Τα κεφάλαια 10-12, που ακολουθούν το ένατο κεφάλαιο που εξετάσαμε, με την προφητεία των εβδομήντα εβδομάδων, είναι μία ενιαία οπτασία και προφητεία. Την οπτασία αυτή την είδε ο Δανιήλ δύο έτη μετά την όραση του ενάτου κεφαλαίου. Ο Δανιήλ, ενώ ζούσε με ευσέβεια και προσευχόταν συνεχώς, δεν είχε πάντοτε οράσεις αλλά κατά καιρούς. Τα χαρίσματα και οι αποκαλύψεις των αγίων δεν είναι διαρκή και συνεχή. Ο Κύριος τα δίδει όποτε εκείνος νομίζει και για όσο χρόνο εκείνος επιτρέπει. Με την προφητεία αυτή τελειώνει το βιβλίο του Δανιήλ. Το δέκατο κεφάλαιο είναι ο πρόλογος αυτής της προφητείας, το ενδέκατο είναι αυτή καθ' εαυτή η προφητεία και το δωδέκατο ο επίλογος.
Ας εξετάσουμε το δέκατο κεφάλαιο.
Στο τρίτο έτος της βασιλείας του Κύρου, βασιλιά των Περσών, 535/534 π. Χ., δηλαδή δύο έτη μετά το διάταγμα του Κύρου που επέτρεπε στους Ιουδαίους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, όσοι ήθελαν βεβαίως (βλ. Β´ Έσδρα 1,1-4), αποκαλύφθηκε στον Δανιήλ λόγος προφητικός, ο οποίος ήταν αληθινός και αξιόπιστος. Του δόθηκε δε συγχρόνως εκείνη την στιγμή δύναμη και σοφία, για να κατανοήσει το περιεχόμενο του λόγου. Δύναμη, γιατί πολλές φορές η αποκάλυψη του Θεού μας λέγει ότι θα περάσουμε δύσκολες μέρες και μαρτυρικές και δεν θέλουν να ακούν οι άνθρωποι άσχημες προφητείες. Σοφία δε για να καταλάβει ότι μέσα από το πικρό και μαρτυρικό οδηγούμαστε στην σωτηρία και την απολύτρωση.
Όταν έγινε αυτός ο προφητικός λόγος, ο Δανιήλ νήστευε και πενθούσε για τρεις εβδομάδες. Ενώ πλέον ήταν γέρος, δεν είχε δυνάμεις και συνεπώς χρειαζόταν καλή τροφή, εν τούτοις δεν έφαγε κανένα απολαυστικό φαγητό ούτε έβαλε στο στόμα του κρέας και κρασί. Δεν άλειψε επίσης με αρώματα το σώμα του όπως έκαναν οι αξιωματούχοι της Ανατολής.
Ο Δανιήλ, όταν λαμβάνει την θεία αποκάλυψη βρίσκεται δίπλα στον ποταμό Τίγρη, την 24ην μέρα του πρώτου μήνα. Ο πρώτος μήνας είναι ο μήνας Νισάν, ο οποίος αντιστοιχεί στους δικούς μας μήνες Μάρτιο και Απρίλιο. Την 14ην ημέρα του μήνα Νισάν άρχιζε ο εορτασμός του ιουδαϊκού Πάσχα. Από τις 14 μέχρι τις 21 όριζε ο νόμος (Εξ. 12,18) να τελούν την εορτή των αζύμων, κατά την οποία έτρωγαν μόνο άζυμο άρτον οι Εβραίοι. Άρα ο Δανιήλ νήστευσε μία εβδομάδα τότε και συνέχισε για άλλες τρεις εβδομάδες προαιρετική νηστεία. Οι άγιοι πάντα επιτείνουν τα αγωνίσματα της Εκκλησίας, ενώ εμείς οι άλλοι συνήθως τα ελαττώνουμε σε ένταση και χρονική διάρκεια.
Γιατί πενθούσε ο Δανιήλ;
Πρώτον· διότι συνέπασχε και συναλγούσε με τους αιχμάλωτους και υπόδουλους ομοεθνείς του. Ο ίδιος, όπως τονίσαμε πολλές φορές, ήταν κοντά στους εκάστοτε βασιλείς Βαβυλωνίων και Περσών, απολάμβανε τιμής και δόξας, πλούτου και ανέσεως. Αυτό όμως δεν τον έκανε να ξεχνά τη φυλή του και τα βάσανά της. Πενθούσε λοιπόν, γιατί φοβόταν μήπως μέσα στην ξένη γη και στις αντίξοες συνθήκες οι Ιουδαίοι εν τέλει ξεχάσουν τον αληθινό Θεό και την πατρίδα τους.
Δεύτερον· διότι είδε ότι ελάχιστοι Ιουδαίοι θέλησαν να επιστρέψουν πίσω στην πατρίδα. Αυτοί που ήταν εραστές της ευσέβειας και φύλακες των προγονικών νόμων και παραδόσεων. Αυτοί προτίμησαν την έρημη Ιερουσαλήμ από την πλούσια και μεγαλοπρεπή Βαβυλώνα. Στον 136 ψαλμό, που είναι ψαλμός που συνετέθη κατά την περίοδο της αιχμαλωσίας, οι Ιουδαίοι παρουσιάζονται να κλαίνε δίπλα στους ποταμούς της Βαβυλώνας και να κρεμούν τα μουσικά τους όργανα στις ιτιές, γιατί δεν θέλουν να ψάλλουν. Οι Βαβυλώνιοι τους παρακαλούν να τους ψάλλουν τα τραγούδια τους, που ήταν τόσο όμορφα και τους άρεσαν, εκείνοι αρνούνταν λέγοντας· «πως θα τραγουδήσουμε την ωδή Κυρίου σε ξένη γη;». Μετά προέβαιναν σε κατάρες. «Εάν σε ξεχάσω Ιερουσαλήμ να πιαστεί το δεξί μου χέρι· να κολλήσει η γλώσσα μου στο λάρυγγά μου, εάν δεν σε θυμηθώ και εάν δεν βάλω ως αρχή της ευτυχίας μου την αποκατάσταση σου στην πρώτη σου δόξα και ευημερία». Κι όμως με την πάροδο των χρόνων και με την υλική αποκατάστασή τους προτίμησαν την Βαβυλώνα από την Ιερουσαλήμ. Ο Δανιήλ βέβαια παρέμεινε εκεί, διότι πλέον ήταν γέρος, αλλά και διότι θέλησε να συνεχίσει να συμπαραστέκεται στους εναπομείναντες στην ξένη χώρα συμπατριώτες, να μη ξεχάσουν την καταγωγή τους και την θρησκεία τους.
Τρίτον· ο Δανιήλ μαθαίνει ότι οι Ιουδαίοι που επέστρεψαν συναντούν μεγάλα εμπόδια στο να κτίσουν ξανά τον ναό της Ιερουσαλήμ. Οι Σαμαρείτες, που είχαν γίνει οι μεγάλοι εχθροί τους, κινούσαν γη και ουρανό για να ματαιώσουν την ανοικοδόμηση. Κι αυτό γινόταν σε όλο το διάστημα που βασίλευε ο βασιλιάς των Περσών, ο Κύρος (βλ. Β´ Έσδρα 4,4-5). Πάντοτε σε κάθε θετική εξέλιξη στην προσωπική αλλά και την εθνική ζωή μας δεν παύουν να υπάρχουν και δυσάρεστες ή και μαρτυρικές στιγμές.
Ενώ λοιπόν ο Δανιήλ ασκούσε νηστεία αυστηρή και πενθούσε –έχοντας προφανώς το πρόσωπό του σκυμμένο προς την γη, όπως συνηθίζουμε να κάνουμε σε έντονη προσευχή και συντριβή– σήκωσε τα μάτια του και είδε έναν άνδρα, ο οποίος φορούσε μεγαλοπρεπές ένδυμα λινό και η μέση του ήταν ζωσμένη με ζώνη στολισμένη με χρυσάφι καθαρό και πολύτιμο. Το σώμα του φαινόταν σαν τον πολύτιμο γαλαζοπράσινο λίθο που λάμπει, τον θαρσίς (βήρυλλο), ενώ το πρόσωπό του είχε την λάμψη και την ακτινοβολία της αστραπής, τα δε μάτια του ήταν λαμπερά και αστραφτερά σαν πύρινες λαμπάδες. Οι βραχίονες και τα σκέλη του είχαν την λάμψη του χαλκού, ενώ η φωνή του ακουγόταν σαν φωνή όχλου.
Το ένδυμα λοιπόν αυτού του άνδρα, το σώμα, τα μέλη του και μάλιστα το πρόσωπό του είχαν όλα το επιβλητικό, μεγαλοπρεπές, εντυπωσιακό και εμπνέον σεβασμό αλλά και φόβο στη θέα του. Η δε φωνή του ακουγόταν σαν φωνή λαού ζωηρού και ενθουσιώδους.
Το πρόσωπο αυτό κατ᾽άλλους ήταν ο Χριστός (πρβλ. Αποκ. 1,13-15), ο οποίος εμφανίσθηκε εν σχήματι ανθρώπου, μη ων ακόμη άνθρωπος (Ιππόλυτος), κατ' άλλους δε ήταν άγγελος εκ των ανωτέρων τάξεων των αγγέλων, ο οποίος απεστάλη στον Δανιήλ όπως αναφέρεται στο κείμενο και στον στίχο 13 λέγει ότι έχει ανάγκη βοηθείας, πράγματα που δεν αρμόζουν στον Κύριο. Με την δεύτερη άποψη συντάσσεται και ο άγιος Χρυσόστομος.
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ