ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΕΛΙΣΑΙΟΣ (ΙΔ´.)

 

Ο Ιού από τη στιγμή που χρίσθηκε μυστικά βασιλεύς ενεργεί κεραυνοβόλα, για να εκτελέσει όσα του είπε ο μαθητής του προφήτη Ελισαίου. Ανέβηκε στο άλογό του και κάλπασε προς την Ιεζράελ, την πόλη που έκτισε ο Αχαάβ και τοποθέτησε το ανάκτορό του, εγκαταλείποντας την Σαμάρεια που είχε κτίσει ο πατέρας του Αμρί. Εκεί ήταν και το αμπέλι του Ναβουθαί. Στην Ιεζράελ βρισκόταν όπως είδαμε ο Ιω­ράμ, θεραπεύοντας τις πληγές από τα βέλη των Σύρων και ο Οχοζίας βασιλιάς του Ιούδα, ο οποίος είχε μεταβεί για να επισκεφθεί τον Ιωράμ. Η απόσταση μεταξύ της πόλεως Ρεμμώδ της περιοχής Γαλαάδ, όπου βρισκόταν ο Ιού, και της Ιεζράελ ήταν πορεία μιας ημέρας. Στο μέσο της πορείας έπρεπε κανείς να περάσει από τον Ιορ­δάνη.

Ο Ιού έλαβε όλα τα μέτρα για να μη γίνει αντιληπτός αυτός και η συνοδεία του, αλλά, όταν πλησίασε πολύ, τους είδε ο σκοπός και το ανήγγειλε στον Ιωράμ. Ο Ιω­ράμ νόμισε ότι έρχονται Σύροι στρατιώτες για να τον συλλάβουν και έστειλε διαδοχικ­ά δύο ιππείς αγγελιοφόρους, για να εξακριβώσουν τους σκοπούς των ερχο­μένων. Στο ερώτημα και των δύο, εάν έρχονται για ειρηνικό σκοπό, ο Ιού τους απάντησε ότι αυτό δεν είναι δική τους δουλειά να ξέρουν και τους είπε να τον ακο­λουθήσουν. Εκείνοι ακολούθησαν χωρίς να φέρουν καμμία αντίρρηση. Κι εδώ φαί­νεται ότι κάτι που θέλει ο Θεός να γίνει γίνεται χωρίς αντιρρήσεις και χωρίς εμπόδια, παρά τους κανόνες της λογικής και της συνήθους τακτικής. Να ακολουθούν αγγελιο­φόροι, χωρίς δισταγμούς και χωρίς να τους δοθούν εξηγήσεις, αυτόν που έστειλε ο βασιλιάς τους να τον κατασκοπεύσουν είναι άνευ προηγουμένου!

Όταν ο Ιωράμ είδε ότι δεν γύρισαν οι ανιχνευτές του και ο σκοπός του ανήγγειλε ότι ο τρόπος που καλπάζει ο άγνωστος με την συνοδεία του μοιάζει με τον τρόπο του στρατηγού Ιού, πήρε το άρμα του και, έχοντας και τον Οχοζία με το δικό του άρμα, έτρεξε προς το μέρος τους χωρίς να λάβει κανένα προφυλακτικό μέτρο. Το σωστό ήταν να υποπτευθεί ότι κάτι συμβαίνει και να πάρει τα μέτρα του. Αλλά αυτούς που θέλει ο Θεός να απολέσει τους τυφλώνει διανοητικά. Το τέλος του είχε έλθει κι αυτός έτρεχε να το συναντήσει!

Οι δύο βασιλείς συνάντησαν τον Ιού και αυτούς που τον συνόδευαν στο χωράφι που ανήκε άλλοτε στον Ναβουθαί, ο οποίος καταγόταν από την Ιεζράελ. Ο Ιωράμ ρώτησε τότε τον Ιού εάν έρχεται με ειρηνικό σκοπό και εκείνος απάντησε «πως μπο­ρεί να υπάρχει ειρήνη, αφού συνεχίζονται οι ασέβειες της μητέρας σου Ιεζάβελ»; Δη­λαδή μπορεί να έχει ειρήνη ένας ασεβής είτε με τον Θεό είτε με τους ανθρώπους του Θεού; Ο Ιωράμ μετά την απάντηση αυτή γύρισε το άρμα του για να φύγει και φώνα­ξε προς τον βασιλιά Οχοζία «πρόσεχε συνωμοσία». Ο Ιού τότε πήρε το τόξο του, ση­μάδεψε τον Ιωράμ και του έρριξε το βέλος του. Το βέλος τον χτύπησε πίσω στη πλάτη και διαπέρασε την καρδιά φονεύοντάς τον. Ο Ιού είπε αμέσως προς τον Βαδε­κάρ τον υπασπιστή του· «Ρίξε το πτώμα του στο αμπέλι του Ναβουθαί. Θυμάμαι, όταν ακολουθούσαμε έφιπποι τον πατέρα του Αχαάβ τι του είπε ο Κύριος, μέσω του προ­φήτου Ηλία. Του είχε πει 'είδα το αίμα του Ναβουθαί και της οικογενείας του να χύ­νεται σε αυτόν τον αγρό και υπόσχομαι να ανταποδώσω την αδικία κατά τον ίδιο τρόπο'. Λοιπόν σηκώστε τον Ιωράμ από το άρμα του και ρίξτε τον στο χωράφι αυτό, σύμφωνα με όσα προείπε ο Κύριος».

Ο Οχοζίας ο βασιλιάς του βασιλείου του Ιούδα, που συνόδευε τον Ιωράμ, όταν είδε αυτό που έγινε, έφυγε με το άρμα του προς την κατεύθυνση της πόλεως Βαιθαγ­γάν. Ο Ιού τον καταδίωξε και τον οι άνδρες του τον κτύπησαν μέσα στο άρμα. Πλη­γωμένος κατόρθωσε να φθάσει στην πόλη Μαγεδδώ και πέθανε εκεί. Στη Μαγεδδώ η αρχαιολογία βρήκε στάμνες με λείψανα μικρών παιδιών που είχαν θυσιαστεί στον Βάαλ και που οι αρχαιολόγοι τις χρονολογούν ότι είναι από την εποχή του Αχαάβ και τις Ιεζάβελ. Συνεπώς ο Ιωράμ φονεύεται στο αμπέλι του Ναβουθαί και ο Οχοζίας υποκύπτει στα τραύματά του στην Μαγεδδώ, όπου δέσποζε η λατρεία του Βάαλ που θεμελίωσε ο Αχαάβ και η Ιεζάβελ. Η Μαγεδδώ βρισκόταν 15 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Ναζαρέτ σε κατ' εξοχήν δεσπόζουσα θέση. Βρισκόταν μεταξύ του Ευφράτη και του Νείλου και γι' αυτό ήταν το μεγαλύτερο σταυροδρόμι του αρχαίου κόσμου. Εκεί συναντώνταν τα στρατεύματα Ανατολής και Δύσεως. Από την Μαγεδδώ έλαβε και το όνομα ο τόπος Αρμαγεδών, που χρησιμοποιεί η Αποκάλυψη (16,16).

Οι άνδρες του Οχοζία τον μετέφεραν νεκρό στα Ιεροσόλυμα και τον έθαψαν στους βασιλικούς τάφους. Αυτό ήταν το τέλος του Οχοζία, του υιού της Γοθολίας της κόρης του Αχαάβ, που παντρεύτηκε τον Ιωράμ βασιλιά του Ιούδα. Σαν απόγονος του Αχα­άβ και μάλιστα ακόλουθος στα αμαρτωλά βήματά του και συγχρόνως συνερ­γάτης του Ιωράμ βρίσκει κι αυτός το μοιραίο τέλος.

Εν τέλει ο Ιού φθάνει στην Ιεζράελ.

Η Ιεζάβελ, που πληροφορήθηκε εν τω μεταξύ τα όσα είχαν συμβεί, έβαψε μαύρα τα βλέφαρά της, τακτοποίησε τα μαλλιά της, στόλισε την κεφαλή της και έσκυψε κάτω προς το δρόμο από το παράθυρο του παλα­τιού της. Αντί να θρηνήσει το τραγι­κό τέλος του υιού της και να αναλογιστεί ότι ήλθε το τέλος της, αυτή καλλωπίζεται. Η συνήθης τακτική μιας άμυαλης και αμαρτωλής γυναίκας. Ο κόσμος χάνεται, η κα­ταστροφή της επίκειται και αυτή στολίζεται.

Καθώς ο Ιού έμπαινε εκείνη την ώρα στην πόλη η Ιεζάβελ με ειρωνικό και προ­κλητικό τρόπο φώναξε· «Ειρηνικό σκοπό έχει η είσοδος σου, Ζαμβρί, δολοφόνε του βασιλιά και κυρίου σου»; Ζαμβρί ήταν ο επαναστάτης φονιάς του βασιλιά Ηλά, ο οποίος μετά από επτά μέρες βασιλείας τιμωρήθηκε με θάνατο (Γ´Βασ.16,9-20). Αλλά η περίπτωση Ιού δεν είχε ομοιότητα με εκείνη του Ζαμβρί. Ο Ιού ενεργούσε κατ' εντολή του Θεού. Η Ιεζάβελ συνέκρινε τα ασύγκριτα. Πάντως εντύπωση δημιουργεί η προκλητική και αναιδής στάση της. Αντί να τρέμει μπροστά στον Ιού, το λάβρο όρ­γανο της θείας δικαιοσύνης, αυτή νομίζει ότι θα τον τρομοκρατήσει και θα τον κάνει να λιποψυχήσει με το βασιλικό της παρουσιαστικό.

Ο Ιού γύρισε, σήκωσε το πρόσωπό του, κοίταξε προς το παράθυρο και είπε άφοβα και με αποφασιστικότητα· «Ποιά είσαι εσύ; Κατέβα κάτω να σε δω». Ούτε που την έδωσε σημασία και ούτε έκανε πως την γνώριζε. Σαν να ήταν μια άσημη και τιπο­τένια γυναίκα. Την διατάζει και τη δίδει εντολή να έλθει να τον δει και να υποβάλει τα σέβη της.

Τότε έσκυψαν από το παράθυρο να δουν τι συμβαίνει δύο ευνούχοι του παλατιού. Ο Ιού αμέσως τους πρόσταξε· «Πετάξτε την κάτω». Οι ευνούχοι καταλαβαίνοντας ότι ο Ιού είναι ο νέος βασιλιάς τους πλέον και ο νέος ρυθμιστής της χώρας τους, ίσως και βρίσκοντας ευκαιρία να εκδικηθούν την κακούργα και αιμοβόρα κυρά τους για όσα τράβηξαν από αυτήν, αμέσως την πέταξαν κάτω και οι ίπποι την ποδοπάτη­σαν. Το αίμα της πιτσίλισε τους τοίχους και ράντισε το έδαφος έξω από το παλάτι.

Ο Ιού μπήκε μέσα στο παλάτι σαν κυρίαρχος βασιλιάς, ήπιε και έφαγε σαν να μη συνέβαινε τίποτε, και μετά τους είπε· «Πηγαίνετε τώρα κάτω στην καταραμένη αυτή γυναίκα και θάψτε την, για­τί παρ' όλα τα τρωτά της ήταν κόρη βασιλιά». Την κατο­νομάζει όπως έπρεπε, αλλά σεβόμενος το βασιλικό της αξίωμα διατάζει να την θάψουν. Οι απεσταλμένοι όμως του Ιού, όταν κα­τέβηκαν κάτω, βρήκαν το πτώμα της Ιεζάβελ φαγωμένο από τα σκυλιά. Μόνο το κρανίο της, τα πόδια της και οι παλάμες των χεριών της διασώθηκαν. Όταν ο Ιού έμαθε τι συνέβη είπε· «Αυτό είναι η πραγ­ματοποίηση του λόγου που είπε ο Κύριος με το στόμα του προφήτου Ηλία». Ο Ηλίας είχε πει· «Στο χωράφι του Ναβουθαί που εί­ναι στην Ιεζράελ, θα φάνε τα σκυλιά τις σάρκες της Ιεζάβελ. Το πτώμα της θα γίνει κοπριά στο χωράφι και θα καταντήσει άμορφο και αγνώριστο. Κανείς δεν θα μπορεί να αναγνωρίσει ότι αυτό το ελεεινό κουφάρι είναι το πτώμα της Ιεζάβελ».

Αυτό ήταν το φρικαλέο και αποτρόπαιο τέλος της Ιεζάβελ, της γυναίκας που εισή­γαγε την λατρεία του Βάαλ, που σκότωσε τους προφήτες του Θεού, που μεθόδευσε την δολοφονία του Ναβουθαί, που παρέσυρε τον άβουλο άνδρα της και τα παιδιά της στην αποστασία. Είδε τον θάνατο του άνδρα της των παιδιών της και τέλος δοκίμασε και τον δικό της. Στην ιστορία της βίβλου είναι από τα πιο σιχαμερά πρόσωπα. Στην Αποκάλυψη ο ευαγγελιστής Ιωάννης (2,20-23) θέλοντας να χαρακτηρίσει μια ψευδο­προφήτιδα με ανάλογο έργο την ονομάζει Ιεζάβελ. Το σώμα της καταστράφηκε χω­ρίς να εισέλθει στο χώμα. Το ίδιο και το όνομά της σαπίζει πάνω από το χώμα εις το διηνεκές, όπως και όλα τα ονόματα των ασεβών.

ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Κορυφή