Το αμπέλι του Ναβουθαί
Μετά την χρίση του Ελισαίου η αγία Γραφή ιστορεί άλλο ένα επεισόδιο με ήρωα τον Αχαάβ, για να δείξει και τα θανάσιμα αμαρτήματα που έκανε και στην ιδιωτική του ζωή. Ο Ναβουθαί ήταν ένας Ισραηλίτης που είχε ένα αμπέλι, που συνόρευε με τα βασιλικά κτήματα. Σίγουρα θα ήταν ευχαριστημένος για το ότι είχε το αμπέλι και πιθανόν να χαιρόταν που ήταν γείτονας του βασιλιά. Η ιστορία όμως που θα επακολουθήσει δείχνει πόσο μεγάλος πειρασμός μπορεί να αποβεί μία περιουσία και μάλιστα όταν συνορεύει με περιουσίες μεγάλων και ισχυρών. Ο Αχαάβ θέλησε να το πάρει και να το προσαρτήσει στα δικά του κτήματα, κάνοντάς το λαχανόκηπο για το παλάτι του. Πρότεινε στον Ναβουθαί να του δώσει άλλο καλύτερο από αυτό ή αν ήθελε να του το πληρώσει ανάλογα με την αξία του. Ο Ναβουθαί όμως δεν θέλησε να πουλήσει ή να ανταλλάξει αυτό που κληρονόμησε από τους πατέρες του. Στην Παλαιά Διαθήκη η περιουσία των Ισραηλιτών εθεωρείτο περιουσία του Θεού, που αυτός είχε μοιράσει, όταν εισήλθαν στη γη της Παλαιστίνης, για τις ανάγκες τους. Αυτοί ήσαν πάροικοι και παρεπίδημοι. Δεν είχαν τίποτα μόνιμα και αιώνια. Δεν επιτρεπόταν η αρχική ιδιοκτησία την οποίαν πήρε ο κάθε Ισραηλίτης να αυξομειώνεται. Κι αν ακόμη κάποιος αναγκαζόταν να την πουλήσει κάποτε, στο πεντηκοστό έτος, το λεγόμενο Ιωβηλαίο, η περιουσία επιστρεφόταν στον κάτοχό της και τα τυχόν χρέη που υπήρχαν χαριζόταν (πρβλ. Λευϊτικό 25° κεφάλαιο). Ο Ναβουθαί λοιπόν και από λόγους υπακοής στο Θεό δεν έπρεπε να δώσει το αμπέλι του. Ο Αχαάβ έπρεπε να θαυμάσει την παρρησία του, να σεβαστεί δε την απόφαση του και την προσήλωσή του στους θεσμούς και να μη στενοχωρηθεί. Εκείνος όμως εξακολουθούσε να το επιθυμεί και μάλιστα σφοδρά. Ο Θεός όμως παραγγέλλει, στην δεκάτη εντολή της μωσαϊκής νομοθεσίας, να μην επιθυμούμε πράγματα που δεν μας ανήκουν· όπως την γυναίκα του πλησίον μας, την οικία του, τον αγρό του, τον υπηρέτη ή την υπηρέτριά του, ούτε τα ζώα του ούτε τέλος πάντων κάτι απ' όλα απ' όσα έχει (Εξ. 20,17). Συνεπώς ο Αχαάβ ερχόταν με την επιθυμία του κατ' ευθείαν σε σύγκρουση με τον Θεό.
Ο Αχαάβ, μη θέλοντας να λυτρωθεί από το αμαρτωλό πάθος του, μελαγχόλησε και ξάπλωσε στο κρεβάτι του χωρίς να φάει. Τι τραγικό ο άνθρωπος που ήταν βασιλιάς και είχε αμύθητα πλούτη και εκτάσεις και τιμές και δόξες να μελαγχολεί για ένα ασήμαντο αμπελώνα. Τι φοβερό το πάθος της απληστίας και η ακόρεστη συνεχής επιθυμία που βασανίζει τον κάθε άνθρωπο, όταν δεν φωτίζεται από τον νόμο του Θεού. Παρατηρεί σοφός ερμηνευτής ότι ο βασιλιάς Αχαάβ στο πλούσιο παλάτι του και μέσα σε τιμές, δόξες και απολαύσεις ήταν δυστυχής και άρρωστος από την μελαγχολία, λόγω της απληστίας του και του πληγωμένου εγωισμού του. Ο Παύλος, αν και ακτήμων και πολύπαθος και γεμάτος αίματα από τους ραβδισμούς, ενώ ήταν δέσμιος στη φυλακή των Φιλίππων, χωρίς να έχει κάνει κάτι κακό, ήταν χαρούμενος και ειρηνικός και αυτός και ο συνεργάτης του Σίλας. Δοξολογούσαν τον Θεό ακόμη και το μεσονύχτιο! Αυτή η χαρά και η απάθειά τους γκρέμισε την φυλακή και έσπασε τις αλυσίδες των φυλακισμένων (Πραξ.16° κεφ.)! Πόση η δύναμη των φυλακισμένων για τον Χριστό και πόση η αδυναμία των ελεύθερων και εξουσιαστών αντιχρίστων!
Τον είδε η Ιεζάβελ, η καταραμένη εκείνη γυναίκα (Δ´ Βασ. 9,34) και θέλησε να μάθει την αιτία της αθυμίας του και, όταν την έμαθε, τον ειρωνεύτηκε πως, ενώ είναι βασιλιάς, αφήνει τον Ναβουθαί να κάνει ό,τι θέλει. «Σήκω φάγε και ευθύμησε ξανά κι εγώ θα κανονίσω να πάρεις το αμπέλι του Ναβουθαί» του είπε.
Η Ιεζάβελ κινήθηκε αμέσως καταστρώνοντας ένα διαβολικό σχέδιο. Έστειλε διάταγμα με το όνομα του Ναβουθαί προς τους άρχοντες και τους άλλους γείτονες του Ναβουθαί με το εξής περιεχόμενο· «κηρύξετε ημέρα δημόσιας νηστείας και δικάστε τον Ναβουθαί μπροστά στο λαό ως ένοχο εσχάτης προδοσίας. Φροντίστε να βρείτε δύο ψευδομάρτυρες από το περιβάλλον του υποκόσμου, οι οποίοι θα καταθέσουν ότι δήθεν βλασφήμησε τον Θεό και τον βασιλιά. Και, αφού τον δικάσετε με αυτή την ψεύτικη κατηγορία, βγάλτε τον έξω από την πόλη και λιθοβολήστε τον». Οι άρχοντες και οι γείτονες που κατοικούσαν κοντά στο αμπέλι του Ναβουθαί εξετέλεσαν, χωρίς δισταγμό και τύψεις συνειδήσεως, την παράνομη και σιχαμερή διαταγή της Ιεζάβελ και κείνη ανήγγειλε στον άνδρα της ότι μπορεί να πάρει το αμπέλι που ήθελε, γιατί ο Ναβουθαί δεν ζη πλέον.
Ήταν τόσο πρόστυχο και ασεβές αυτό που έγινε, που ο Ναβουθαί, μόλις το έμαθε, έσχισε τα ρούχα του και φόρεσε το πένθιμο ένδυμα του σάκκου (τρίχινο άγριο ρούχο) κατά την συνήθεια των κατοίκων της ανατολής. Μετά όμως από λίγο κατέβηκε να προσαρτήσει το αμπέλι του Ναβουθαί στα βασιλικά κτήματά του.
Μένει έκπληκτος κανείς μπροστά στον εγωισμό, την κακία και την αυθαιρεσία των ανθρώπων της εξουσίας, που δυστυχώς επαναλαμβάνεται πολύ συχνά και πανομοιότυπα σε κάθε εποχή. Δαιμονίζονται κυριολεκτικά με την οποιαδήποτε άρνηση των ανθρώπων που άρχουν. Και είναι έτοιμοι να ισοπεδώσουν και να κονιορτοποιήσουν τον κάθε θαρραλέο και λεβέντη υφιστάμενο τους, εξυφαίνοντας τα πιο σατανικά και απάνθρωπα σχέδια. Για να τα καλύψουν δε τα επενδύουν με θρησκευτικό κάλυμμα και τονίζουν ότι αυτοί που δεν τους ακούνε είναι δήθεν άνθρωποι αντίθεοι και ασεβείς. Ο ιερός θεσμός της νηστείας έγινε το καπνογόνο, που επικάλυψε το σατανικό χαρακτήρα της Ιεζάβελ. Έτσι με όπλο την κάθε «ιερά εξέταση» ο Διάβολος και οι άνθρωποί του ισοπεδώνουν κάθε ηθικό και τίμιο άνθρωπο και παρουσιάζονται στους ανθρώπους ως προσφέροντες δόξα στον Θεό.
Είναι τόσο βασικό και σπουδαίο το θέμα των παρενεργειών της οποιασδήποτε εξουσίας, ώστε αναγκάσθηκαν αρμόδιοι επιστήμονες, που εντρυφούν στα θέματα της νομοθεσίας και της χρηστής λειτουργίας της κοινωνίας, να ασχοληθούν ιδιαίτερα με αυτό και να διαφωτίσουν πως μπορούν οι παρενέργειες αυτές να περιοριστούν. Από το βιβλίο «Η τέχνη του διοικείν», του υποπτεράρχου Ε. Ι. Λάιτμερ, εκδ. Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων, Αθήνα 1971, θα παραθέσουμε τα εξής αξιόλογα· «Ο Κάρολος Μοντεσκιέ (Γάλλος κοινωνιολόγος 1689-1755) λέγει ότι, εάν δεν είναι εύκολο να γίνει κανείς καλός διοικητής, είναι ίσως ακόμη πιο δύσκολο να παραμείνει τέτοιος. Και δυστυχώς, η ιστορία διδάσκει ότι ο άνθρωπος, όταν περιβάλλεται με εξουσία, ρέπει προς κατάχρηση αυτής. Η συνήθεια του διοικητού να δίδει διαταγές είναι παράγων επικίνδυνος δια την ηθική του υπόσταση. Η περιφρόνηση προς αυτούς που διοικεί και η υπερτίμηση της προσωπικής αξίας κάνουν και τον καλύτερο άνθρωπο, τον πλέον ευφυή, τον πλέον ηθικό και ανιδιοτελή, τον πλέον γενναιόδωρο, τον πλέον αγνό να κλονισθεί και ενδεχομένως να υποκύψει εις τον πειρασμό να δηλητηριασθεί πνευματικά και ηθικά. Διότι η εξουσία ενεργεί ωσάν δηλητήριο, δηλητήριο το οποίο επενεργεί στερητικά επί της δικαιοσύνης και της λογικής του ατόμου. Αποτελεί μεγάλη ικανοποίηση του εγωισμού να ζει καθημερινά σε ένα περιβάλλον, όπου οι πάντες υπακούν και η κατάσταση αυτή προκαλεί ένα είδος μέθης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η κατάχρηση της εξουσίας μετατρέπει την ιδιοτροπία σε θέληση και ο διοικητής διακυβεύει την επιβολή του, τείνει προς την εύνοια της προσωπολατρίας, δίδει διαταγές για προσωπική του ικανοποίηση και εν πάση περιπτώσει αποδίδει στο πρόσωπό του τιμές, οι οποίες ανήκουν στο λειτούργημά του. Όταν δε αισθανθεί ότι έγινε αντιληπτός και κινδυνεύει πλέον, είναι ικανός, να καταπατήσει και αυτές τις στοιχειώδεις αρχές των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
»Το φαινόμενο της καταχρήσεως της εξουσίας είναι φαινόμενο το οποίο συναντάται σε κάθε κοινωνία και στις ομάδες της. Το ζούμε καθημερινά σε ένα εύρος κυμαινόμενο από μια μεροληπτική διαιτησία ενός αθλητικού αγώνα μέχρι μια ναυτική ανταρσία επί ενός πλοίου, την οποία προκαλεί η κατάχρηση εξουσίας από τον κυβερνήτη. Η συλλογική συνεργασία των πολιτών ή των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή οργανισμού δια της εγκαίρου καταγγελίας και προσφυγής σε ένδικα μέσα, η αμεροληψία της δικαιοσύνης, η ύπαρξη νόμων και αρμοδίων για την επίβλεψη και την εφαρμογή των είναι μέσα καταστολής της αδυναμίας αυτής της ανθρώπινης φύσης, η οποία είναι συνυφασμένη με την απόλαυση και την κοινωνική διάκριση, τις ισχυρές συνιστώσες της απληστίας» (σσ. 31,32).
Είναι αξιοπρόσεκτα όσα αναπτύσσει ο Ε. Λάιτμερ. Ζώντας μέσα στο περιβάλλον του στρατού, στο οποίο η εξουσία είναι απόλυτη και η πειθαρχία άνευ όρων, αναγνωρίζει ότι η εξουσία αποβαίνει δηλητήριο και στον πιο τέλειο και ηθικό διοικητή. Προτείνει δε ως μέσα περιστολής των καταχρήσεων του διοικητού «την συλλογική συνεργασία, την έγκαιρη καταγγελία και προσφυγή σε ένδικα μέσα, την αμεροληψία της δικαιοσύνης, την ύπαρξη νόμων και αρμόδιων για την επίβλεψη και την εφαρμογή τους». Σε άλλο δε σημείο αναφέρεται στο πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει γύρω από τον ηγέτη ανάλογο επιτελείο. «Όσο και εάν η μόρφωσή του και η επαγγελματική του ικανότητα είναι πλήρης, είναι αδύνατο να γνωρίζει τα πάντα και να καλύπτει πάσας τας εξειδικεύσεις ή τέλος να προλαμβάνει τα πάντα» ( ενθ. ανωτ. 10,11 ).
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο στρατός, ο οποίος απολυτοποιεί την εξουσία των επιτελών του και ζητεί απόλυτη πειθαρχία από τους υφισταμένους, αναγνωρίζει συγχρόνως την αναγκαιότητα υπάρξεως μέσων και μεθόδων, ώστε αυτή η εξουσία να είναι υπό έλεγχο και χαλινό και να υπάρχει, εί δυνατόν, συλλογική συνεργασία. Το ίδιο κάνει και η πολιτεία και οιοσδήποτε άλλος διοικητικός θεσμός, ο οποίος επιζητεί το τέλος της διοικήσεως να είναι η ωφέλεια και η πρόοδος του κοινωνικού συνόλου. Κι’ αυτό το δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσπάθεια αντιμετωπίσεως των παρενεργειών του δηλητηρίου της εξουσίας, που εμπότιζε τον εκάστοτε μονάρχη.
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ