Διόρθωνε όσους την αποκαλούσαν Βασιλική. “Με βάπτισαν Βασιλεία”, έλεγε, προσθέτοντας σ' όσους είχε οικειότητα: “Για να μην ξεχνώ την πορεία προς τη Βασιλεία των Ουρανών”.
Η Βασιλεία γεννήθηκε λίγα χρόνια πριν την κατοχή. 'Ηταν το μεγαλύτερο παιδί μιας φτωχής οικογένειας που απέκτησε συνολικά έξι παιδιά. Τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια. Το μικρότερο αγόρι, ο Χρήστος, πέθανε τριών μόλις χρόνων, από πνευμονία που δεν αντιμετωπίστηκε έγκαιρα. 'Εμεναν σε κάποιο σπίτι της Κηφισιάς ως φύλακες.
Η μητέρα τους αναγκάστηκε να εργάζεται σε ξένα σπίτια, πλένοντας στη σκάφη τα ρούχα εύπορων οικογενειών της περιοχής, για ν' αντιμετωπίζει τις βασικές τους ανάγκες, αφού ο πατέρας που έκανε μεροκάματα εδώ κι εκεί, όλο και αραίωνε τις μέρες της δουλειάς, έχοντας αποκτήσει το πάθος του αλκοολισμού. Κι έτσι υπεύθυνη για τη φροντίδα των αδελφών της έμεινε η Βασιλεία. Για το λόγο αυτό, αν και αριστούχος στο σχολείο, δεν την άφησαν να συνεχίσει πέραν της τρίτης Δημοτικού. 'Επρεπε να μείνει και ν' ασχοληθεί με τα οικιακά, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στη μητέρα της να παλέψει για την επιβίωση όλων.
“Ποτέ δεν έπαιξα σαν παιδί”, έλεγε μερικές φορές με παράπονο. “Αν, όταν είχε γυρίσει η μητέρα μου, τολμούσα να βγω στην εξώπορτα για να παρακολουθήσω για λίγα λεπτά με λαχτάρα τα παιχνίδια των άλλων παιδιών της γειτονιάς, η φωνή της μητέρας μου με έφερνε πίσω για να ταϊσω, ν' αλλάξω και να περιποιηθώ κάποιο από τα μικρότερα αδέλφια μου”.
Λίγο πριν τα δέκα της χρόνια ανέλαβε, τις ώρες που η μητέρα της βρισκόταν στο σπίτι, να καθαρίζει ένα κοντινό χοιροστάσιο και ως αμοιβή της έδιναν μια πλάκα σαπούνι, που έφερνε χαρούμενη και υπερήφανη που βοηθούσε κι εκείνη με την προσωπική της εργασία.
Με την έναρξη της Γερμανικής κατοχής στην πατρίδα μας, οι δυσκολίες πολλαπλασιάστηκαν. Ενώ βρισκόταν στην ηλικία της ανάπτυξης, υπέφερε από τη στέρηση θρεπτικής τροφής κι αναγκαζόταν να πηγαίνει έξω από τις κουζίνες των Γερμανών, περιμένοντας να πετάξουν τα αποφάγια τους για να ξεγελάσει την πείνα της. Θυμόταν ένα Γερμανό που της φώναζε στη γλώσσα τους: “Es ist nicht gut!” (Δεν είναι καλό), γι' αυτήν όμως δεν υπήρχε άλλος τρόπος να χορτάσει έστω και λίγο, κι έτσι συνέχιζε, με αποτέλεσμα να αποκτήσει παράσιτα στο έντερο που την ταλαιπωρούσαν σ' όλη την υπόλοιπη ζωή της.
Δεκαπεντάχρονη κοπέλλα ανέλαβε να εργάζεται ως εσωτερική καμαριέρα σε αριστοκρατική οικογένεια της Κηφισιάς, έχοντας παράλληλα τη φροντίδα των μικρών παιδιών τους. 'Εβγαινε μόνο κάθε Κυριακή και η χαρά της ήταν να συμμετέχει ανελλιπώς στη Θεία Λειτουργία και το απόγευμα στο κατηχητικό σχολείο της ενορίας της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Κεφαλάρι. “Με δέχτηκαν στο Μέσο Κατηχητικό, που φοιτούσαν μαθήτριες Γυμνασίου και αργότερα στο Ανώτερο για φοιτήτριες”, έλεγε με καμάρι. Και τα κατάφερνε. Διψούσε να μαθαίνει για το Χριστό και έδωσε σ' αυτόν όλη της την καρδιά. Με τις οικονομίες της αγόραζε βιβλία, συνήθως των εκδόσεων “Ο ΣΩΤΗΡ”, και συμπλήρωνε τις γνώσεις της.
Συγχρόνως η οικογένεια κατόρθωσε να κτίσει ένα δωμάτιο και κουζίνα στην 'Ανω Κηφισιά που ήταν τότε εκτός σχεδίου. Λίγο αργότερα, κανόντας αιματηρές οικονομίες, η Βασιλεία αγόρασε το διπλανό οικόπεδο και, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, έβαλε θεμέλια οικοδομής και του δικού της δωματίου με κουζίνα και μπάνιο, το οποίο πλήρωνε σιγά-σιγά για πολλά χρόνια. Σ' αυτό είχε τη συμπαράσταση και βοήθεια του εργοδότη της και της οικογένειάς του, που είχαν αγαπήσει τη Βασιλεία για το ήθος, την εργατικότητα και την εντιμότητά της. Για να συμπληρώνει τα έξοδα, αγόρασε πλεκτομηχανή και όταν είχε ελεύθερο χρόνο είχε μάθει να πλέκει επαγγελματικά.
Δεν θέλησε να παντρευτεί ποτέ. Αφιερώθηκε στο Χριστό, αυτή και 4-5 άλλες κοπέλλες του κατηχητικού που έγιναν αδελφικές φίλες μέχρι το τέλος της ζωής τους. 'Ηταν τα αιώνια “κορίτσια”, όπως τις αποκαλούσαν οι άνθρωποι του στενού τους περιβάλλοντος, όλες εξαιρετικές που αποτελούσαν παράδειγμα για την τοπική κοινωνία. Ανήκαν στην ομάδα των πνευματικών παιδιών του πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου και στενές φίλες με την αδελφή του.
Εργάστηκε ως γκουβερνάντα μέχρι την ηλικία συνταξιοδότησής της σε πολλές οικογένειες της Κηφισιάς, αφού απ' όπου περνούσε αποκόμιζε άριστες συστάσεις. Οικογένειες πρέσβεων, επιχειρηματιών, ανώτερων διοικητικών στελεχών κ.λπ. Μεγάλωσε συνολικά 22 παιδιά και έλεγε χαριτολογώντας: “Αισθάνομαι ως πολύτεκνη μητέρα, πάρ' όλο που δεν είχα ποτέ ούτε ένα δικό μου παιδί”. Τον ένα τοιχο του δωματίου της κάλυπτε μια μεγάλη κορνίζα με τις φωτογραφίες όλων αυτών των παιδιών τα οποία την υπεραγαπούσαν και συνέχιζαν να έχουν σχέσεις μαζί της, ακόμα κι όταν είχαν αποκτήσει δικές τους οικογένειες.
'Ηταν τόσο υπεύθυνη και ευσυνείδητη και, εκτός από την άψογη τήρηση όλων των κανόνων υγιεινής, πρόσφερε στα παιδιά τη στοργή της που πήγαζε μέσα από την αγνή της καρδιά. Και παράλληλα φρόντιζε να τους μεταδώσει την αγάπη της προς το Χριστό και να θέσει τις βάσεις για τη μελλοντική τους πορεία. Και το μυστικό της ποιό ήταν; “Στο πρόσωπο του κάθε παιδιού βλέπω το πρόσωπο του Χριστού μας. Και προσπαθώ να προσφέρω σ' αυτό ό,τι θα έκανα αν μου δινόταν η ευκαιρία να διακονήσω τον ίδιο τον Κύριό μας”.
Στην κοινωνική της συμπεριφορά ήταν επίσης υποδειγματική. Αγαπητή και στους ανώτερους κύκλους της πόλης, καθώς και στους ιερείς της Μητροπόλεως, έχοντας αποκτήσει τη λεπτότητα και διακριτικότητα που χαρακτηρίζουν τη γνήσια αριστοκρατική συμπεριφορά. 'Ηταν ευπρόσδεκτη σε κάθε σπίτι και είχαν εμπιστοσύνη να μιλούν μαζί της και για προσωπικά ή οικογενειακά προβλήματα, γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν θα τα μετέφερε σε άλλους ανθρώπους. Η συμβουλή της, πάντα με γνώμονα το θείο θέλημα, ήταν πολύτιμη και εποικοδομητική. Η φιλία της ειλικρινής και ανυστερόβουλη. Δεν ήθελε να κουράζει κανέναν. Αν χρειαζόταν βοήθεια, αρκούνταν στα τελείως απαραίτητα και δεν έπαυε ποτέ να είναι ευγνώμων για το ελάχιστο που λάμβανε.
'Ολα της τα αδέλφια όταν ενηλικιώθηκαν έφυγαν στο εξωτερικό, όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα με τις οικογένειες που απέκτησαν. Οι δυο στην Αυστραλία, ο τρίτος στον Καναδά. Η αδελφή της γνωρίστηκε μέσω αλληλογραφίας με 'Ελληνα που ήταν εγκατεστημένος στη Βενεζουέλα και τον παντρεύτηκε σε ηλικία δεκαοκτώ ετών. Ο Θεός την προστάτευσε και δημιούργησε ευτυχισμένη οικογένεια με τον καλό σύζυγό της.
'Ετσι έμεινε η Βασιλεία να φροντίσει τους ηλικιωμένους γονείς της. Και έκανε και αυτό το χρέος μέχρι τέλος. Τ' αδέλφια της έστελναν κατά καιρούς χρήματα, κατά δύναμη, αλλά η Βασιλεία στάθηκε δίπλα τους στην κάθε τους ανάγκη.
'Οταν πια πήρε τη σύνταξή της, ζούσε πια για την Εκκλησία. 'Εμαθε αρκετά μεγάλη Βυζαντινή μουσική και της άρεσε να ψάλλει. Εκτός από τις ακολουθίες που συμμετείχε πάντα, στο σπίτι της είχε την “Κατ' οίκον εκκλησία”. Τηρούσε μοναχικό κανόνα καθημερινά και προσευχόταν για ώρες κατά τη διάρκεια της νύχτας. Παράλληλα ο χώρος κατοικίας της αποτελούσε καταφύγιο για μια ομάδα νεώτερων γυναικών που τη θεωρούσαν πνευματική τους μητέρα (“οι κόρες μου”, τις αποκαλούσε) και πολλές φορές μετά τη Θεία Λειτουργία συγκεντρώνονταν για να διαβάσουν μαζί το συναξάρι του αγίου της ημέρας και τη Φιλοκαλία και ν'ακούσουν τις συμβουλές της. Πόσο ευλογημένες ήταν αυτές οι ώρες! Γέμιζαν γαλήνη τις ψυχές και έφευγαν έχοντας αφήσει πίσω το βάρος των προβλημάτων τους.
Είχε μεγάλη ευλάβεια και ευσέβεια προς το Θεό. Προέτρεπε για συχνή εξομολόγηση και συμμετοχή στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. 'Οταν έφθανε η ώρα της Θείας Κοινωνίας, πλησιάζε τις “κόρες” της για να ζητήσει συγνώμη πριν μεταλάβει αν τυχόν τις λύπησε. Αν κάποια δίσταζε να κοινωνήσει η ίδια, λόγω μιας τυχόν λογομαχίας που είχε στην οικογένεια, την παρακινούσε λέγοντας: “'Ελα, μη χάνεις την ευκαιρία. Η Θεία Κοινωνία είναι “εις άφεσιν αμαρτιών”. Επίσης όταν άκουγε να κατηγορούν κάποιον και ιδιαίτερα κληρικό, έλεγε: “Ποτέ δεν πρέπει να κατακρίνουμε κανέναν, ό,τι και αν νομίζουμε ότι διέπραξε. Μπορεί να ξέρουμε την πράξη του, δεν γνωρίζουμε όμως ούτε είμαστε μπροστά όταν μετανόησε και έκλαψε γι' αυτήν.
Δεν έχανε ευκαιρία να εκπληρώνει και την εντολή της ελεημοσύνης. Ενδιαφερόταν αμέσως για κάθε ανάγκη που μάθαινε και έσπευδε να βοηθήσει απ' το υστέρημά της, χωρίς να κοινοποιεί σε κανένα τις ενέργειές της. 'Εδειχνε αξιοπρέπεια σε μέγιστο βαθμό. Το απλό της σπιτάκι έλαμπε από καθαριότητα και μέχρι τέλους φρόντιζε με επιμέλεια τα λουλούδια του κήπου της και έσκυβε να μαζέψει και το παραμικρό σκουπιδάκι που έφερνε ο αέρας.
Από τα βιβλία που διάβαζε ξεχώριζε αυτό που ταίριαζε στις ανάγκες κάθε φίλου και στις γιορτές αγόραζε για να τα δωρίσει, πάντα με ιδιόχειρη αφιέρωση. Επίσης χάριζε προσευχητάρια και βιβλιαράκια με την Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως. Το μόνο που ζητούσε ήταν να τη θυμούνται στις προσευχές τους.
Λόγω της ευαισθησίας του πεπτικού της συστήματος, απέφευγε τα φάρμακα. Περνούσε τα κρυολογήματα με ζεστά και απλά γιατροσόφια και τελικά συνερχόταν. Τα τελευταία χρόνια η καρδιά της φαινόταν να εξασθενεί. 'Ομως συνέχιζε απτόητη το καθημερινό της πρόγραμμα. Την τελευταία ημέρα έπεσε στο κρεββάτι. Ο γιατρός συνέστησε κατεπείγουσα μεταφορά στο νοσοκομείο. 'Ομως αντέδρασε με δάκρυα όταν έφθασε το ασθενοφόρο να την παραλάβει. 'Ηθελε να μείνει στο σπίτι της μέχρι το τέλος. Τελευταία προσπάθεια των φίλων της ήταν να τηλεφωνήσουν στον πνευματικό της μήπως αναγκαστεί να τον υπακούσει. 'Ομως την ώρα που προσπαθούσε να την μεταπείσει, η καρδιά της την πρόδωσε. 'Ενα ισχαιμικό επεισόδιο ήταν και το μοιραίο. 'Αφησε την τελευταία της πνοή, ενώ πριν από λίγα λεπτά ήθελε να περιποιηθεί τον “αγαπημένο της γιό”, όπως έλεγε τον πατέρα των τελευταίων παιδιών που μεγάλωσε, που είχε έλθει να τη βοηθήσει, πίνοντας μαζί του αφέψημα λουϊζας από τον κήπο της.
Είχε αποκτήσει με τα χρόνια μεγάλο αριθμό ψυχοφελών και εκκλησιαστικών βιβλίων που προσφέρθηκαν μετά την αποδημία της για τον εμπλουτισμό ενοριακής βιβλιοθήκης.
Ανεκπλήρωτο όνειρο πολλών χρόνων ήταν για εκείνη να ντυθεί το μοναχικό ένδυμα και να ζήσει πλέον σε γυναικεία μονή. Οι συνεχείς υποχρεώσεις όμως δεν της το επέτρεψαν όσο ήταν ακόμη νέα και έτσι αργότερα έζησε στο χώρο της ως πραγματική μοναχή.
'Οταν συγκεντρώθηκε ο ρουχισμός της για να δοθεί σε ιδρύματα της περιοχής, βρέθηκε και μια μικρή βαλιτσούλα. Περιείχε πλήρη μοναχική ενδυμασία, ετοιμασμένη από χρόνια αλλά αχρησιμοποίητη.
Είθε Βασιλεία να σε έχει δεχθεί ο Κύριος στις αιώνιες μονές της Βασιλείας του.
Κ. Ρ.