Ο Ευθύμιος Καρακώστας κατήγετο από το χωρίον Στάνου Αμφιλοχίας. Είχε περιπετειώδη βίον, αλλά ανεδείχθη πνευματική προσωπικότης. Εις ηλικίαν 19 ετών εσυκοφαντήθη διά φόνον συγχωριανού του. Δύο ψευδομάρτυρες κατέθεσαν ψευδώς ότι τον είδον να πυροβολεί το θύμα. Δι' αυτό κατά παραχώρησιν Θεού, “οις κρίμασι Κύριος γνωρίζει”, κατεδικάσθη εις θάνατον. Παρ' ότι ήτο ακόμη νεανίας, εν τούτοις όμως αντιμετώπισε με θάρρος και ψυχραιμίαν την άδικον και εις θάνατον καταδίκην του. Μόνον παρεκάλεσε τους αρμοδίους δικαστικούς να μην τον εκτελέσουν εις την 'Αρταν όπου ήτο φυλακισμένος, κοντά εις την πατρίδα του, αλλά να τον μεταφέρουν εις άλλο μέρος μακράν του χωρίου του.
Το πρώτο βράδυ μετά την καταδίκην του επαρουσιάσθη εις αυτόν κατ' όναρ η Παναγία ως μαυροφόρα γυναίκα, τον ενεθάρρυνε και τον εβεβαίωσεν ότι θα πάρει χάριν και δεν θα εκτελεσθεί. Πράγματι, όπως του είπεν η Παναγία, η οποία ασφαλώς τον αγαπούσε, πήρε χάριν και η ποινή του μετετράπη εις “ισόβια δεσμά”.
Εις την φυλακήν έδειξεν αρίστην διαγωγήν και ήλκησεν την συμπάθειαν όλων. 'Εδειξε δε μεγάλην υπομονήν και ανεξικακίαν και αντιμετώπισε την αδοκιμασίαν και αδικίαν αυτην με την πίστιν και την ελπίδα εις τον δικαιοκρίτην Θεόν, εφ' όσον Αυτός επέτρεψε να τιμωρηθεί αδίκως. Δι' αυτό ετάχθη να αφιερωθεί εις τον Θεόν και να γίνει μοναχός. Και πράγματι εκπληρών την υπόσχεσίν του έγινε μοναχός μέσα είς την φυλακήν.
Ως φυλακισμένος έκαμνε ιεραποστολή μεταξύ των άλλων φυλακισμένων. 'Εγινε ο δάσκαλος και σύμβουλος αυτών και πολλούς εξ αυτών ωδήγησεν εις μετάνοιαν. Αλλά ο Πανάγαθος Θεός τον προώριζε διά την υπηρεσίαν της Εκκλησίας του. Δι' αυτό εβράβευσε την υπομονήν του και την πίστιν του. Είχαν περάσει 21 χρόνια εις την φυλακήν και ευρίσκετο εις ηλικίαν 40 ετών. Τότε συνέβη να αρρωστήσει προς θάνατον ο πραγματικός φονιάς και δεν παρέδιδε το πνεύμα. Οπότε εκάλεσε τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα της Κοινότητος και ωμολόγησε δημοσίως, ότι ο Ευθύμιος Καρακώστας αδίκως κατεδικάσθη, διότι τον φόνον εκείνον τον έκαμεν αυτός. Κατόπιν τούτου ο μεν άρρωστος φονιάς παρέδωκε το πνεύμα, ο δε αδικοφυλακισμένος Ευθύμιος απεφυλακίσθη πλέον.
'Ολοι περίμεναν τώρα να εκδικηθεί τους ψυδομάρτυρας, οι οποίοι τον κατεδίκασαν. Αυτός όμως όχι μόνον δεν τους εξεδικήθη, αλλά τους συνεχώρησε και τους ευεργέτησε και τους παρέθεσε τράπεζα και φάγανε μαζί μετά εγκαρδιότητος. Απέφυγε να ακολουθήσει επικερδή επαγγέλματα και επιχειρήσεις, που του προσεφέρθησαν μετά την αποφυλάκισίν του. Προετίμησε την εκουσίαν πτωχείαν και το ταπεινό ένδυμα του Μοναχού. Δι' αυτό απεσύρθη αμέσως εις Μοναστήριον διά να μονάση.
Κατ' αρχήν εμόνασεν εις την διαλελυμένην Ιεράν Μονήν της Παναγίας Αγρίλου. Διά να αποφύγει τους πειρασμούς και διά περισσοτέραν ησυχίαν μετέβη κατόπιν εις το ερημοκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, το οποίον ευρίσκεται μεταξύ Κεχρινιάς και Κομποθέκλας της περιοχής Βάλτου.'Υστερα τον εύρεν ο τότε Μητροπολίτης Αιτ/νίας Κων/νος. Επειδή αδίκως κατεδικάσθη και ως εκ τούτου η καταδίκη του δεν αποτελούσε κώλυμα ιερωσύνης, δι' αυτό ο Μητροπολίτης εκτιμών τας αρετάς του και την καλωσύνην του τον εχειροτόνησεν ιερομόναχον, σχεδόν παρά την θέλησίν του. Τον έκαμε και Πνευματικόν και τον διώρισεν κατ' αρχήν Ηγούμενον εις την Ιεράν Μονήν Ρέθα Βάλτου. Εκεί εκάθισε περίπου 5–6 χρόνια και κατόπιν μετετέθη εις την Ιεράν Μονήν Ρόμβου και έγινε Ηγούμενος. Εις την Ρόμβου εκάθισε περίπου 13 χρόνια και ανέπτυξε πλουσίαν πνευματικήν δράσιν.
Σημειωτέον δε ότι όταν επήγεν εις την φυλακήν δεν ήξερε καθόλου γράμματα. Μέσα εις την φυλακήν έμαθεν ολίγα γράμματα και διάβαζε . Εις αυτόν εφαρμόζονται απολύτως τα λόγια του αποστόλου Παύλου: “Τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν” (Ρωμ. 8. 28). Διότι εάν δεν πήγαινε φυλακή δεν θα μάθαινε γράμματα και δεν θα εγίνετο ούτε και Κληρικός. Ωμιλούσε πρακτικά και ήτο άριστος Πνευματικός. 'Ητο ζηλωτής καλών έργων και οδηγός ψυχών. Περιώδευε συνεχώς όλα τα χωριά και εξομολογούσε. Παντού όπου εύρισκε χριστιανόν τον προέτρεπε εις μετάνοιαν και εξομολόγησιν καια τον εξωμολογούσε καθ' όδόν. Εις την Ιεράν Μονήν όποιος και εάν επήγαινε δεν θα τον άφηνε να φύγη, εάν δεν εξομολογείτο. Είχε πειστικήν ικανότητα. Διότι ήτο άνθρωπος του Θεού χαριτωμένος και τον χρησιμοποιούσε ο Θεός ως όργανόν του προς σωτηρίαν ψυχών. Δι' αυτό και τον φθονούσε και τον πολεμούσε ο Διάβολος πολύ. Παντού ο Διάβολος όπου πήγαινε του προκαλούσε πειρασμούς και διάφορα ζητήματα. Του έκαμνε θόρυβον, του κτυπούσε τα παράθυρα του κελλίου του, τον ειρωνεύετο και τον αναγελούσε. 'Αλλοτε δε εβογκούσε έξω από το κελλί του την νύκτα, ως να ήτο άνθρωπος βαριά τραυματισμένος. Αυτός δε απέφευγε πάντοτε τους πειρασμούς και αναχωρούσε δι' άλλο μέρος, διά να ευρίσκεται εν ειρήνη και ησυχία.
Το θέρος μετέβαινεν εις τον Κάλαμον με τα ιερά λείψανα της Ι. Μονής, και παρέμενεν επί ένα μήνα φιλοξενούμενος εις το σπίτι του αειμνήστου Παπασκαρωγιάννη. Οι κάτοικοι του Καλάμου τόσον ευλαβούντο την Παναγία την Ρουμπιάτισσα, ώστε όλοι εκαλούσαν τον Παπαευθύμιον με τα ιερά λείψανα εις το σπίτι τους και έκαμνον παρακλήσεις της Παναγίας.
'Ο,τι του έδιδον οι χριστιανοί το έπαιρνεν, αλλά το έδιδεν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. Διότι ήτο εις το άκρον ελεήμων, ποτέ δεν είχε χρήματα μαζί του, διότι τα έδιδε εις τους πτωχούς και επροίκιωνε ορφανά και πτωχά κορίτσια. 'Ητο νηστευτής και πιστός τηρητής των μοναχικών παραδόσεων. Αγαπούσε την Εκκλησίαν και είχε μεγάλην πίστιν και ηργάζετο εις τον αμπελώνα του Κυρίου με αυταπάρνησιν και ανιδιοτέλεια. Δι' αυτό και ανέδειξε στελέχη της Έκκλησίας και έγιναν ευσεβείς Κληρικοί.
Ο π. Παληογιάννης λέγει, ότι όποιον άρρωστο εδιάβαζε, εθεραπεύετο. Τέλος δε διετέλεσεν ηγούμενος και εις τας Ιεράς Μονάς Αγγελοκάστρου και Αμπελακιώτισσας και έφθασε εις βαθύ γήρας εργαζόμενος επωφελώς εις τον αμπελώνα του Κυρίου, οδηγώντας ψυχάς εις σωτηρίαν.
Εκοιμήθη εις Μεσολόγγιον κατά το διάστημα της Γερμανικής κατοχής 1943-44 εις ηλικίαν 80 περίπου ετών. Ενοσηλεύθη φιλοξενούμενος εις γνωστήν του οικογένεια εις Μεσολόγγιον και εκηδεύθη δι' εξόδων της Ιεράς Μητροπόλεως. Ο δε Ιεροκήρυξ π. Σωφρόνιος Παπακυριακού του εξεφώνησεν λίαν εγκωμιαστικόν και συγκινητικόν Επικήδειον λόγον. Αιωνία του η μνήμη.
Ο π. Ι. Παληογιάννης ο οποίος τον εγνώριζε καλώς και συνηργάζετο μαζί του, περί του αειμνήστου π. Ευθυμίου, μεταξύ άλλων γράφει και τα εξής:
“Εκείνος που απετέλεσε σταθμόν καλής διοικήσεως και την κατέστησε (την Ιεράν Μονήν Ρόμβου) πνευματικόν κέντρον ήτο ο αείμνηστος Ιερομόναχος π.Ευθύμιος Καρακώστας. Αν και ολιγογράμματος είχε μεγάλην ευσέβειαν και είχε και το χάρισμα της πνευματικής Πατρότητος. 'Ητο εκ των διακεκριμένων Πνευματικών της περιφερείας, ευσεβής, ασκητικός, φιλάνθρωπος και ιδίως ήτο το παράδειγμα ευσεβούς κληρικού. Εξωμολογούσε εις όλην την Ακαρνανίαν, Κάλαμον και όπου συναντούσε αμαρτωλούς τους έφερνε εις την μάνδραν της Εκκλησίας”.
Αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Κατσαμπίρης
(Περιοδικό “ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΊΑ”)