Όταν ο Θεός ζούσε πάνω στη γη.

«Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς

οὐρανοῖς…»

 

Προ καιρού συζητούσα με έναν απόμαχο της βιοτικής πάλης, έναν αιωνόβιο παρ’ ολίγον, με έναν τελευταίο «Μοϊκανό», με έναν Άνθρωπο, που στη συζήτηση που κάναμε, πρωταρχικό όνομα και στοιχείο αναφοράς επέλεγε, φυσικά και αβίαστα, την λέξη και έννοια «Θεός».

Έτσι λοιπόν κάποια στιγμή στη συνομιλία μας, προέταξε έναν περίεργο χρονικό προσδιορισμό. «Όταν ο Θεός ζούσε πάνω στη γη… εκείνα τα ευλογημένα χρόνια…». Αυτός συνέχισε να μιλάει και να εκφράζεται, εγώ όμως ήδη είχα βυθιστεί στα νοηματικά πελάγη αυτής της περιεκτικής και καθόλα ποιητικής έκφρασης, οπότε αποκομμένος πλέον από το εξωτερικό περιβάλλον, από την πεζή και ανούσια πραγματικότητα, ταξίδευα σε απόκρημνα μονοπάτια θεϊκής έκστασης.

Τι υπονοούσε όμως, ο μεστός ψυχικά και αυτάρκης διανοητικά, πρότερος συγκροτημένος «κήρυκας»; Υπήρξε εποχή που ζούσε ο Θεός πάνω στη γη; Περπατούσε, μιλούσε, συνδιαλεγόταν με τους ανθρώπους, συνομιλούσε και συνέτρωγε; Φυσικά δεν αναφερόμαστε στην εποχή της επίσκεψης του Χριστού πάνω στη γη, του υιού του Θεού, και της εδώ παραμονής του επί τριάκοντα τρία έτη με ιερό αποκορύφωμα την θυσία του, ένεκα της σωτηρίας της ανθρωπότητος. Αλλά μιλάμε γενικά για την πλεύση του ανθρώπου στους αχανείς ωκεανούς της ιστορίας ανά τους αιώνες. Προ Χριστού, πολύ περαιτέρω όμως μετά.

Αν ανατρέξουμε στην αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου υπό του Θεού, του ενός και μοναδικού Θεού, θα αντικρύσουμε τον ίδιο τον Θεό να στέκεται πλάι στον άνθρωπο σε απόσταση αναπνοής, να τον παιδαγωγεί ιερά και να παρακολουθεί με ενδιαφέρον την καθημερινή ζωή του και την εν γένει πρόοδό του. Να αφουγκράζεται πατρικά την ανάσα του παιδιού του. Ειδικά τις πρώτες «μέρες» των πρωτοπλάστων, ο Θεός ήταν σε μία άμεση καθημερινή επαφή με τον άνθρωπο, το δημιούργημά του, και φυσικά εδώ, πάνω στη γη. Στη γη που δημιούργησε ο Θεός με αγάπη, στον εξαίσιο αυτό θρόνο, για να ενθρονίσει τον βασιλέα άνθρωπο. Την «ημετέρα εικόνα». Κάποια στιγμή όμως, ο πλάστης «έχασε» το πλάσμα του από τα «μάτια» του, από την θεϊκή του ενόραση και το έψαχνε εναγωνίως μέσα στον παράδεισο. Η αναζήτηση του Αδάμ και η σπαρακτική αναφώνηση «Ἀδάμ ποῦ εἶ;», δήλωνε την αγωνία του Θεού πατέρα για την πορεία του παιδιού του· του ανθρώπου!

Το πρώτο φαρμακερό ποτήρι που ήπιε ο ίδιος ο Θεός ήταν τότε στον παράδεισο. Ο Γολγοθάς ακολούθησε πολύ μετέπειτα. Τότε όμως ο Θεός ο ίδιος, ανέβηκε έναν επωδυνέστερο Γολγοθά, αντικρίζοντας την πτώση και συνεχόμενη κατάπτωση του μοναδικού εμψύχου δημιουργήματός του, αυτού του ανθρώπου, της κορωνίδος της δημιουργίας, γευόμενος παράλληλα την αχαριστία του μέσα στην αποστασία του. Από τότε, σύμφωνα με τον νόμο της ανταποδόσεως, επεβλήθη ως τιμωρία η εξορία του ανθρώπου από τα ανάκτορα του παραδείσου και η αρχόμενη κοπιαστική, γεμάτη ιδρώτα ζωή στα αχανή αγροκτήματα του βασιλείου. Τότε επεβλήθη η δίωξη μακριά από «τα άγια των αγίων», από τα πνευματικά ύψη, και η παραμονή του ανθρώπου στον «πρόναο» του κάμπου, έως ότου κατηχηθεί εκ νέου και μυηθεί στο θείο μυστήριο.

Τότε σημειώθηκε ο πρώτος σπαρακτικός αποχωρισμός του Θεού από τον άνθρωπο, κατόπιν επιθυμίας και επιλογής του δευτέρου να αποδημήσει. Έτσι τον άφησε ο Θεός μόνο του, να παλεύει με τον άθεο εαυτό του, εις χώραν μακράν, βόσκοντας χοίρους, τρώγοντας ξυλοκέρατα και αναπολώντας όμως ένα μοναδικό παρελθόν μέσα στην ένοχη μοναξιά του.

Στη συνέχεια όμως της ανθρώπινης ιστορίας, ο Θεός και πάλι βρίσκεται κοντά στον δικό του άνθρωπο, αυτόν που τον λαχταρά, όπως το ελάφι αναζητεί το γάργαρο νερό, καθοδηγώντας τον και προστατεύοντάς τον από την άγρια φύση πλέον, αλλά και τους λοιπούς αποστάτες ανθρώπους, αυτούς που αγρίεψαν την φύση. Να θυμηθούμε ενδεικτικά τον Νώε, τον Αβραάμ, τον Λωτ κ.λπ. τους ανθρώπους του Θεού.

Όμως το χάσμα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο, ανάγκασε τον ίδιο τον Θεό να αποσυρθεί στις αρχές, ψηλά στις κορυφές του καπνίζοντος και σειομένου όρους Σινά, του θεϊκού βουνού, από όπου έδινε εντολές στον εκεί αναρριχούμενο προφήτη του, τον Μωυσή, προκειμένου να τις μεταφέρει χαμηλά, στον κάμπο, στον λαό του. Μετέπειτα δε απεκρύβη ο Θεός μέσα στους ουρανούς. Ίσως γιατί η αμαρτία επλεόνασε ανεξέλεγκτα, οπότε ο Θεός ήθελε κάπου να κρύψει το πρόσωπό του, αποστρεφόμενος την ανθρώπινη ανομία. Κάπως έτσι επικράτησε η έννοια του ουρανίου Θεού, αλλά και κάπως ανάλογα άρχισε η φαντασία του ανθρώπου και πάλι να επιβουλεύεται τον ουρανό, με ποικίλους βαβελικούς πύργους μέχρι των ημερών μας.

Κάπως ανάλογα η ανθρωπότης, χωρισμένη σε διάφορα έθνη λόγω της σύγχυσης των γλωσσών, που επέβαλε ο Θεός στον αλαζόνα άνθρωπο της Βαβέλ, πορεύτηκε και πορεύεται στα μονοπάτια της ιστορίας αναζητώντας νέους Θεούς. Πολλούς Θεούς. Πορεύτηκε και πορεύεται εν μέσω της πολυγλωσσίας του πνεύματος, περιφρονώντας το γνήσιο και καθαρό πνεύμα του ουρανίου Θεού.

Άνθρωπος! Αυτός ο ακόρεστος λαθροκυνηγός της δόξας και της απληστίας, ποτέ όμως επίδοξος κατακτητής της αγάπης του ενός Θεού. Άνθρωπος ο ελεεινός ειδωλολάτρης.

Έτσι η κοινωνία πορεύεται αιώνες τώρα στους πρόποδες του «Θεϊκού όρους», χωρίς να παίρνει την ηρωική απόφαση της θεϊκής κατάκτησης. Βολεύεται στην ακάματη και ανώδυνη παραμονή της στην κοιλάδα της πολυθεΐας. Στην χαβούζα της ειδωλολατρίας.

Ένας αόρατος πνευματικός πόλεμος του ουρανίου Θεού, με τον Διάβολο, τον άρχοντα της αβύσσου, διεξάγεται ακατάπαυστα.

Αλλά τον όρο «ουράνιος Θεός», χρησιμοποίησε και ο ίδιος ο Χριστός, γιατί ήταν πια καθιερωμένος στην ιουδαϊκή θρησκευτική παράδοση και επομένως απόλυτα αποδεκτός από τους ακροατές του. (Ματ. 6,14/6,26/6,32).

 

Όμως ας εγκαταλείψουμε την περιφέρεια του γενικευμένου κύκλου και επιλέγοντας όποια ακτίνα επιθυμούμε, ας προσεγγίσουμε το κέντρο. Τον Θεό! Το κέντρο όλης της πλάσης.

«Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε,… ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν…».

Ο Θεός ως απόλυτη ύπαρξη, υπάρχει την ίδια χρονική στιγμή σε κάθε σημείο του γεωγραφικού και κοσμικού χώρου: στο σύμπαν, τους γαλαξίες, τους πλανήτες, την γη, τις θάλασσες, τις πολιτείες και σε κάθε τόπο της υδρογείου σφαίρας, όπου κατοικούμε.

Η παρουσία του Θεού στην ζωή μας είναι μόνιμη και πραγματική. Ο Θεός δεν απουσιάζει. Δεν λείπει από πουθενά. Δεν ταξιδεύει, δεν κοιμάται, δεν έχει ώρες γραφείου, αργίες και διακοπές. Για τον Θεό μας, δεν υπάρχει μέρα και νύχτα, κοντά ή μακριά, γρήγορα ή αργά. Ανάμεσα στον Θεό και τα πλάσματά του, δεν υπάρχει απόσταση τοπική ή χρονική, αλλά μία στενή και άμεση επικοινωνία. Ο Θεός είναι τόσο κοντά μας, όσο δεν μπορούμε να το φαντασθούμε. Ο Θεός είναι η ατμόσφαιρα που αναπνέουμε, το έδαφος που πατάμε, η αιτία της υπάρξεώς μας. «Ἐν αὐτῶ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» (Πραξ. 17,28).

Το λυπηρό είναι ότι εμείς δεν είμαστε κοντά στον Θεό.

«Όταν λοιπόν ο Θεός ζούσε πάνω στη γη…».

Πότε δηλαδή; Όταν σηκωνόταν ο άνθρωπος από το κρεβάτι του και αντικρίζοντας το φως της ημέρας σταυροκοπιούνταν. Όταν στην συνέχεια το πηγαίο χαμόγελό του συνόδευε όλες τις σκέψεις του και όλες τις κινήσεις του. Όταν το χαμόγελό του επισφράγιζε την ύπαρξη και παρουσία του Θεού ενώπιον των λοιπών συνανθρώπων του. Όταν ο χαιρετισμός και η καλημέρα δεν έλειπαν από το στόμα των ανθρώπων έστω και αν δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Όταν υπήρχε συμπόνια και ενδιαφέρον για αυτόν τον πλησίον του ευαγγελίου. Όταν δηλαδή οι πλείστοι των ανθρώπων ήταν καλοί Σαμαρείτες. Όταν τα μέλη της οικογενείας συγκεντρώνονταν στο ευλογημένο σπιτικό, όπου η σύζυγος και η μητέρα με το αστείρευτο χαμόγελο, υποδεχόταν όλη την οικογένεια και κατόπιν την προσκαλούσε στο στρωμένο τραπέζι να συνφάγουν όλοι μαζί, όπως ο Χριστός με τους μαθητές του. Όταν πριν τεμαχίσει τον άρτο, σταύρωνε με το μαχαίρι τρεις φορές το καρβέλι. Όταν προηγούνταν του φαγητού η προσευχή. Όταν συγκεντρωνόταν όλη η οικογένεια το βράδυ, συνομιλούσαν τα μέλη της, ανταλλάσοντας απόψεις και κατέληγαν στην νυχτερινή επικοινωνία με τον Θεό. Την προσευχή! Όταν δηλαδή υπήρχε οικογένεια. Άνδρας, γυναίκα, παιδιά. Χριστιανική οικογένεια! Όταν όλα τα πρότερα αποτελούσαν τους καρπούς του μυστηρίου του χριστιανικού γάμου και κανενός τιποτένιου, γελοίου, σατανικού δημαρχιακού συμβολαίου. Όταν υπήρχε συνειδητός και αδιάλειπτος εκκλησιασμός. Όταν προσέτρεχαν άπαντες στο πετραχήλι του πνευματικού να ζητήσουν άφεση, ένδακρεις και κατόπιν να μεταλάβουν. Όταν νήστευαν τις σαρακοστές, τον δεκαπενταύγουστο, τις Τετάρτες και τις Παρασκευές. Όταν δηλαδή ζούσε ο Θεός πάνω στη γη…

Γιατί τώρα δεν ζει πλέον ο Θεός πάνω στη γη. Τον διώξαμε, τον εξορίσαμε, οπότε θρονιάστηκαν στις ψυχές μας, στα σπίτια μας, στα σχολειά μας, στους ναούς μας, στην πολιτεία μας, στις πολυώνυμες ηγεσίες, όλα τα δαιμόνια και όλοι οι αρχισατανάδες.

Έφυγε ο Θεός, αλλά έφυγαν και οι φύλακες άγγελοι. Στην θέση τους ο διαολεμένος εχθρός. Τα διαολοκούτια, με τους δαιμονισμένους και ακριβοπληρωμένους παρουσιαστές, μέσω των οποίων πραγματοποιείται το μαγάρισμα των ψυχών και η τελική άλωσή τους, μέσα στο άσυλο των οικιών μας. Των οικιών μας που φλέγονται και εμείς άδουμε αναισθήτως. Την ίδια ώρα όμως, ο Σατανάς ντυμένος ιερέας, «ευλογεί» το σύμφωνο συμβίωσης που υπέγραψε το gay ζευγάρι της τηλεοπτικής ιστορίας.

Η προσβολή των αξιών και των ιδανικών της ελληνικής οικογενείας στην πρώτη γραμμή. Η οικτρά διακωμώδηση των ιερών μυστηρίων της Εκκλησίας από χρόνια πρώτη και ανερχόμενη.

Ο πρωθυπουργός της χώρας σταυροπόδι μέσα στην εκκλησία προκλητικά, σα να μη συμβαίνει τίποτα. Μιλάει ο ίδιος εν μέσω ιεραρχών με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του, σαν κοινότατος κουτσαβάκης. Σα να μη συμβαίνει τίποτα. Ευτυχώς το εν λόγω ένδυμα είναι άρτιο… Υπουργοί και λοιποί ανάξιοι αξιωματούχοι, οι δήθεν άνθρωποι, οι δήθεν άρχοντες, οι οδωδότες του υπερώου της εξουσίας, ειρωνεύονται αισχρά, όσια και ιερά, εμπαίζοντες τον Χριστό και την Παναγία, σα να μη συμβαίνει τίποτα.

Αφήνουμε όμως τον ίδιο τον Θεό να τους απευθύνει ένα συγκλονιστικό ερώτημα, όπως τότε στον Ιώβ.

«Πού ήσασταν όλοι εσείς, όταν εγώ θεμελίωνα την γη;» Αλλά το μόνο ιδεώδες, που γνωρίζουν κάλλιστα οι δεινοί εκφραστές της εξουσίας, είναι η έννοια της δημοκρατίας. Είναι η πιπίλα που παρά την ενηλικίωσή τους δεν μπόρεσαν να αποχωρισθούν. Για αυτήν αγωνίζονται εμμανώς να την κρατήσουν, γιατί αποτελεί τον θρόνο τους, άσχετα αν οι ίδιοι είναι οι πιο επικίνδυνοι ολιγάρχες. Οι στυγνότεροι τύραννοι που τολμούν να εκτρέψουν την κοινωνία σε νέα ήθη και έθιμα. Σε νέες πρότυπες οικογένειες. Προτρέπουν τον λαό γκεμπελικά, να γλύψει τα ξεράσματα του Διαβόλου.

 

«Όταν ο Θεός ζούσε πάνω στη γη…».

Μάλλον όμως πήρε απόφαση για μια τελευταία φορά να ξανακατεβεί ο ίδιος ο Θεός αυτοπροσώπως, για να πραγματοποιήσει αυτοψία για τα όσα συμβαίνουν. Γιατί «Πολλαί κραυγαί ανέρχονται προς εμέ εκ Σοδόμων και Γομόρρας· αι αμαρτίαι των είναι πολύ μεγάλαι. Θα καταβώ εκεί δια να ίδω, εάν αι αμαρτίαι γίνωνται, όπως ανέρχονται αι κραυγαί των προς εμέ ή όχι. ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΑΘΩ» (Γεν.18,20-21).

Αφού διαπιστώσει λοιπόν ο Θεός μόνος του την άθλια πραγματικότητα, τι έπεται; «Και Κύριος έβρεξεν επί Σόδομα και Γόμορρα θείον και πυρ παρά Κυρίου εξ’ ουρανού και κατέστρεψεν τας πόλεις ταύτας και πάσαν την περίχωρον και πάντας τους κατοικούντας εν ταις πόλεσιν και τα ανατέλλοντα εκ της γης» (Γεν.19,24-25).

Τα σύγχρονα Σόδομα και Γόμορρα, είναι δυστυχώς η Ελλάδα στις μέρες μας. Άρχοντες και ακόλουθος όχλος.

Οι πολυθεϊστές, οι ειδωλολάτρες, οι υβριστές ιερών και οσίων. Το δυσσεβές έθνος.

Οι αποδημήσαντες από καιρόν, οι διασκορπίσαντες και ζώντες ασώτως.

Όμως· «τά δέ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τίς ἐξιχνιάσει;» (Σοφ. Σολ. 9,16).

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή