Τὸ πιὸ ὑπέροχο καλλιτέχνημα τῆς ψυχῆς
Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ
Τοῦ κ. Μιχαὴλ Ε. Μιχαηλίδη, Θεολόγου
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός «σάρξ ἐγένετο» καί ἦρθε στή γῆ μας γιά νά δημιουργήσει —ἤ μᾶλλον νά ἀναδημιουργήσει— ἕνα καινούργιο κόσμο. Νά ἀναπλάσσει τόν ἄνθρωπο, πού εἶχε ἀχρειώσει τό «κατ’ εἰκόνα». Νά τοῦ δώσει τή δυνατότητα τῆς ἀναγέννησης καί τῆς μεταμόρφωσης. Νά ξαναβρεῖ τήν «ἀγγελική μεγαλοφυΐα» πού εἶχε πρίν πέσει.
Γιά τόν προχριστιανικό ἄνθρωπο —καί μάλιστα τόν εἰδωλολάτρη— τά πράγματα ἦσαν πολύ δύσκολα. Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι εἶπαν ὡραῖα πράγματα γιά τήν ἀρετή καί τήν κακία, ἀλλ’ ὄχι γιά τήν ἁγιότητα στήν πληρότητά της. Εἴπανε γιά τίς δυσκολίες τῆς ἀρετῆς καί τόν ὀλισθηρό δρόμο τῆς κακίας, ἀλλ’ ὡς ἐκεῖ. Ὁλοκληρωμένο τό μάθημα τῆς ἁγιότητας, τούς ἤτανε ἄγνωστο. Ἡ εἰδωλολατρική ἀρχαιότητα βάδιζε μέ τή λογική καί τόν ὀρθό λόγο, ἀλλ’ ὄχι καί μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Γιαυτό στήν ἀπολογία του ὁ Σωκράτης, μίλησε —ἔστω καί κάπως ὑποφητικά, γιά τόν Μεσσία, πού θά λύτρωνε τούς ἀνθρώπους ἀπ’ τή σκλαβιά καί τήν ὀδύνη τοῦ κακοῦ.
Ὡστόσο, ἡ λέξη «ἅγιος», μέ τήν καινούργια ἔννοια τοῦ ἀναγεννημένου καί τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», τέλειου ἀνθρώπου, ἦταν ἄγνωστη. Στούς ἀρχαίους «ἅγιος», εἶχε τήν ἔννοια τοῦ ἱεροῦ, τοῦ ἀφιερωμένου, τοῦ προσφερθέντος δώρου κ.λπ. Γιά παράδειγμα, «ἁγία θυσία», ἅγιον δῶρον, ἁγία προσφορά κ.λπ. Δέ λέγανε ὅμως, ἅγιος ἄνθρωπος!
Μονάχα στήν Παλαιά Διαθήκη —καί πάλι, ὄχι στήν ὁλοκληρωμένη, τή χριστιανική ἔννοια— τή βρίσκουμε τή λέξη ἅγιος, ὅταν ἀπευθύνεται ὁ Θεός στόν Ἰσραήλ καί τοῦ λέγει: «Καί ἔσεσθε Ἅγιοι, ὅτι ἅγιος ἐγώ Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν» (Λευιτ. Κ΄ 7, 26). Τούτη τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, τή μεταφέρει αὐτούσια καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος, στήν Α΄Καθολική του ἐπιστολή: Α΄16.
Στό Χριστιανισμό, ἁγιότητα, εἶναι ἡ ἐπιδίωξη τῆς τελειότητας. Εἶναι ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ στόν πιό τέλειο βαθμό. Εἶναι «νοῦς» Χριστοῦ, καί ζωή «ἐν Χριστῷ». Εἶναι βαθυβίωση τοῦ λόγου τοῦ Παύλου: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».
Οἱ ἅγιοι δέν εἶναι ἐξωγήϊνες ἤ ὑπεράνθρωπες ὑπάρξεις. «Ἐν σαρκί τυγχάνουσιν, ἀλλ’ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται», κατά τόν συγγραφέα τῆς πρός Διόγνητον ἐπιστολῆς. Ζοῦνε στόν κόσμο, ἀλλά ἀγωνίζονται νά νεκρώσουν τά πάθη. Κατά τόν Μέγα Βασίλειο: «μήτε ὀφθαλμός σαλευέσθω ἄνευ Θεοῦ, μήτε χείρ κινείσθω ἄνευ Θεοῦ, μή καρδία διανοείσθω τά μή εὐάρεστα τῷ Θεῷ». Πρέπει ν’ ἀσφαλιστοῦν ὅλες οἱ αἰσθήσεις στή σωτήρια σκέψη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Νά πυρακτωθοῦν στό Πνεῦμα Του. Νά γίνουν «εὐωδία Χριστοῦ». «Πᾶσα πρᾶξις καί πᾶς λόγος τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, κανών ἐστιν εὐσεβείας τε καί ἀρετῆς», συμπληρώνει τῆς Καισάρειας ὁ οὐρανοφάντωρ ἀρχιεπίσκοπος.
Τέτοια εἶναι ἡ ἁγιότητα˙ ἀδιάκοπη μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Ἔργο πού τό πέτυχαν, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, μυριάδες ἄνθρωποι. Ἄλλοι σέ μικρότερο καί ἄλλοι σέ μεγαλύτερο βαθμό. Τούς θαυμάζουμε. Τούς μακαρίζουμε. Τούς τιμοῦμε καί τούς γεραίρουμε. «Ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος», μᾶς φωτίζουν, μᾶς ἐμπνέουν καί μᾶς καθοδηγοῦν. Μέ τούς ἀγῶνες καί τά δάκρυά τους, «εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησαν».
Εἶναι εὔκολο νά μιλᾶς γιά ἁγιότητα, ἀλλά δύσκολο νά τήν ἀποκτήσεις. Εἶναι εὔκολο νά διαβάζεις ἤ νά διηγεῖσαι τούς βίους τῶν ἁγίων, ἀλλά πολύ δύσκολο νά γίνεις ὁ ἴδιος, ἅγιος. «Τό οὖν λαλῆσαι περί ἀπαθείας καί τελειότητος, εὔκολον, πείρα δέ διελθεῖν εἰς τήν κατασκευήν τῆς τελειότητος, ὀλίγων ἐστί», ὁμολογεῖ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος.
Κάποτε πέφτουμε στήν πλάνη καί νομίζουμε πώς γίναμε... ἅγιοι! Αὐτή ἡ ἰδέα εἶναι φοβερή παγίδα τοῦ διαβόλου καί τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ μας. Ἀπό τούτη τήν πλάνη μᾶς βοηθᾶ ν’ ἀπαλλαγοῦμε, ὁ θεῖος Παῦλος, χτυπώντας «καμπανάκι»: «Μή ὑπερφρονεῖν παρ’ ὅ δεῖ φρονεῖν, ἀλλά φρονεῖν εἰς τό σωφρονεῖν» (Ρωμ. ΙΒ΄ 3). Γιατί, σ’ ἀντίθετη περίπτωση, «εἰ δοκεῖ τις εἶναι τί, μηδέν ὤν, ἑαυτόν φρεναπατᾶ» (Γαλ. ΣΤ΄ 3).
Ἐκτός ἀπό τήν ἐσφαλμένη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας, συμβαίνει νά δημιουργήσουμε καί στούς ἄλλους μιά ψεύτικη ἰδέα «ἁγιότητας» γιά τόν ἑαυτό μας. Μοιάζουμε τότε, σάν τούς ὑποκριτικούς «κουκουλοφόρους», πού κρύβουν τό πραγματικό καί ἀληθινό τους πρόσωπο. Καί συμβαίνει, δυστυχῶς, αὐτό πού γράφει ὁ σοφός ἅγιος Μάρκος ὁ ἀσκητής: «Ἅγιοι παρά πολλῶν νομιζόμενοι, ἄγριοι τό ἦθος ὑπάρχομεν». Στήν πραγματικότητα δέν εἴμαστε ἅγιοι, ἀλλά... ἄγριοι!
Ἡ ἁγιότητα εἶναι μιά προοδευτική ἐργασία. Εἶναι ἕνα ἀδιάκοπο ἀνέβασμα στίς κορφές. Εἶναι ἄθληση, προπόνηση, ἐκπαίδευση. Εἶναι κυοφορία, γέννηση καί αὔξηση, «ἄχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες, εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. Δ΄ 13).
Πόσος θαυμασμός μᾶς καταλαμβάνει ὅταν βρεθοῦμε μπροστά σέ ἀριστουργήματα τῶν εἰκαστικῶν τεχνῶν! Ὡστόσο, καί ἡ ἁγιότητα, δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρά τό πιό ὑπέροχο καί ὡραιοθώρητο ἔργο τέχνης σέ τοῦτο τόν κόσμο. Τοῦτο τό καλλιτέχνημα πλάθεται μέ ὑπομονή, ἀντοχή, θέληση, ὑποταγή, συνεργασία, προσευχή, προσοχή, Μυστηριακή ζωή, μελέτη καί «κατατρύφηση» τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Στόν ἀγώνα τοῦτο, τόν ὡραῖο καί μεγαλειώδη, σαλπίζει ὁ Βερίτης:
«Μή ἀποκάμεις δουλευτή...
Θά ῤθει ὁ καιρός τοῦ θερισμοῦ καί σύ θ’ ἀναγαλιάζεις
θεία εὐλογία τόν καρπό σωρούς θά τόν συνάζεις»!
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ