ΜΑΡΤΥΣ ΤΗ ΠΡΟΑΙΡΕΣΕΙ

 

agioi.jpg

  Λέγει ο Μ. Βασίλειος στην ομιλία του προς τους 40 μάρτυρες που μαρτύρησαν στη λίμνη της Σεβαστείας το 320 μ. Χ. «Μακάρισον γνησίως τον μαρτυρήσα-ντα, ίνα γένη μάρτυς τη προαιρέσεικαι εκβής χωρίς διωγμού, χωρίς πυρά, χωρίς μαστίγων, τον αυτών εκείνοις μισθών ηξιωμένος». Δηλαδή να μακαρίσεις αληθινά, πραγματικά, χωρίς προσποίηση, αυτόν που μαρτύρησε, δια να γίνεις μάρτυς κατά την διάθεση και θα καταλήξεις να αξιωθείς τους ίδιους μισθούς με εκείνους, χωρίς να διωχθείς, χωρίς να καείς στη φωτιά, χωρίς να μαστιγωθείς.

  Περίεργα αλλά και αξιοπρόσεκτα τα λόγια αυτά του Μ. Βασιλείου· ότι δηλαδή μπορούμε να γίνουμε μάρτυρες κατά τη διάθεση μας και ν’ απολαύσουμε τους ίδιους μισθούς, τα ίδια στεφάνια μ’ αυτούς, χωρίς να διωχθούμε, χωρίς να καούμε, χωρίς να μαστιγωθούμε και γενικά χωρίς να υποστούμε τα όσα υπέστησαν οι διάφοροι μάρτυρες της πίστεως μας. Τα λόγια αυτά τα κατανοούμε όταν σκεφθούμε τι λέγει ο άγιος Χρυσόστομος στον κατηχητικό του λόγο που διαβάζουμε το βράδυ της Αναστάσεως. Ο Θεός, λέγει ο άγιος, «Και τα έργα δέχεται και την γνώμην ασπάζεται. Και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν επαινεί».

  Και αυτό γίνεται όχι μόνο θετικά, στα έργα της αρετής, αλλά και αρνητικά στα έργα της αμαρτίας.«Πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού (Ματθ. 5,28)» λέγει ο Κύριος στην επί του όρους ομιλία του. Εδώ ο Κύριος ξεκάθαρα θεωρεί μοιχεία όχι μόνο την πράξη αλλά και τη διάθεση. την αποδοχή της αμαρτωλής επιθυμίας, τη συγκατάθεση σε τυχόν προσβολή του σατανά ή του αμαρτωλού εγώ μας. Τα κοσμικά δικαστήρια δικάζουν μόνο την πράξη· το θεϊκό δικαστήριο δικάζει και το φρόνημα.Γι’ αυτό ο Μ. Βασίλειος λέγει· « Και γυναίκα δεν γνωρίζω και παρθένος δεν είμαι.» Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας παρθένους μ’ όλη τη σημασία της λέξεως θεωρεί ελάχιστους αγίους. Την Παναγία μας, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον Ιωάννη τον Θεολόγο και μερικούς άλλους ελάχιστους.

  Μάλιστα το φρόνημα, το ιδεολογικό πιστεύω, τη διάθεση, η Εκκλησία μας ενίοτε, τα θεωρεί πιο σπουδαία από την ίδια τη πράξη. Στον 49ον ψαλμό π.χ. λέγει· «Τω δε αμαρτωλώ, είπεν ο Θεός· Ινατί συ εκδιηγή τα δικαιώματα μου και αναλαμβάνεις την διαθήκην μου διά στόματος σου; Συ εμίσησας παιδείαν και εξέβαλες τους λόγους μου εις τα οπίσω. Ει εθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αυτώ και μετά μοιχού την μερίδα σου ετίθεις…». Σαφώς εδώ αμαρτωλός, ανάξιος να κάνει κήρυγμα και να εξαγγείλει το θέλημα του Θεού, δεν είναι απλά αυτός που έχει αμαρτωλές πράξεις αλλά αυτός που μισεί την παιδεία του Θεού, που δεν υπολογίζει τα λόγια του. Που όχι απλώς κλέβει ή μοιχεύει αλλά που βοηθάει τον κλέφτη και που τίθεται αλληλέγγυος με τον μοιχό. Που τους συμπαραστέκεται δηλαδή ηθικά, τους στηρίζει, τους εμψυχώνει, τους χειροκροτεί αν θέλετε. Αυτό είναι το άκρον άωτον της κακίας το οποίο δεν επιδέχεται καμμία δικαιολογία και δεν σηκώνει καμμία επιείκεια. Η πράξη ενίοτε οφείλεται και σε αδυναμία και σε λιποψυχία και σε έλλειψη σθένους και ψυχικής αντοχής. Αλλά το φρόνημα, το ιδεολογικό πιστεύω, η επιθυμία, αυτά είναι και αξιότιμα και αξιόποινα.

  Έτσι ο Αβραάμ πηγαίνει να θυσιάσει τον υιό του και ο Θεός θεωρεί ότι έδειξε τη πίστη του και δεν αφήνει να κάνει την πράξη. Ο Ησαύ σε μια στιγμή απερισκεψίας προτιμά ένα πιάτο φακή, από την ευλογία του Θεού που δόθηκε στον προπάππο του τον Αβραάμ, και έτσι χάνεται άπαξ δια παντός από το σχέδιο του Θεού. Μα για ένα πιάτο φακή τιμωρήθηκε έτσι σκληρά; Ναι γιατί έτσι έδειξε το χαμερπές φρόνημά του.

  Συνεπώς όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα να βιώσουμε το μαρτύριο στη πράξη, στα επίπεδα που το βίωσαν οι μάρτυρες, μπορούμε να το βιώσουμε στη προαίρε-ση μας κι έτσι να λάβουμε το μισθό των μαρτύρων. Είναι κάτι παρόμοιο με το μαρτύριο της συνειδήσεως και της σωματικής ασκήσεως που βιώνουν οι σωστοί μοναχοί και ασκητές. Όταν πέρασε η περίοδος των διωγμών και άρχισε η Εκκλησία να εκκοσμικεύεται, αυτοί που ενεπνέοντο από το λεγόμενο ενθουσιαστικό στοιχείο , έφυγαν στην έρημο για να ζήσουν με άκρα αυταπάρνηση και άσκηση, με συνεχή νήψη και προσευχή, βιάζοντας συνεχώς το σαρκικό φρόνιμά τους και έχοντας συνεχώς ενώπιον τους ως μόνο όραμα, πόθο και επιθυμία, την βασιλεία των ουρανών. Η Εκκλησία τους θεώρησε ως διαδόχους των μαρτύρων και τους περιέβαλλε με παρόμοια τιμή και σεβασμό όπως και τους μάρτυρες προηγουμένως.

  Πάντως οι μάρτυρες «τη προαιρέσει» ή «τη συνειδήσει» ακόμη και όταν δεν αντιμετωπίζουν τα φόβητρα του μαρτυρίου, λένε όχι στα θέλγητρα του κόσμου και της αμαρτίας, πράγμα που είναι το ίδιο οδυνηρό και μαρτυρικό.Μη ξεχνάμε ότι ο Αδάμ και η Εύα δεν έχασαν τον παράδεισο λόγω κάποιου μαρτυρίου που δεν το άντεξαν, αλλά λόγω μη αντιστάσεως στο θέλγητρο του απαγορευμένου καρπού, του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού. Το να έχουμε τη δύναμη να λέμε όχι στα θέλγητρα του σατανά και της αμαρτίας, είναι εξ’ ίσου σπουδαίο και σημαντικό με το να μη υποκύπτουμε στη βία και την πίεση των σατανικών δυνάμεων.

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή