![]() |
![]() |
Ἡ τιμὴ πρὸς ὁποιονδήποτε μάρτυρα δὲν εἶναι κάτι τυπικό, δὲν εἶναι θέμα ἐκκλησιαστικῆς ρουτίνας ἢ ἁπλῶς λειτουργικοῦ ἐθίμου, ἀλλὰ εἶναι κάτι οὐσιαστικό, ζωτικό, σπουδαιότατο γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ὅσο σπουδαία εἶναι ἡ Μ. Πέμπτη καὶ ἡ Μ. Παρασκευὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, τὸ ἴδιο σπουδαία εἶναι καὶ τὰ μαρτύρια τῶν ἁγίων μας. Ὅτι εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶναι καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ μάρτυρος. Λέγει ὁ Ἄπ. Παῦλος' «Νῦν χαίρω ἐν τοὶς παθήμασί μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τὴ σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ»(Κόλ.1,24). Δηλαδὴ τὰ πάθη τοῦ μάρτυρος εἶναι ὡς τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μάρτυρας πάσχει καὶ «ἀνταναπληροὶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ». Ὅσα δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ ὑποστεῖ ὁ Χριστὸς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ποὺ θὰ τὰ ὑφίστατο ἐὰν ζοῦσε, σὲ κάθε χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἱστορίας, τὰ ὑφίσταται ὁ μάρτυς. Ἡπάσχουσα Ἐκκλησία εἶναι' «Ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας». Ὁ ἀρχιμάρτυς καὶ πρωτομάρτυς Χριστὸς θεωρεῖ δικά του τὰ πάθη τῶν ἀδελφῶν Του. Οἱ μάρτυρες εἶναι ὅπως ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος, ποὺ σήκωσε τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ὅταν ἐκεῖνος δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ τὸν σηκώσει. Ὁ παντοδύναμος Θεὸς γιὰ νὰ δοξάσει τοὺς ἀνθρώπους του καὶ νὰ τοὺς μεγαλύνει, κάνει τὸν ἀδύνατο ὥστε καὶ αὐτοὶ νὰ συμμετάσχουν στὸ ἀπολυτρωτικό του ἔργο.
Ὁ Παῦλος ποὺ λέγει «ἀνταναπληρῶ» τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν καταδίωκε τοὺς χριστιανοὺς ἔξω ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ – πρὸ τῆς προσελεύσεώς του στὴν Ἐκκλησία – τυφλώθηκε ἀπὸ τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔπεσε κάτω. Τότε ἄκουσε φωνὴ νὰ λέγει' «Σαοὺλ Σαούλ, τί μὲ διώκεις»(Πράξ.9,5); Ἡ φωνὴ αὐτὴ ἦταν τοῦ Κυρίου. Δὲν εἶπε ὁ Κύριος γιατί κυνηγᾷς τοὺς πιστούς μου, τοὺς ὀπαδούς μου, ἀλλὰ γιατί διώκεις ἐμένα. Δηλαδὴ ἡ θεολογία τῆς ἁγίας Γραφῆς, ταυτίζει τὸν διωγμὸ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν διωγμὸ τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι μόνο τὸν ταυτίζει, ἀλλὰ καὶ τὸν προλέγει καὶ τὸν προϋποθέτει, ἐὰν εἴμαστε σωστοὶ μαθητές του. «Εἰ ἐμὲ ἔδιωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν»(Ἰω.15,20). Ἃς θυμηθοῦμε καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ παρουσιάζει ὁ ἄπ. Παῦλος ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος κτυπᾷ ἕνα μέλος τοῦ σώματος, κτυπᾷ οὐσιαστικὰ τὴν κεφαλὴ τοῦ σώματος. Καὶ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. Ὅπως ὅταν ἁμαρτάνει ὁ πιστὸς εἰς «Χριστὸν ἁμαρτάνῃ»(Ἅ΄Κόρ.8,13) καὶ κάνει «τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ πόρνης μέλῃ»(Ἅ΄Κόρ.6,16) ἔτσι ὅταν μαρτυρεῖ, οὐσιαστικὰ τὸ πάθος τοῦ γίνεται πάθος Χριστοῦ.
Ὅτι εἶναι, λοιπόν, γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ Μ. Πέμπτη ἢ Μ. Παρασκευὴ εἶναι καὶ ἡ ἐπέτειος τοῦ μάρτυρος. Ὅτι εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ κυρίου εἶναι καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ μάρτυρος. Ὅταν ἐκεντήθη ὑπὸ τοῦ Ρωμαίου στρατιώτου, ἡ ἄχραντος πλευρὰ τοῦ Σωτῆρα μας, καὶ «ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ», ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐρμηνεύοντας τὸ σημεῖο αὐτό, θυμᾶται τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων καὶ γράφει σὲ ἐγκώμιό του στοὺς ἁγίους Πάντες' «Τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων τὸ βλέπουν ἄγγελοι καὶ χαίρονται καὶ εὐχαριστιοῦνται. τὸ βλέπουν δαίμονες καὶ φρίττουν. αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ διάβολος τρέμει. Διότι δὲνεἶναι ἁπλὸ αἷμα αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἀλλὰ εἶναι αἷμα σωτήριο, αἷμα ἅγιο, αἷμα ἄξιο τῶν οὐρανῶν, αἷμα ποὺ ποτίζει τὰ φυτὰ τῆς Ἐκκλησίας. Βλέπει τὸ αἷμα ὁ διάβολος καὶ φρίττει. Διότι θυμᾶται τὸ αἷμα τοῦ Δεσπότη ποὺ ἔρευσε. Ἡ πλευρὰ ποὺ λογχίσθηκε ἔγινε αἰτία μύριες πλευρὲς νὰ λογχίζονται».
Τὸ αἷμα αὐτὸ τῶν μαρτύρων τὸ φορὰ ἡ Ἐκκλησία ὡς «πορφύραν καὶ βύσσον» καὶ στολίζεται ὅπως λέγει τὸ ἀπολυτίκιο τῶν ἁγίων Πάντων' «Τῶν ἐν ὄλῳ τῷ κόσμῳ μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καὶ βύσσον, τὰ αἵματα ἡ Ἐκκλησία σου στολισάμενη, δι’ αὐτῶν βόα σοί, Χριστὲ ὁ Θεός. Τῷ λαῷ σου τοὺς οἰκτιρμούς σου κατάπεμψον, εἰρήνην τὴ πολιτεία σου δώρησαι, καὶ ταὶς ψυχαὶς ἠμῶν τὸ μέγα ἔλεος». Οἱ σταυρωτές του Χριστοῦ γιὰ νὰ τὸν ἐμπαίξουν τὸν ἕντυσαν «ψευδῆ πορφύρα» καὶ ὁ διάβολος γιὰ νὰ ἐξουθενώσει τὴν Ἐκκλησία χύνει συνεχῶς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τὸ τίμιο αἷμα τῶν μαρτύρων. Ὅμως αὐτὸ εἶναι τὸ ὡραιότερο στολίδι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ μεγαλύτερη δύναμη ποὺ τὴν ἐνισχύει.
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἐπειδὴ προσπαθοῦσαν οἱ χριστιανοὶ τῆς Ρώμης νὰ τὸν ἀπελευθερώσουν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ τὸν εἶχαν συλλάβει στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ τὸν προωθοῦσαν στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ τὸν φάνε τὰ θηρία στὸ Κολοσσαῖο, γράφει τὰ ἑξῆς' «Φοβᾶμαι τὴν ἀγάπη σας. Μή μου κάνετε καμμία ζημιά. Καμμία ἄκαιρη εὔνοια. Ἂν δὲν μ’ ἀφήσετενὰ μαρτυρήσω θὰ εἶμαι ἀνθρώπινη φωνή. Ἂν μ’ ἀφήσετε θὰ εἶμαι λόγος Θεοῦ! Λόγος Θεοῦ ἀποβαίνει ὁ μάρτυς σύμφωνα μὲ τὰ λεγόμενα τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου. Τί τολμηρὸς χαρακτηρισμός! Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος δὲν σταματᾷ ἐδῶ τὴν παρομοίωση, συνεχίζει καὶ λέγει' «Εἶμαισῖτος. Ἀφῆστε τὰ δόντια τῶν λιονταριῶν νὰ μὲ ἀλέσουν γιὰ νὰ γίνω ἄρτος Θεοῦ». Ἄρτος ὀνομάζεται ὁ Χριστὸς στὸ κατὰ Ἰωάννη εὐαγγέλιο(Πρβλ.Ἰω.6,32-59). Ἔτσι αὐτοχαρακτηρίζεται ὁ Χριστός μας. Καὶ μάλιστα λέγει ὅτι' «Ὁ ἄρτος αὐτὸς εἶναι ἡ σάρκα μου… Αὐτὸς ποὺτρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου ἔχει ζωὴ αἰώνιο καὶ ἐγὼ θὰ τὸν ἀναστήσω κατὰ τὴν ἔσχατη ἡμέρα τῆς κρίσεως». Λοιπόν, Ἄρτος Θεοῦ= Θεία Κοινωνία. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος παραλληλίζει τοὺς μάρτυρες μὲ ἄρτο Θεοῦ. Δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ἔχει ὁ Χριστὸς κατ’ οὐσία, τὸ ἀποκτάει ὁ μάρτυς κατὰ χάρη. Γίνεται ἄρτος Θεοῦ καὶ τρέφει τὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὸ παράδειγμά του, μὲ τὸ αἷμα του, μὲ τὴν προσευχή του, μὲ τὴν δράση του, τὴν ἓν χρόνω καὶ τὴν μετὰ θάνατον, διότι οἱ ἅγιοι ἐνεργοῦν ὄχι μόνο ζῶντες ἀλλὰ καὶ κεκοιμημένοι. Τέλος μὲ τὸ λείψανό του ποὺ βρύει ἁγιασμό, καὶ «παντοδαπᾶς ἰάσεις».
Ἐν τέλει ὁ μάρτυς μετατρεπόμενος εἰς ἄρτον Θεοῦ, προσλαμβάνει μυστικὰ καὶ ἄρρητα τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Γίνεται μονὴ καὶ κατοικία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ στὴ ἁγία τράπεζα, ποὺ εἶναι ὁ τάφος τοῦΧριστοῦ, θέτουμε λείψανα μαρτύρων. Διότι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν τὸ ἔχουμε. ἀνελήφθη. Ἀντὶ γιὰ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὅμως ἔχουμε τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος. Δὲν εἶναι ἰδιοτροπία τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων αὐτὸ ἀλλὰ βιβλικὴ ἀποκάλυψη. Ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος βλέπει σὲ ὅραμα τοῦ «τᾶς ψυχᾶς τῶν ἐσφαγμένων διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρία τοῦ ἀρνίου, ὑποκάτω τοῦ(οὐρανίου) θυσιαστηρίου»(Ἀποκ.5,9). Ἀφοῦ οἱ ψυχὲς τῶν μαρτύρων εἶναι στὸ οὐράνιο θυσιαστήριο, τὰ σώματά τους ποὺ ἐναπέμειναν στὴ γῆ, τὰ θέτει ἡ στρατευόμενη Ἐκκλησία στὰ ἐπὶ γῆς θυσιαστήρια.
Συνεπῶς ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας ἔρχεται νὰ πραγματοποιήσει τὰ ὅσα στὴ θεωρία διατυπώνει ἡ Γραφὴ καὶ ἡ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «Πρᾶξις ἐπίβασις θεωρίας». Ἡ πράξη εἶναι τὸ ὑπόβαθρο, τὸ θεμέλιό της θεωρίας.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ