«Κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Δαρείου, υιού του Ασουήρου, που καταγόταν από την φυλή των Μήδων και βασίλευσε στο βασίλειο των Χαλδαίων, εγώ ο Δανιήλ αντιλήφθηκα ότι ο αριθμός των ετών –όπως αποκάλυψε ο Θεός στον προφήτη Ιερεμία– που θα παρέμεινε ερημωμένη η Ιερουσαλήμ, ήταν εβδομήντα έτη. Τότε, μετά από αυτή την αποκάλυψη έστρεψα το πρόσωπό μου προς τον Θεό, για να προσευχηθώ και να τον ικετεύσω με νηστείες, με συντριβή και μετάνοια, φορώντας τρίχινο πένθιμο ένδυμα και ρίχνοντας στάχτη στο πρόσωπό μου» (Δαν. κεφ. 9°).
Η Χαλδαία ήταν αρχαία χώρα, που απλωνόταν ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη, προς τον περσικό κόλπο. Η περιοχή αυτή ονομάστηκε αργότερα, από τους Έλληνες του Μ. Αλεξάνδρου, και ως Μεσοποταμία. Σήμερα την περιοχή αυτή κατέχει το Ιράκ. Οι Χαλδαίοι ήλθαν από την βόρειο Αραβία και κατέκτησαν την Βαβυλωνία. Η Χαλδαία κατακτήθηκε αργότερα από τον βασιλιά της Ασσυρίας Σενναχηρείμ. Μετά όμως ξαναβρήκε την ανεξαρτησία της και αργότερα ο Ναβοπολάσαρ, ηγέτης των Χαλδαίων και πατέρας του Ναβουχοδονόσορα, συμμάχησε με τους Μήδους του Κυαξάρη εναντίον της και την κατέλυσε οριστικά. Έτσι σχηματίσθηκε το μέγα βαβυλωνιακό κράτος το οποίο ονομάστηκε Βαβυλωνία, με πρωτεύουσα την Βαβυλώνα. Στην εποχή του προφήτου Δανιήλ Χαλδαίοι ονομάζονται γενικά οι Βαβυλώνιοι.
Μηδία ἠταν η χώρα κάτω από την Κασπία θάλασσα και στην περιοχή του σημερινού βόρειουδυτικού Ιράν. Πρωτεύουσα της Μηδίας ήταν τα Εκβάτανα. Το 550 π. Χ. Ο Κύρος της Περσίας ενσωμάτωσε τη χώρα τους στη αυτοκρατορία του. Πέρσες και Μήδοι από το σημείο αυτό και μετά συγχωνεύθηκαν στην αυτοκρατορία της Περσίας. Οι Μήδοι κατείχαν εξέχουσα θέση στη περσική ζωή. Ο Δαρείος ο Ασουήρος καταγόταν από την φυλή τους. Αναφέρεται επίσης ότι Μήδοι βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ ως προσκυνητές στην Πεντηκοστή, όπως και οι Ελαμίτες και οι Πάρθοι και γενικά οι κάτοικοι της Μεσοποταμίας (Πραξ. 2,9).
Ο Ιερεμίας (36,10) είχε προφητεύσει ότι όταν συμπληρωθούν εβδομήντα έτη παραμονής των Ισραηλιτών στην Βαβυλώνα ο Θεός θα ενδιαφερθεί για τους Ισραηλίτες και θα φροντίσει να επιστρέψουν στον τόπο τους. Ο Δανιήλ ενώ ήταν μεγάλος προφήτης και δεχόταν σπουδαίες αποκαλύψεις από τον Θεό, εν τούτοις μελετούσε με προσοχή την Νόμο και τους Προφήτες, που ήταν η αγία Γραφή της εποχής του. Δεν θεωρούσε ότι αυτός δεν έχει ανάγκη των αποκαλύψεων των άλλων προφητών και αγίων. Έτσι αντιλαμβάνεται από την προφητεία του Ιερεμία ότι λήγει ο χρόνος της δοκιμασίας τους.
Επίσης ο Δανιήλ, αν και πρωθυπουργός μιας μεγάλης αυτοκρατορίας με πολλές υποχρεώσεις και δυσβάστακτα καθήκοντα, παρά ταύτα δεν αμελεί την προσευχή και την επικοινωνία με τον Θεό. Ο Θεός του μιλά διά των αποκαλύψεων, αλλά και εκείνος μιλά στον Θεό διά της προσευχής. Και τώρα, που αντιλαμβάνεται ότι ήλθε ο καιρός να επιστρέψουν από την αιχμαλωσία, δεν αρκείται στην αναμονή της εκπληρώσεως της υποσχέσεως του Θεού, αλλά αντίθετα αυξάνει τον χρόνο και τον τρόπο της προσευχής και συμμετέχει και αυτός στην όσο το δυνατόν ταχύτερη αρωγή του Θεού. Γνωρίζει ότι τις υποσχέσεις του Θεού πολλές φορές τις καταργεί η αδιαφορία, η ακηδία και η αμετανοησία μας. Ο Θεός είχε πει στον Ιεζεκιήλ ότι είχε διαβρωθεί τόσο το έθνος των Εβραίων από την αμαρτία, που και ο Δανιήλ να προσευχόταν γι' αυτούς, ο Θεός δεν θα τον άκουγε. Τώρα όμως ο Δανιήλ, βλέποντας ότι συμπληρώθηκε ο κανόνας που τους έβαλε ο Θεός, τολμά να προσευχηθεί και μάλιστα «εν νηστείαις και σάκκω και σποδώ». Με νηστεία, φορώντας ένα άγριο στην αφή τρίχινο ρούχο και ρίχνοντας στο σώμα του στάχτη, όπως συνήθιζαν οι Εβραίοι να κάνουν όταν πενθούσαν απεγνωσμένα και έντονα.
Κάτι άλλο που δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας είναι ότι ο Δανιήλ απολαμβάνει τιμών, δόξας και πλούτου. Συνεπώς δεν τον συμφέρει πλέον να επανέλθει στην Ιερουσαλήμ, σε ένα κατεστραμμένο και εξαθλιωμένο κράτος, και να χάσει όλα αυτά. Ούτε τον συμφέρει να στερηθεί την συντροφιά των συμπατριωτών του, αν αυτός παραμείνει εκεί, όπως έκανε στο τέλος, διότι προφανώς ήταν σε μεγάλη ηλικία και η μετακίνηση δεν θα ήταν εύκολη γι' αυτόν. Εν τούτοις πονά για τα δεινά του λαού του. Κι ενώ αυτός ευτυχεί, δεν τον αφήνει ήσυχο η σκλαβιά, η εξορία και η ταλαιπωρία των συμπατριωτών του. Βγάζει λοιπόν τα πολύτιμα περσικά ρούχα, φορά τον σάκκο, ρίχνει στάχτη πάνω του και νηστεύει. Γνωρίζει ότι αυτά ωφελούν και μας κάνουν μεγάλους έναντι του Θεού. Νηστεύει, γιατί θυμάται την έκπτωση του Αδάμ και της Εύας, που δεν νήστευσαν· φορά τρίχινο άγριο ρούχο, γιατί θυμάται τους δερμάτινους χιτώνες, που φόρεσαν οι πρωτόπλαστοι, όταν παρέβησαν τον νόμο του Θεού και έχασαν την θεία δόξα, που μέχρι τότε κάλυπτε την γύμνωση τους· ρίχνει στάχτη πάνω του, για να θυμάται πόσες δωρεές του Θεού στερήθηκαν με την άθλια τους ζωή και την αμετανοησία τους.
Η προσευχή του Δανιήλ
«Προσευχήθηκα προς Κύριο τον Θεό μου και εξομολογήθηκα και είπα· Κύριε συ που είσαι ο Θεός ο μέγας και θαυμαστός, συ που μένεις πιστός στις υποσχέσεις σου και δίνεις το έλεός σου σε εκείνους που σε αγαπούν και φυλάσσουν τις εντολές σου».
Σε όλες τις προσευχές της Εκκλησίας μας και τις προσευχές των αγίων πάντοτε υπάρχει το στοιχείο ότι ο Θεός είναι προσωπικός, δικός μας, κτήμα και εφόδιό μας και αχώριστος συνοδοιπόρος μας και βοηθός μας. «Προσευχήθηκα προς Κύριον τον Θεό μου» λέγει ο Δανιήλ. «Ο Θεός, ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω» (Ψαλμ. 62,2) λέγει ο προφητάναξ Δαυίδ. «Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει» (Ψαλμ. 22,1) λέγει πάλι ο Δαυίδ. Ο Κύριος με φροντίζει, εμένα προσωπικά. ´Όχι μόνο αόριστα την Εκκλησία, το σύνολο των πιστών. Αλλά τον κάθε πιστό προσωπικά.
Το ίδιο συμβαίνει με τον Θεό. Ο Θεός έχει προσωπική σχέση με τον κάθε πιστό. Η Αποκάλυψη (2,13) παρουσιάζει τον Θεό να μιλά για τον άγιο Αντίπα και να λέγει· «Αντίπας ο μάρτυς μου ο πιστός». Επίσης ο Θεός δέχεται να ονομάζεται με τα ονόματα των πιστών του. «Εγώ ειμί ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ» (Έξοδ. 3,6-Ματθ. 22,32). Επίσης ο Θεός τόσο ταυτίζεται με τους πιστούς του τόσο που λέγει στον Αβραάμ ότι «θα ευλογήσω αυτούς που σε ευλογούν και θα καταραστώ αυτούς που σε καταριούνται» (Γεν. 12,3). Δηλαδή οι φίλοι σου φίλοι μου και οι εχθροί σου εχθροί μου.
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ