Εἴχαμε δεῖ στὸ προηγούμενο ἄρθρο μας τὴν ἄνομη θυσία τοῦ Κάιν, λόγω τῆς ἰδιοτέλειάς του, καὶ τὴ συμβουλὴ τοῦ Θεοῦ ὅτι πρέπει νὰ διορθώσει τὴν προσφορά του γιὰ νὰ τὴ δεχθεῖ ὁ Θεός. Ἂν τὸ κάνει αὐτὸ δὲν ἔχει νὰ φοβηθεῖ τίποτα· ὁ ἀδελφός του, σὰν δευτερότοκος, θὰ εἶναι ὑποταγμένος σ’ αὐτὸν καὶ αὐτὸς θὰ ἔχει τὸ προβάδισμα. Συνεπῶς ὁ Θεὸς παιδαγωγικὰ δὲν δέχθηκε τὴν θυσία τοῦ· κατὰ τ’ ἄλλα δὲν ἀλλάζει τίποτα στὴ σχέση του μὲ τὸν Κάιν. Τὸ μόνο ποὺ βλέπει κανεὶς στὴ στάση τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἄπειρη φιλανθρωπία καὶ μία ἄπειρη ἀγάπη γιὰ τὸν Κάιν. Μάλιστα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀδικεῖ τὸν Ἄβελ, ἀφοῦ τὸν ἀφήνει ὑποταγμένο στὸν ἀδελφό του μετὰ τὴ θεάρεστη θυσία του. Ἂν ἦταν ἄνθρωπος στὴ θέση τοῦ Θεοῦ, θὰ ἔδινε τὸ προβάδισμα στὸν Ἄβελ, ποὺ τοῦ πρόσφερε τὰ καλύτερα δῶρα. Ἀλλὰ ἡ τακτικὴ καὶ ἡ μέθοδος τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετική. Ὅπως λέγει κάπου ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὁ Θεὸς ζητᾷ ἀπὸ τὸν δίκαιο τόκους ἐνῷ στὸν ἁμαρτωλὸ χαρίζει καὶ τὸ κεφάλαιο.
Δυστυχῶς ὅμως ὁ Κάιν, ἀντὶ νὰ διορθωθεῖ, προσθέτει στὴν ἄνομη θυσία τὸ φθόνο γιὰ τὸν ἀδελφό του καὶ στὸ φθόνο προσθέτει τὸ φόνο. Ἀντὶ νὰ θεραπεύσει τὴν ἰδιοτέλειά του μὲ τὴ προσφορὰ σωστῆς θυσίας, ἐκεῖνος ἐπιχειρεῖ νὰ θεραπεύσει τὴν μὴ ἀποδοχή του ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ ἐνέργειες ποὺ ἐπιδεινώνουν τὴν ψυχική του κατάσταση καὶ τὸν ἀπομακρύνουν καὶ τὸν ἀποξενώνουν ὅλο καὶ περισσότερο ἀπὸ τὸ Θεό. Νὰ ἡ δυστυχία τῆς κακίας σ’ ὅλο τῆς τὸ μεγαλεῖο. Καὶ τὸ χειρότερο ὅτι ὁ κακὸς ἄνθρωπος δὲν ἐννοεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία τῆς δυστυχίας του. Κι ἀντὶ νὰ προχωρήσει στὴ σωστὴ θεραπεία, ἐπιδεινώνει δραματικὰ καὶ τραγικὰ τὴν ψυχική του ἀσθένεια καὶ κατάσταση. Προσθέτει στὸ προηγούμενο τραῦμα καὶ ἄλλη πληγῆ.
Ἔτσι ὁ Κάιν δὲν σκέφτεται ὅτι ὁ ἀδελφός του δὲν ὑπερηφανεύτηκε ποὺ ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴ θυσία του καὶ ὄχι τοῦ ἀδελφοῦ του. Ὅτι αὐτὸς συνεχίζει νὰ τὸν ἐξουσιάζει σὰν πρωτότοκος καὶ τίποτα δὲν ἄλλαξε στὴ μεταξὺ τοὺς σχέση. Δὲν σκέφτεται ὅτι εἶναι ἀδελφός, ὁ μοναδικὸς φίλος καὶ σύντροφος τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ὁ ἄνθρωπος ποὺ θήλασε τὸ ἴδιο γάλα μ’ αὐτόν, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν ἴδια μήτρα, ποὺ τὸν κράτησε ἡ ἴδια ἀγκαλιά. Δὲν σκέφτεται ὅτι σὲ τίποτα δὲν τὸν ἔφταιξε αὐτὸς προσφέροντας τὴ σωστὴ θυσία, ἀλλὰ ἡ ἰδιοτέλεια τοῦ τὸν ἀποξένωσε ἀπὸ τὸ Θεό. Δὲν σκέφτεται τὸ πόσο πόνο θὰ προκαλέσει στοὺς γονεῖς του, πόσο θὰ διαταράξει τὴ φύση, πόσο θὰ μολύνει τὸ περιβάλλον. Μὴ ξεχνᾶμε ὅτι τὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα ἀρχίζει ἀπὸ ἐδῶ ἢ μᾶλλον ἀπὸ τὴν παρακοὴ τῶν πρωτοπλάστων. Διότι μετὰ τὴν παρακοὴ ἄρχισε ἡ γῆ νὰ παράγει ἀγκάθια καὶ τριβόλια καὶ τὰ ζῷα νὰ ἐπαναστατοῦν καὶ νὰ ἐπιβουλεύονται τὸν ἄνθρωπο. Νὰ θυμόμαστε πάντοτε ὅτι δὲν μολύνουν τὴ γῆ τόσο τὰ καυσαέρια καὶ τὰ διάφορα ἀπόβλητα, ὅσο τὴ μολύνει ἡ παρακοὴ στὸ θεὸ θέλημα καὶ μάλιστα τὸ ἀνθρώπινο αἷμα ποὺ συνεχίζει νὰ χύνεται ποτάμι. Δὲν σκέφτεται ὁ Κάιν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος εἰσηγητὴς καὶ ἐφευρέτης τοῦ πιὸ σιχαμεροῦ καὶ βδελυροῦ γεγονότος, τοῦ φόνου. Δὲν σκέφτεται ὅτι θὰ φέρει χρονικὰ πιὸ γρήγορα τὴν τιμωρία ποὺ ἐπῆλθε στοὺς πρωτοπλάστους μὲ τὴν παρακοή.
Πράγματι ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα θὰ δοῦν πρῶτα στὸ παιδί τους, πρὶν τὸ πάθουν αὐτοί, τί σημαίνει θάνατος. Τὸ σῶμα νὰ παγώνει, τὰ μάτια νὰ γουρλώνουν, τὸ στόμα νὰ χαίνει, τὸ σῶμα σὲ λίγες μέρες νὰ σαπίζει, νὰ βρωμάει, νὰ λειώνει, νὰ γίνεται χῶμα. Τὸ ἁμάρτημα τῶν πρωτοπλάστων συνεχίζεται μὲ τὸ ἁμάρτημα τοῦ πρωτοτόκου υἱοῦ τους. Ἡ παρακοή τους, ποὺ ἐπέφερε τὴν ἀπομάκρυνση καὶ ἀποξένωσή τους ἀπὸ τὸ Θεό, ἔδωσε τὴν αἰτία καὶ τὴν ἀφορμὴ ὁ ἄνθρωπος νὰ κατρακυλᾷ ὅλο καὶ περισσότερο. Πόσο μεγάλη ἡ δυστυχία τῆς κακίας ποὺ γεννήθηκε μὲ τὴν παρακοὴ τῶν πρωτοπλάστων.
Ὁ Κάιν φόνευσε ὄχι ἁπλῶς τὸν ἀδελφό του ἀλλὰ τὴν εὐτυχία ὁλόκληρής της οἰκογένειας καὶ τὴν εὐτυχία ὁλόκληρού του πλανήτη μας. Τὸ ἁμάρτημα τοῦ Κάιν ἐπαναλαμβανόμενο (ἰδιοτέλεια, φθόνος, μῖσος, φόνος) θὰ τορπιλίζει συνεχῶς τὴν εἰρήνη τὴν ὁμόνοια, τὴν ἡσυχία, τὴν πρόοδο, τὴν εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου. «Πῶς δὲν ναρκώθηκε τὸ χέρι του; Πῶς μπόρεσε νὰ κρατήσει τὸ μαχαῖρι; Πῶς δὲν ἐγκατέλειψε τὸ σῶμα τὴν ψυχή; Πῶς ἄντεξε μετὰ τὸ ἀνόσιο αὐτὸ τόλμημα νὰ ζῇ» λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Κι ὅμως ὁ Θεὸς μετὰ αὐτὸ τὸ τόλμημα δὲν τὸν σιχαίνεται. Δὲν ρίχνει ἕνα κεραυνὸ νὰ τὸν κάψει. Ὢ τῆς ἀπείρου μακροθυμίας σου Κύριε καὶ τῆς ἀγαθότητας. Τὸν ρωτᾷ· «Ποῦ εἶναι ὁ Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου;». ὅπως ρώτησε τὸν πατέρα του· «Ποῦ εἶσαι Ἀδάμ…ποιός σου εἶπε ὅτι εἶσαι γυμνός;». Τὸν ρωτᾷ ὄχι γιατί δὲν ξέρει ἀλλὰ γιὰ νὰ τοῦ δώσει ἀφορμὴ ν’ ἀπολογηθεῖ, νὰ ὁμολογήσει τὸ ἁμάρτημά του, νὰ ζητήσει συγχώρεση καὶ νὰ τὸν ἀποκαταστήσει.
Παρὰ τὴν ἄπειρη καὶ ἄφατη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ὁ κακὸς καὶ δυστυχῇς Κάιν μεγαλώνει τὴν κακία του καὶ ἐπιτείνει τὴν δυστυχία του. Παραμένει ἀχάριστος, ἀναίσθητος, ἀνόσιος, θρασύς, ἀναίσχυντος. Πρέπει νὰ προσέξουμε πολὺ ὅτι ἡ μεγάλη ἁμαρτία συνοδεύεται μὲ μεγάλη θρασύτητα. Ἐνῷ ἡ μεγάλη ἁγιότητα συνοδεύεται ἀπὸ λεπτότητα, συστολή, σιωπή, ταπείνωση, ὁμολογία καὶ ἀποδοχὴ τῆς εὐθύνης καὶ τῆς ἐνοχῆς τῆς οἱασδήποτε ἁμαρτίας. Ἃς θυμηθοῦμε τὸν 50ο ψαλμὸ τοῦ Δαυὶδ γιὰ νὰ αἰσθητοποιήσουμε καλύτερα τὰ γραφόμενα καὶ τὰ πικρὰ δάκρυα τοῦ Πέτρου, ὅταν ἄκουσε τὸ λάλημα τοῦ ἀλέκτορα. Ὁ Κάιν ὅμως εἶναι θρασὺς καὶ ξετσίπωτος, γιατί εἶναι ἀμετανόητος. «Νὰ φωνάζεις ἀκόμη κι ὅταν ἔχεις ἄδικο» εἶναι τὸ ἀξίωμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀμετανόητου ἀνθρώπου. «Δὲν γνωρίζω· μήπως εἶμαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ μου καὶ θὲς νὰ ξέρω;» ἀπαντᾷ ἀδιάντροπα, ψυχρά, καὶ μὲ ἀναίδεια. Κι ὅμως Κάιν ἔπρεπε νὰ εἶσαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ σου. Γιατί ὄχι; Πρωτότοκος ἐσύ, μικρότερος αὐτός. Ἔπρεπε νὰ τὸν προσέχεις. Ἀλλὰ ἀφοῦ δὲν ἔκανες αὐτό, γιατί τουλάχιστον δὲν ἀπέφυγες νὰ τοῦ κάνεις κακό; Γιατί τὸν ἀπομάκρυνες ἀπὸ τοὺς γονεῖς σας, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ τὸν προστατεύσουν καὶ τὸν πῆγες εἰς ἔρημο τόπο; Δὲν τὸν φύλαξες, τὸν ἀπομάκρυνες ἀπὸ τοὺς φυσικούς του προστάτες, τὸν σκότωσες, δὲν μετανόησες καὶ ἀκόμη τὸν μισεῖς. «Μήπως εἶμαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ μου;». Καὶ ἐπειδὴ τὸν ἐξαφάνισες μυστικὰ καὶ ἐπειδὴ δὲν σὲ εἶδε κανένας, νόμισες ὅτι θὰ διαλάθεις καὶ τῆς προσοχῆς τοῦ Θεοῦ. Καὶ νόμισες ὅτι δὲν θὰ ἔχεις κατήγορο νὰ σὲ στηλιτεύσει. Καὶ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει καὶ τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου σὲ κατηγορεῖ. «Ἡ φωνὴ τοῦ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου ἀπὸ τὸ ἔδαφος φωνάζει δυνατὰ πρὸς ἐμένα».
Μεγάλη ἀποκάλυψη κάνει ἡ Γραφὴ στὸ σημεῖο αὐτό. Στὸ Θεὸ δὲν μιλᾷ μόνο ἡ γλῶσσα· μιλᾷ καὶ τὸ αἷμα. Καὶ πρωτίστως τὸ αἷμα. Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων, τὸ αἷμα τῶν ἀθῴων ποὺ σφαγιάσθηκαν ἀδίκως χωρὶς νὰ φταῖνε. Στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅταν ἀνοίγει ἡ πέμπτη σφραγῖδα, ὁ Ἰωάννης ὁ θεολόγος βλέπει τὶς ψυχὲς τῶν σφαγμένων μαρτύρων νὰ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸ οὐράνιο θυσιαστήριο καὶ νὰ κράζουν· «μέχρι πότε ἐσύ, ποὺ εἶσαι ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος καὶ ὁ ἀληθινός, δὲν θὰ δικάζεις καὶ δὲν θὰ τιμωρεῖς τὸ αἷμα μας ποῦ χύθηκε;» (Ἀποκ.6,10). Εἶναι σὰν νὰ λένε· «Ἐσένα πολεμούσανε Θεὲ καὶ ἐπειδὴ ἤμασταν μαζί σου, μᾶς χτυπήσανε. Στὸ πρόσωπό μας χτυποῦσαν ἐσένα». Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἄβελ ὁ Κάιν χτύπησε τὸ Θεὸ ποὺ δὲν ἔδωσε σημασία στὴ θυσία του. Στὸ πρόσωπο τοῦ πάγκαλου Ἰωσὴφ χτύπησαν τ’ ἀδέλφια τοῦ τὸν πατέρα τοὺς Ἰακώβ, ποὺ ἐκτιμώντας τὸ χαρακτῆρα τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ ἔδειχνε ἰδιαίτερη ἀγάπη.
-Λοιπὸν Κάιν τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου σὲ κατηγορεῖ. Ὅταν δὲν μοῦ προσέφερες σωστὴ θυσία δὲν σὲ τιμώρησα. Ἁπλὰ δὲν τὴ δέχθηκα γιὰ νὰ σὲ συνετίσω. Ἐπίσης σὲ ἄφησα νὰ ἐξουσιάζεις τὸν ἀδελφό σου, ἂν καὶ ἤσουν κατώτερος ἠθικὰ ἀπ’ αὐτόν, γιὰ νὰ σὲ φιλοτιμήσω καὶ νὰ παύσεις νὰ τὸ φθονεῖς. Τώρα ὅμως ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἔγινες καλύτερος, ἀλλὰ κατρακύλησες στὸ χειρότερο χωρὶς καμμία δικαιολογία καὶ προχώρησες στὴν ἀνθρωποκτονία, εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ σὲ τιμωρήσω. «Ἐπικατάρατος σύ, ἀπὸ τῆς γῆς».
Στὸν Ἀδὰμ ὁ Θεὸς εἶπε· «ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοὶς ἔργοις σου = θὰ εἶναι καταραμένη ἡ γῆ στὰ ἔργα ποὺ ἐπιχειρεῖς γιὰ νὰ τὴν ἀξιοποιήσεις». Ἔριξε τὴν κατάρα πάνω στὴ γῆ δείχνοντας ἔτσι τὴ φροντίδα του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἐδῶ ὅμως, ἐπειδὴ τὸ ἁμάρτημα τοῦ Κάιν εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν παράβαση τῶν πρωτοπλάστων κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο, ἡ κατάρα εἶναι διαφορετική. Τὴν κατάρα τὴν δέχεται ὁ ἴδιος ὁ Κάιν. Εἶναι ἡ ἴδια κατάρα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ὄφι· «ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων τῆς γῆς» (Γέν. 3,14). Ὅπως ὁ ὄφις μὲ ἀπάτη, δόλο, ψέμα εἰσήγαγε τὸ θάνατο στοὺς ἀνθρώπους καὶ εἶναι ὁ πρῶτος ἔμμεσος δολοφόνος, ἔτσι κι ὁ Κάιν μὲ ἀπάτη παρέσυρε τὸν ἀδελφό του στὴν ἐρημιὰ καὶ τὸν δολοφόνησε ἄμεσα.
«Εἶσαι καταραμένος ἀπὸ τὴ γῆ ποὺ ἄνοιξε τὸ στόμα της καὶ ἤπιε ἀπ’ τὸ χέρι σου τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου. Ὅταν θὰ τὴ δουλεύεις, θὰ σοῦ δίνει τὸ καρπὸ τῆς ἀπρόθυμα· γιατί τὴ μόλυνες μὲ αἷμα ἀδελφικό. Γεμάτος θλῖψι καὶ τρομάρα θὰ ζεῖς πάνω σ’ αὐτήν».
Στὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ ἀπαντᾷ ὁ Κάιν μὲ ἁμαρτωλὴ ἀπελπισία καὶ λέει· «Ἡ ἁμαρτία μου εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ συγχωρητικότητά σου». «Νὰ ἡ ὁμολογία τοῦ ἀλλὰ παράκαιρη. Ἔπρεπε νὰ τὴ κάνει στὴ κατάλληλη στιγμή. Γι’ αὐτὸ δὲν ἔχει ὠφέλεια. Τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως ὅλοι θὰ μετανοοῦμε γιὰ τ’ ἁμαρτήματά μας ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχουμε ὠφέλεια. Διότι ἡ μετάνοια εἶναι ἔγκαιρη καὶ ἔχει δύναμη πρὶν ἐπιβληθεῖ ἡ τιμωρία. Ὅταν τὸν ρωτοῦσε ὁ Θεὸς «ποῦ εἶναι ὁ Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου;», τότε ἔπρεπε νὰ ὁμολογήσει τὸ ἁμάρτημά του καὶ νὰ ζητήσει συγγνώμη. Ὅταν τὸν κατηγόρησε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ τοῦ ἐπιβλήθηκε ἡ τιμωρία, τότε ἡ μετάνοια τοῦ ἦταν ἀνώφελη (Χρυσόστομος)». Συνεπῶς δὲν εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ συγχωρητικότητα τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ παράκαιρη. Ἐκτὸς τούτου δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ἐκζήτηση τοῦ θείου ἐλέους. Ἀντίθετα οἱ Νινευίτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἂν καὶ εἶχαν καταδικαστεῖ, ἐν τούτοις μὲ τὴν μετάνοια τοὺς πέτυχαν ν’ ἀνακληθεῖ ἡ καταδίκη τους.
«Ἂν μὲ διώξεις ἀπ’ αὐτὴ τὴ χώρα, θὰ κρύβομαι σὰν κυνηγημένος καὶ γεμάτος στεναγμὸ καὶ τρομάρα· κι ὅποιος μὲ βρεῖ θὰ μὲ σκοτώσει». Ὁ Κάιν οὐσιαστικὰ δὲν λυπᾶται γιὰ τὸ φόνο ποὺ διέπραξε, ἀλλὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ σαρκίο τοῦ· μὴ τυχὸν καὶ τὸν σκοτώσουν. Φοβᾶται γι’ ἀντίποινα καὶ βεντέτες ἐκ μέρους τῆς οἰκογενείας του ἣ καὶ τῶν μετέπειτα ἀπογόνων του Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὕας. Ἀδιόρθωτος πέρα γιὰ πέρα καὶ ἀνάλγητος γιὰ ὅλους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ὁ Θεὸς καὶ πάλι τὸν ἐξασφαλίζει περιμένοντας τὴ διόρθωσή του. «Ὄχι δὲν θὰ συμβεῖ αὐτό· διότι προειδοποιῶ ὅποιος θὰ σὲ σκοτώσει, θὰ τιμωρηθεῖ ἑπτὰ φορὲς περισσότερο ἀπὸ σένα». Καὶ τοῦ ἔβαλε κάποιο σημάδι, γιὰ νὰ μὴ τὸν σκοτώσει κανείς. Ὁ Κάιν ἀφοῦ πέτυχε τὴν ἐγγύηση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπὸ τὴ χώρα δηλαδὴ ὅπου ὁ Θεὸς ἀναμιγνυόταν στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἐγκαταστάθηκε στὴ χώρα Ναὶδ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἐδέμ.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι τὸ ἁμάρτημα τοῦ Κάιν ἦταν ἑπταπλό· ἅ)φθόνησε τὸν Ἄβελ, β) φθόνησε ὄχι τὸν ὁποιοδήποτε ἀλλὰ τὸν ἀδελφό του καὶ μάλιστα τὸν μικρότερο, γ)φέρθηκε δόλια καὶ ὕπουλα, δ)διέπραξε φόνο, ἔ)φόνευσε τὸν ἀδελφό του ὄχι κάποιο τυχαῖο ἢ ἐχθρό, στ)πρῶτος αὐτὸς ἔγινε φονιάς, ζ)εἶπε ψέματα στὸ Θεό. Ἑπτὰ λοιπὸν ἁμαρτήματα καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑποστεῖ ἑπτὰ τιμωρίες. Κι ὅμως ὁ Θεὸς τὸν τιμώρησε μὲ ἐπιείκεια. Ἀλλὰ προειδοποιεῖ ὅτι ἂν τὸ ἁμάρτημά του ἐπαναληφθεῖ καὶ κάποιος τὸν σκοτώσει, τότε αὐτὸς θὰ τιμωρηθεῖ ἑπταπλάσια δηλαδὴ πολλαπλάσια, διότι στὴν ἁγία Γραφὴ τὸ ἑπτὰ σημαίνει τὸ πλῆθος, τὸ πᾶν. Ἡ ἀντίδραση τοῦ Κάιν, μετὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς ζωῆς του, ἦταν ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ἔκανε κουμάντο ὁ Θεός. Ἔτσι πέτυχε νὰ εἶναι δυστυχὴς γιὰ πάντα.
Μπορεῖ νὰ πεῖ κάποιος· καλὰ ὁ Κάιν πληρώνεται γιὰ τὴν κακία του καὶ εἶναι δυστυχής, ἀλλὰ ὁ Ἄβελ γιατί βρίσκει τέτοιο φρικτὸ τέλος; Γιατί ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ ἀδικηθεῖ τόσο ἀνόσια ἀπὸ τὸν ἀδελφό του; Γιατί ἡ ἁγιότητα νὰ μὴ ἐξασφαλίζει καὶ τὴν κατὰ κόσμο εὐτυχία; Ἀπαντοῦμε· ὁ Ἄβελ ὑπῆρξε εὐτυχής. Εἶχε καθαρίσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια. Προσέφερε ὅτι καλύτερο εἶχε στὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴ θυσία του. Δὲν ἦταν κομπλεξικός, δὲν εἶχε αἰσθήματα κατωτερότητας, οὔτε ἔνοιωθε μειονεκτικά. Δὲν ἔνοιωσε τὸ μαρτύριο τοῦ φθόνου, τῆς ζηλοτυπίας, τοῦ μίσους, τῆς διαβολικῆς ἐπιθυμίας νὰ σκοτώσει τὸν ἀδελφό του. Δὲν καταδικάσθηκε νὰ τρέμει καὶ νὰ στενάζει συνεχῶς. Δὲν ἔνοιωσε τὸ μαρτύριο τῶν τύψεων ποὺ ταλαιπωρεῖ εἴτε ἐνσυνείδητα εἴτε ἀσυνείδητα καὶ τὸν πιὸ πορωμένο κακοῦργο. Δὲν πῆρε τὴν κατάρα ἡ γῆ νὰ τοῦ δίνει ἀπρόθυμα τὰ προϊόντα της. Οὔτε ὅμως ἀπέκτησε ὑπεροψία καὶ ἀλαζονεία ἔναντι τοῦ ἀδελφοῦ του. Συνεχίζει νὰ τὸν ἀγαπᾷ καὶ νὰ θέλει τὴν φιλία του. Τὸν ἐμπιστεύεται καὶ τὸν ἀκολουθεῖ ἀπονήρευτα καὶ ἄδολα. Στὸ τέλος βέβαια σφαγιάζεται ἀλλὰ δὲν ἀδικεῖται οὔτε παθαίνει κάτι κακό. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀποφαίνεται θεόπνευστα ὅτι αὐτὸς ποὺ δὲν ἀδικεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀδικήσει καὶ ὅτι κακὸ δὲν εἶναι νὰ ἀδικεῖσαι ἀλλὰ ν’ ἀδικεῖς. Ἔτσι καὶ ὁ Ἄβελ, γιὰ ὅποιον βλέπει μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως, δὲν ἔπαθε τίποτα. Δὲν εἶχε καμμιὰ ζημιὰ οὐσιαστικὴ καὶ αἰώνια. Ὁ ἴδιος εἶχε σφαγιάσει τὸ συμφέρον τοῦ νωρίτερα προσφέροντας τὰ καλύτερα τοῦ ζῷα στὸ Θεό. Τώρα ἔδωσε καὶ τὴ ζωή του, τὸ αἷμα του, τὸ μέλλον του, τὰ ὄνειρα καὶ τοὺς ὁραματισμούς του. Προσέφερε τὴν τέλεια θυσία ποὺ ἰσχύει καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Εἶναι ὑπόδειγμα πίστεως καὶ εὐσεβείας. «Ἀποθανῶν ἔτι λαλεῖται» (Ἑβρ. 10,5).
Ἀντίθετα ὁ Κάιν κι ὅταν ζοῦσε ἦταν δυστυχισμένος καὶ μετέπειτα. Προβάλλεται ὡς παράδειγμα βδελυγμίας ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ κατάρας ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή. Αὐτὸς καὶ ὁ Ἰούδας εἶναι τὰ πιὸ σιχαμερὰ ὄντα τῆς ἱερᾶς ἱστορίας. Φιλάργυροι, ἰδιοτελεῖς, ἄπιστοι, ἀχάριστοι, ἀνόσιοι. Ὁ Κάιν κράτησε τοὺς καλύτερους καρποὺς γιὰ τὸν ἑαυτό του κι ἔδωσε τοὺς τυχαίους στὸ Θεό. Ἡ θυσία τοῦ ἦταν γιὰ νὰ ξεγελάσει τὸ Θεὸ ὅτι τὸν ἀγαπᾷ καὶ τὸν τιμᾷ, γιὰ νὰ νέμεται ἀνενόχλητα καὶ ἀτιμώρητα τὰ ὡραιότερα ἀγαθὰ ποὺ τοῦ χάριζε ὁ Θεός. Ὁ Ἰούδας προτίμησε τὰ τριάκοντα ἀργύρια ἀπὸ τὸ διδάσκαλο καὶ εὐεργέτη του. Προσέφερε φίλημα ὡς θυσία γιὰ νὰ ξεγελάσει τὸ Θεὸ καὶ μέσα ἀπὸ τὸ φίλημα ἔδινε στοὺς στρατιῶτες τὸ σύνθημα νὰ τὸν συλλάβουν. Παράλληλες ἱστορίες κακίας, παράλληλες ἱστορίες δυστυχίας.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ