ΙΩΒ (Ι´.)

Ο Ιώβ ποθεί τον θάνατο και εύχεται να πέθαινε πριν την γέννησή του.

«Διατί δεν πέθανα μέσα στην κοιλιά της μητέρας μου, διατί βγήκα ζωντανός από αυ­τήν και δεν πέθανα αμέσως, όταν γεννήθηκα; Διατί με συνάντησαν την στιγμή εκείνη γόνατα στοργικά, που με βάστασαν προστατευτικά, και διατί να θηλάσω τους μαστούς της μητέρας μου και να διατηρηθώ έτσι στη ζωή;

»Αν δεν γινόταν τότε αυτά θα πέθαινα κι έτσι θα αναπαυόμουνα στον αιώνιο ύπνο. Μαζί με βασιλείς και συμβούλους που υπάρχουν στην γη και πέθαναν και οι οποίοι καυχόταν διά τα ξίφη τους. Μαζί με άρχοντες που απέκτησαν πολύ χρυσάφι και τα σπί­τια τους είναι γεμάτα από ασήμι. Ή θα ήμουν σαν το έκτρωμα, που αποβάλλεται νεκρό από την μητέρα του, ή σαν τα νήπια που δεν πρόφθασαν να δουν το φως του ηλίου. Εκεί στον άδη οι ασεβείς εξάντλησαν τον θυμό τους, εκεί αναπαύονται όσοι ήταν εξα­ντλημένοι και κατάκοποι στο σώμα τους. Εκεί πλέον οι νεκροί δεν ακούν πια την φωνή του φορολόγου, που ζητά καταπιεστικά τους φόρους. Εκεί μικρός και μεγάλος είναι πλέον ίσοι και ο υπηρέτης, που φοβόταν τον κύριό του, δεν τον φοβάται πλέον» (Ιώβ 3,11-19).

Ο Ιώβ με όσα λέγει εδώ «δεν προσβάλλει την δημιουργία του Θεού, αλλά παριστά το μέγεθος της συμφοράς» λέγει ο άγιος Χρυσόστομος. Ο άνευ προηγουμένου πόνος τον ωθεί σε λεκτικά ξεσπάσματα, που μέσα από την άνεση μας και την σχετική ευτυ­χία μας, μας φαίνονται ασεβή και αφιλοσόφητα. Μην είμαστε πολυπράγμονες και σχολαστικοί κριτές με έναν άνθρωπο ο οποίος δοκιμάστηκε με υπερβολικό και ασυ­νήθιστο τρόπο, αντιμετωπίζοντας καταστάσεις που οι περισσότεροι από εμάς ούτε στο όνειρό μας δεν τις γευτήκαμε. Και ο Κύριος κάποτε είπε για τον Ιούδα ότι καλό θα ήταν γι' αυτόν να μη είχε γεννηθεί (Ματθ. 26,24), θέλοντας να δείξει ότι δεινά και χαλεπά τον περιμένουν και τίποτα θετικό δεν έχει να απολαύσει και εφιστώντας την προσοχή μας μη φθάσουμε ποτέ εκεί που κατάντησε αυτός.

Ο Ιώβ στο σημείο αυτό μας θυμίζει τα τέσσερα στάδια της αρχής της ζωής του ανθρώπου. Το στάδιο του εμβρύου, το στάδιο της εξόδου από την κοιλιά της μη­τέρας, το στάδιο που ο πατέρας ή η τροφός λάμβανε το αρτιγέννητο βρέφος και το στάδιο που η μητέρα παίρνει το μωρό δια να το θηλάσει. Τέσσερα στάδια που η πρόνοια του Θεού, κυρίως, αλλά και η στοργή των γονέων μας, κατά δεύτερο λόγο, συνετέλεσαν ώστε να επιζήσουμε. Ο Κύριος κάποτε περιγράφοντας ημέρες θλίψεων και δεινών λέγει ότι «είναι μακάριες οι στείρες γυναίκες και οι κοιλιές που δεν γέν­νησαν και οι μαστοί που δεν θήλασαν βρέφη (Λουκ. 23,29). Αλλά βέβαια άλλο το να μακαρίζεις την στείρα μήτρα ή αυτήν που δεν γέννησε, δίδοντας έτσι ανακούφιση σε όσες θρηνούν γι' αυτό, και άλλο να καταράσαι την καρποφόρο μήτρα. Άλλο το να εύχεσαι, εάν το θέλει ο Θεός, να μη γευθείς το ποτήρι των θλίψεων και άλλο το να το απορρίπτεις ασυζητητί. Άλλωστε η ζωή θεωρείται ο φορεύς όλων των αγαθών, ασχέτως των δυσκολιών που παρουσιάζει, και ο θάνατος ο φορεύς όλων των λυπη­ρών. Είναι επίκαιρος πάντοτε ο μύθος, που παρουσιάζει ένα γέροντα αποκαμωμένο από το φορτίο της ζωής να παρακαλά τον θάνατο να τον λυτρώσει, και, όταν εκείνος έρχεται, εκείνος να του λέγει· «σε κάλεσα για να σηκώσεις το φορτίο εσύ και έτσι να με ανακουφίσεις».

Εν τέλει πρέπει να προσέξουμε ότι το να μισούμε γενικά την ζωή και τα στάδιά της είναι αγνωμοσύνη προς την αγάπη του Θεού, ο οποίος μας φέρνει από την ανυ­παρξία στην ύπαρξη και μας καλεί διά των αγώνων και των δοκιμασιών εις την μα­καριότητα της αιωνίου ζωής. Όσο πικρή κι αν είναι η ζωή πρέπει να δοξάζουμε τον Θεό, διότι δεν πεθάναμε στην κοιλιά της μητέρας μας και κατέστη επιτυχής η γέννη­σή μας, η ανάπτυξή μας και η κατά Θεόν εκγύμναση, που μας οδηγεί στην αγιότητα και στην ομοίωση με τον Θεό.

Είναι ωφέλιμο να προσέξουμε τι λέγει ο Ιώβ για την κατάσταση που θα βρισκόταν αν πέθαινε. Θα βρισκόταν μαζί με τους βασιλείς και τους συμβούλους των, μαζί με τους πλουσίους που τα σπίτια τους είναι γεμάτα από χρυσάφι και ασήμι. Δηλαδή βα­σιλείς και υπήκοοι, πλούσιοι και πτωχοί, εκτρώματα και νήπια που δεν είδαν το φως του ηλίου και όσα επέζησαν, όλοι και ολα συναντώνται μετά θάνατο. Πλήρης ισότη­τα υπάρχει εκεί και καμμία διαφορά δεν υφίσταται. Οι ασεβείς δεν μπορούν να συνε­χίσουν να ασεβούν, οι κατάκοποι αναπαύονται, η εφορία δεν μπορεί να μας κατα­διώκει για να μας φορολογεί, μικροί και μεγάλοι είναι ίσοι, ο υπηρέτης πλέον δεν φο­βάται τον κύριό του. Μόνο μία ουσιαστική και σπουδαία διαφορά θα υπάρχει· αυτοί που κοιμήθηκαν εν Κυρίω θα βλέπουν τον Κύριο ως φως και θα ευφραίνονται αιωνί­ως και συνεχώς, ενώ οι αμετανόητοι αμαρτωλοί θα βλέπουν τον Θεό σαν φωτιά και θα οδυνώνται αδιάλειπτα και αιώνια.

ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Κορυφή