνει σαν γνησίους απογόνους και λάτρεις της ύλης και διαμαρτυρόμαστε. Τα καλά και συμφέροντα, κατά το υλιστικό δοκούν.

Από υψηλά βουνά που ήσαν οι πρόγονοί μας και τα έδερναν οι ισχυροί άνεμοι, εμείς οι σύγχρονοι ραγιάδες, γινήκαμε άνυδροι έρημοι και ελώδεις κάμποι που δε μας πλησιάζουν, λόγω απαξιώσεως, ούτε τα όρνεα των πρώτων ούτε τα μολυσμένα έντομα των δευτέρων. Μας τιμωρούν κατά τον πλέον υποτιμητικό και επιτιμητικό τρόπο, γιατί αποκοπήκαμε από την υγιή και ζωηφόρο σύνδεση με τους προγόνους μας και καταντήσαμε ξένο, νεκρό σώμα. Ειδικά τώρα που διακόψαμε οριστικώς δοξολογίες, καταθέσεις στεφάνων και παρελάσεις, ένα στοιχείο ελαχίστου σεβασμού και ευγνωμοσύνης προς τους ευεργέτες μας, αλλά κι ένα στοιχείο δικής μας ψυχικής ανατάσεως, είμαστε έρμαια της σχιζοφρενούς–παθολογικής αθεΐας μας.

«Οὐδείς πιό ἀχάριστος τοῦ εὐεργετηθέντος» όπως είπε ο Θουκυδίδης. Πανάρχαια λοιπόν η εν λόγω ασθένεια. Η αχαριστία όμως τιμωρείται από τον Θεό. «Οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δέ ἐννέα πού;» (Λουκ. 17,17). Μα απλά επέλεξαν τον δρόμο της λήθης και της αγνωμοσύνης. Δρόμο που πρώτοι ακολούθησαν ο Αδάμ και η Εύα.

Αφού λοιπόν το κήρυγμα της συνέσεως του ευαγγελίου δε μας συγκίνησε ούτε μας έπεισε, ο Θεός επιτρέπει κατ' οικονομία ένα κήρυγμα πιο προσιτό και κατανοητό. Αυτό θα το «εκφωνήσουν» οι σύγχρονοι αιμοσταγείς και πνευματοκτόνοι, θρησκευτικοί και πολιτικοί, εκφραστές της σύγχρονης κοινωνικής σκηνής, με τον τρόπο τους. Ο Θεός δεν επινοεί, αλλά χρησιμοποιεί και τα κακά του κόσμου, για να φρενάρει την πορεία απωλείας μας και να μας επαναφέρει στη σωτηρία.

Τα ίδια έκανε ο Θεός και τότε στους Εβραίους μέσω της σκλαβιάς των «σωτήρων» Βαβυλωνίων. Όργανα του Θεού οι Βαβυλώνιοι, χωρίς να το θέλουν και χωρίς να το κατανοούν, ανέλαβαν να ανακόψουν τη φρενήρη αποστασία, τη φθορά και τον εκφυλισμό του εβραϊκού λαού. Να αποκόψουν τάχιστα το μολυσματικό και σάπιο απόστημα που θα κατέστρεφε όλο το σώμα.

«… αἱχμάλωτος ὁ λαός μου ἐγενήθη διά τό μή εἰδέναι αὐτούς τόν Κύριον καί πλήθος ἐγενήθη νεκρῶν» (Ης. 5,13).

 

Κάπως έτσι και στις μέρες μας. Δεν ανεχόμασταν τις δεσμεύσεις και τους περιορισμούς της θρησκείας, καθότι κατέλυαν την ατομική μας ελευθερία. Έτσι εγκαταλείψαμε την ευγενή και διακριτική «δουλεία» του Θεού και γινήκαμε δούλοι του εαυτού μας και των αμαρτωλών συνηθειών μας. Άσχετα που ο Θεός, οὕτως ηγάπησεν τόν άνθρωπον, ώστε έστειλε τόν υιόν του τόν αγαπητόν στη γη για να αλλάξει την αμαρτωλή ζωή μας και να μας σώσει. Εμείς όμως δεν τον δεχτήκαμε. Τώρα ο Θεός διά μέσου των ανθρώπων του σκότους, στέλνει υιό των παθήσεων, τον ιό «για να μείνει και να αλλάξει την ζωή μας». Έτσι τουλάχιστον διακηρύσσουν οι κοσμοκράτορες. Καιρός λοιπόν να υποταχθούμε σε μία νέα ιδιόμορφη δουλεία που είναι αποτέλεσμα της αθεΐας μας. Της εκτροπής μας από τη φυσική τάξη. Αφού δεν μας συγκίνησαν τα ανώτερα και υψηλά, ας υποκύψουμε στα κατώτερα και χαμηλά. Ίσως βγει κάτι καλό. Και θα βγει.

«Γνώσεσθε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια, ἐλευθερώσει ὑμᾶς». Αν δεν σας βολεύει η αλήθεια, γνωρίσατε το ψεύδος και την απάτη, οπότε εξ ανάγκης θα αναζητήσετε μόνοι σας την αλήθεια, λόγω ψυχικής ασφυξίας. Αρκεί να μην είναι … αργά.

Τώρα όμως που άρχισε να σφυροκοπάει απειλητικά το ξεροβόρι της θεϊκής αρνήσεως και να σαρώνει τα πάντα, η ανθρώπινη καρδιά (όργανο θεϊκό) ψάχνει για λίγη θαλπωρή. Ενστικτωδώς ξεσπάει στην φυσική επίκληση· «Θεέ μου, Θεέ μου…».

Ως εδώ όμως, γιατί η συνέχιση της αναφωνήσεως απαιτεί ταφή του εγωισμού, που ακόμη όμως τον έχουμε εν ζωή και άκρα υγεία.

Έτσι κάποτε ένας δηλωμένος Γάλλος άθεος ο Volney, που γκρέμισε αστήρικτες ψυχές με το δηλητήριο της απιστίας του και την διακωμώδηση της προσευχής, που την ονόμαζε χαμένο χρόνο, βρέθηκε σε μία φοβερή τρικυμία ταξιδεύοντας μέσα σε πλοίο. Όλοι τότε κατατρομαγμένοι έπεσαν στα γόνατα, δάκρυσαν και ζητούσαν σωτηρία από τον Θεό. Το ίδιο όμως έκανε και ο Volney. Μόλις κόπασε η τρικυμία τον πλησίασαν με δόση ειρωνείας κάποιοι γνωστοί του και τον «ήλεγξαν» για την «παραφωνία» του.

Τότε ο μέγας άθεος απάντησε: «Φίλοι μου, μπορεί κανείς να επαγγέλλεται τον άπιστο εν καιρώ γαλήνης, όταν κάθεται στο σπίτι του, όχι όμως όταν ο θάνατος παρουσιάζεται αδυσώπητος ενώπιόν του».

 

Αυτές τις μέρες λοιπόν που διερχόμαστε «διασωληνωμένοι» πνευματικά, ας κάνουμε κάποιες έρευνες πάνω στον εαυτό μας. Θα μας βοηθήσουν στη διέξοδο απ’ αυτήν την κρίση ή θα μας αποτελειώσουν. Αυτό έγκειται σ’ εμάς.

Ας διερευνήσουμε τη στάθμη της λογικής μας, της ψυχραιμίας, της επαφής με την πραγματικότητα και κυρίως τη στάθμη της πνευματικότητος μας. Αν έχουμε. Θα ωφεληθούμε πολύ, αν γίνουμε ειλικρινείς, αν ανανήψουμε πνευματικά και αν ομολογήσουμε την πλάνη μας και τον σκοταδισμό μας. Η αθεΐα σαν τρόπος ασύδοτης και ανέμελης ζωής μας βόλεψε τόσα χρόνια. Πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι είναι παθολογική κατάσταση, που πρέπει να την εγκαταλείψουμε μέσω της πίστεώς μας.

Πίστη! Αυτή είναι η μοναδική άγκυρα· η δύναμη που γιγαντώνει τον ασθενή άνθρωπο· το φάρμακο που επουλώνει τα τραύματα της ψυχής· η ουρανία αύρα που δροσίζει την εσωτερική μας κάμινο· το ανέσπερο φως που διαλύει τα σκότη· η ασφαλής πυξίδα που δείχνει την σωστή πορεία της ζωής.

Η άγνοια αυτής της πίστεως αποτελεί την κυρία αιτία της αθεΐας μας.

Είναι όμως ηθελημένη άγνοια, γιατί ο λόγος του Θεού δεν είναι αρεστός· εμπεριέχει πόνο, μετάνοια, αλλαγή ζωής. Ενώ ο λόγος του κόσμου είναι μελίρρυτος, ασχέτως του υποκρυπτομένου δόλου και της απάτης.

Η παραμονή μας όμως στην συνοριακή γραμμή των δύο κόσμων, του ανωτέρου και του κατωτέρου, του αγγελικού και του δαιμονικού, δεν ωφελεί. Πρέπει να επιλέξουμε στρατόπεδο για να απολαύσουμε των δωρεών ή να υποστούμε των συνεπειών. «Ὅς ἄν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (Ιακ. 4,4).

Ας κλείσουμε με μία ρήση του ποιητού Χάινριχ Χάινε (1797-1856), ο οποίος σε στιγμή ανανήψεως είπε:

«Όσοι έχουν το θράσος και υψώνουν το μέτωπο κατέναντι στον ουρανό, κρημνίζονται στη γη σαν σκουλήκια ποδοπατημένα. Τιμή και αίνος στον εν υψίστοις Θεό».

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή