ΕΙΔΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Α΄. Η προσευχή με θυσία.


  Στις πρώτες σελίδες της Βίβλου βλέπουμε, μόλις αρχίζει η ιστορία του ανθρώπου έξω από τον παράδεισο, ο Αδάμ και η Εύα να συνευρίσκονται και ν’ αποκτούν τα πρώτα τους παιδιά, τον Κάιν και τον Άβελ. Η πρώτη πράξη από τη ζωή των παιδιών τους, που ιστορεί η Γραφή, είναι η θυσία που προσφέρουν στο Θεό. Η θυσία είναι προσευχή στην οποία προσφέρουμε και κάτι. Ζώα, καρπούς, λάδι, θυμίαμα, κερί και άλλα παρόμοια. Χωρίς κανένας να τους διδάξει, χωρίς κανένας να τους το επιβάλλει, τα παιδιά των πρωτοπλάστων προσεύχονται και προσφέρουν από μόνα τους θυσία. Κι αυτό συμβαίνει διότι η δημιουργία του ανθρώπου έχει θεϊκή προέλευση και συνεπώς εκ φύσεως ο άνθρωπος ρέπει προς το Θεό. Όπως είναι αδύνατο στον άνθρωπο να μη αναπνέει, να μη τρώει, να μη κοιμάται, να μη ξεκουράζεται, έτσι είναι αδύνατο να μη θρησκεύει. Μόνο από διαστροφή, ή μάλλον από υποκρισία, ο άνθρωπος αρνείται να θρησκεύσει.

  Λοιπόν το πρώτο είδος προσευχής είναι αυτή η έμφυτη και αρχέγονη και προαιώνια ροπή του ανθρώπου προς το Θεό που καταλήγει σε προσευχή και θυσία. Από το απλό κεράκι μέχρι και το πιο ακριβό δώρο και αφιέρωμα. Βέβαια για τη Γραφή η πιο μεγάλη και σωστή θυσία είναι η απόλυτη υπακοή στο Θεό και στο θέλημά του.



  Ας προσέξουμε ότι η θυσία, ανθρωπίνης επινοήσεως βέβαια, εμφανίζεται μετά τη πτώση του ανθρώπου. Μέσα στον παράδεισο η προσευχή των πρωτοπλάστων ήταν προσευχή δοξολογίας και ευχαριστίας και υπακοής προς το Θεό. Δεν υπήρχε τότε το «Κύριε ελέησον», γιατί ακριβώς δεν υπήρχε η ενοχή του ανθρώπου και η κατάνυξη. Η προσευχή των πρωτοπλάστων ήταν όπως η προσευχή του Χριστού στην Καινή Διαθήκη. Θυσία υπήρχε μόνο στη μορφή της υπακοής όπως προαναφέραμε. Αλλά δυστυχώς αυτή τη θυσία δεν την προσφέρανε μέχρι τέλους οι πρωτόπλαστοι, με αποτέλεσμα να συμβεί η πτώση και η έξοδος από τον παράδεισο και οι άνθρωποι να στραφούν σε δικές τους θυσίες-επινοήσεις αργότερα.

  Κι όμως και στη μεταπτωτική θυσία-προσευχή εμφανίζεται μία διαφοροποίηση. Ο Κάιν -που είναι μια κουτοπόνηρη, εμπαθής, ιδιοτελής ψυχή- θρησκεύει μεν, αλλά προσφέρει στο Θεό τα πιο τυχαία και ευτελή γεωργικά του προϊόντα. Ενώ ο Άβελ που είναι καλλιεργημένος, αγαθός και πιστός άνθρωπος προσφέρει τα πρωτότοκα και πιο παχιά πρόβατά του. «Πίστει πλείονα θυσίαν Άβελ παρά Κάιν προσήνεγκε τω Θεώ (Εβρ. 11,4). Ας θυμηθούμε επίσης την προσευχή του Τελώνη και του Φαρισαίου για να κατανοήσουμε πλήρως το θέμα μας. Ο Θεός την προσευχή και τη θυσία που προέρχεται απλώς από την έμφυτη θρησκευτικότητα του ανθρώπου δεν τη θέλει ούτε τον συγκινεί. Επιζητεί όμως και ευαρεστείται στη προσευχή και τη θυσία που έχει ως κίνητρο και αφορμή την πίστη και την υπακοή. Ας διαβάσουμε το πρώτο κεφάλαιο του προφήτου Ησαΐα για να καταλάβουμε τι προσευχές και θυσίες θέλει ο Θεός και ποιες αποστρέφεται μετά βδελυγμίας.



Β΄. Δέηση λόγω ανάγκης ή θλίψεως.

  Είναι μία πολύ συνηθισμένη περίπτωση που προσφεύγουμε στο Θεό. Οι προφήτες λέγουν· «Κύριε, εν θλίψει εμνήσθην σου» (Ησ. 26,16) και «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου» (Ιων. 2,3). Τονίζει δε η αγία Γραφή ότι ο Ισραήλ πολλές φορές, όταν απολάμβανε ησυχία και ευμάρεια τα αγαθά του Θεού, μη έχοντας κανένα πρόβλημα, τότε ξεχνούσε το Θεό. «Έφαγεν Ιακώβ και ενεπλήσθη, και απελάκτισεν ο ηγαπημένος, ελιπάνθη, επαχύνθη, επλατύνθη και εγκατέλιπε τον Θεόν τον ποιήσαντα αυτόν. Και απέστη από Θεού σωτήρος αυτού» (Δευτ.32,15) λέγει χαρακτηριστικά. Όταν όμως αντιμετώπιζε οριακά προβλήματα και φοβερές δοκιμασίες, τότε επέστρεφε στο Θεό εν μετανοία και εξομολογήσει. Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι όπως το νερό πιεζόμενο δημιουργεί τον πίδακα του σιντριβανιού έτσι και η θλίψη εκσφενδονίζει την προσευχή του ανθρώπου προς τον ουρανό.

  Βέβαια χρειάζεται ο πιστός να διαθέτει μεγάλη πίστη και υπομονή, διότι υπάρχει κίνδυνος πάνω στο πόνο και την απελπισία του να στραφεί και σε αλλότριους θεούς και σε είδωλα ή υποκατάστατα του αληθινού Θεού. Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος και άλλοι πατέρες ότι, αυτός που δεν παίρνει απάντηση στο αίτημά του από τον αληθινό Θεό και δεν τρέχει αλλού για να το επιλύσει, θεωρείται μάρτυς της πίστεως και ως μάρτυς θα δοξασθεί από τον Θεό.



Γ΄. Αίσθηση της ανάγκης του Θεού.

  Λέγει ο ψαλμωδός· «Ο Θεός, ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω· εδίψησε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σάρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω» (Ψαλ. 62,1). Κύριε ξυπνώ και η σκέψη μου πάει αμέσως σε σένα. Σε διψά η ψυχή μου και το σώμα μου. Καίγομαι κυριολεκτικά για σένα και ποθώ να σε συναντήσω, βρισκόμενος σ’ αυτή την έρημη, άβατη και άνυδρη έρημο της κοινωνίας μας. «Εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου» θα προσθέσει πιο κάτω. Όπως τα υδροχαρή φυτά καίγονται για νερό έτσι και ο πιστός καίγεται για προσωπική επαφή με το Θεό. Αδιαφορεί για επαφές με ανθρώπους ισχυρούς και δυνατούς. Δεν είναι ανθρωποκεντρικός αλλά Θεοκεντρικός. Πιστεύει με βεβαιότητα ότι· «Η βοήθειά μου παρά Κυρίου του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην» (Ψαλ. 120,1).

  Το ότι η προσευχή είναι ζωτική και αδήριτη ανάγκη φαίνεται και στη διδασκαλία του αγίου Χρυσοστόμου. Λέγει ο άγιος πατήρ ότι η προσευχή είναι για τον άνθρωπο ότι είναι για τον οφθαλμό το φως, για το ψάρι το νερό, για το σώμα τα νεύρα. Ο άνθρωπος που δεν προσεύχεται μοιάζει με τυφλό που δεν βλέπει τίποτα, με το ψάρι που σπαρταρά εναγώνια έξω από το νερό, με το σώμα που είναι παράλυτο. Προσέξτε, λέγει, το σώμα παίρνει δύναμη από την ψυχή και η ψυχή παίρνει δύναμη από την προσευχή. Ο δε Γρηγόριος ο θεολόγος λέγει ότι είναι προτιμότερο να μνημονεύουμε το Θεό παρά να αναπνέουμε.



Δ΄. Δοξολογία και αίνος.

  Στους ψαλμούς αφθονούν και πλεονάζουν θα λέγαμε οι φράσεις που ο ψαλμωδός δοξολογεί και αινεί το Θεό και περιγράφει τη δόξα του. «Κύριε, ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομά σου εν πάση τη γη! Ότι επήρθη η μεγαλοπρέπειά σου υπεράνω των ουρανών» (Ψαλ. 8,1). «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε· πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλ. 103,24). «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα (Ψαλ. 18,1). Μένει εκστατικός και άφωνος από τη δόξα του Θεού ο πιστός και γεμάτος θαυμασμό και δέος, με ευγνωμοσύνη και αγάπη υμνεί τον Κύριο, για όλα τα θαυμάσια και εξαίσιά του. Η δοξολογία είναι το ανώτερο είδος προσευχής. Είναι η προσευχή που δεν έχει τίποτα το ιδιοτελές -αίτημα, πρόβλημα, ανάγκη- αλλά εκφράζει το θαυμασμό και το δέος που αισθάνεται ο άνθρωπος έναντι του Θεού.



Ε΄. Έκφραση και ομολογία πίστεως.

  Ο πιστός εκφράζει την πίστη του προς το Θεό και την πρόνοιά του, αλλά και ομολογεί το ορθό δόγμα και την ορθή πίστη. Στη πρώτη ακολουθία του τυπικού, στο μεσονυκτικό, και στην τελευταία, το απόδειπνο, όπως και στη θεία λειτουργία, που είναι το κέντρο της θείας λατρείας, ομολογούμε το «Πιστεύω» απαραίτητα και απαρέγκλιτα. Η ορθή πίστη είναι «εκ των ων ουκ άνευ» για τους ορθοδόξους χριστιανούς.

  Τη πίστη προς το Θεό και την πρόνοιά του την παρουσιάζει πολύ όμορφα ο 22ος ψαλμός. «Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει. Εις τόπον χλόης εκεί με κατεσκήνωσεν, επι ύδατος αναπαύσεως εξέθρεψέ με…Εάν γαρ πορευθώ και εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά ότι συ μετ’ εμού ει…Και το έλεος σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου…». Δεν ζητά από το Θεό να τον σώσει από θλίψεις και βάσανα ποικίλα. Δεν του παρουσιάζει διάφορα αιτήματα και προβλήματά του. Γνωρίζει και είναι ακράδαντα βέβαιος ότι ο Θεός είναι μαζί του και το έλεός του τον καταδιώκει συνεχώς για να τον σώσει και να τον προστατεύσει. Δεν τον ενδιαφέρει αν αντιμετωπίσει θλίψεις ή δοκιμασίες ή κι αν ανεβεί σ’ αυτόν τον σταυρό, εφ’ όσον ο Κύριος είναι μαζί του. Στίχους του 22ου ψαλμού ψάλλουμε στο Προκείμενο του εσπερινού κάθε Τρίτης.
 

 

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

 

Κορυφή