Η βία η μοναξιά και η κατανάλωση

 

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

 

Με το παρόν άρθρο κλείνει μια τριλογία σκέψεων διανοουμένων του εικοστού αιώνα, που προβλέψανε τις καταστάσεις που διέρχεται σήμερα η ανθρωπότητα. Κλείνει με τις απόψεις της Χάννα Άρεντ, της φιλοσόφου, η οποία απεβίωσε πριν από 50 χρόνια, στις 4 Δεκεμβρίου 1975, σε ηλικία 69 ετών. Είχε αφιερώσει τη ζωή της στην αυστηρή κριτική του ολοκληρωτισμού και τα γραπτά της δείχνουν ακεραιότητα χαρακτήρα και θάρρος στην έκφραση των απόψεών της χωρίς να υπολογίζει επιπτώσεις στη ζωή της.

 

Αυτό που είδε να έρχεται η Άρεντ ήταν η εκρίζωση της κοινωνικής συνοχής, η μοναξιά του μαζανθρώπου και η επικράτηση ενός ανθρωπότυπου που αρέσκεται απλώς να εργάζεται και να καταναλίσκει. Σε συνέντευξή της (Σημ. «Τρεις συζητήσεις», Εκδ. «Μάγμα», 2021, σελ. 52-53) η Άρεντ τονίζει πως η εργασία και η κατανάλωση αποτελούν όψεις του ιδίου φαινομένου, του ατέρμονου κύκλου στον οποίο εγκλωβίζεται η ζωή στο σύνολό της και πως όταν ο άνθρωπος ζει μόνο για να εργάζεται και να καταναλώνει, αποσύρεται πλήρως στον εαυτό του.

 

Το 1958 η Άρεντ εξέδωσε τη μελέτη της «Η ανθρώπινη κατάσταση» (Ανθρώπινος βίος), στην οποία σημειώνει πως οι εξελίξεις της δεκαετίας του 1950 και ιδιαίτερα οι δυνατότητες που διαφαίνονταν με την πάρα πέρα εξέλιξη της αυτοματοποίησης, «δίνουν το δικαίωμα να αναρωτηθεί κάποιος αν η ουτοπία του χθες δεν μεταβληθεί σε πραγματικότητα του αύριο, έτσι ώστε στο τέλος να μην απομένει από τον κόπο και τον μόχθο του βιολογικού κύκλου, που στον κινητήρα του είναι δεμένη η ζωή, παρά μόνο η προσπάθεια της κατανάλωσης». (Σημ. Το ομότιτλο βιβλίο κυκλοφορήθηκε στα ελληνικά το 1986 από τις εκδόσεις «Γνώση». Το απόσπασμα είναι στη σελίδα 182).

Από τις εκδόσεις Penguin κυκλοφορήθηκε το 1961 το βιβλίο της Άρεντ «Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος». Σε αυτό επισημαίνει ότι στη μοντέρνα εποχή, με την αυξανόμενη παγκόσμια αποξένωση, ούτε η ιστορία ούτε η φύση είναι νοητές. «Αυτή η διττή απώλεια του κόσμου - η απώλεια του συνδέσμου με τη φύση και η απώλεια της ανθρώπινης καλλιέργειας, που εμπεριέχει όλη την ιστορία - οδηγεί τους ανθρώπους ή να ζουν σε απελπιστικό απομονωτισμό ή να συνωθούνται όλοι μαζί σε μια μάζα». (Σημ. Το εν λόγω βιβλίο κυκλοφορήθηκε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Λεβιάθαν» το 1996. Το απόσπασμα στη σελ. 141).

Η κοινή εμπειρία για το πώς περνάει ο σύγχρονος άνθρωπος της Δύσης την ημέρα του αποδεικνύει πως οι σκέψεις της Άρεντ έχουν βάση. Είτε ζώντας στο Λουξεμβούργο, όπου ο μέσος όρος των ετήσιων μισθών είναι 83.000 Ευρώ (6.900 μηνιαίως), είτε στην προτελευταία των χωρών - μελών της ΕΕ στον ετήσιο μισθό Ελλάδα (ετησίως 17954 ή 1500 μηνιαίως) η ζωή μας έχει επιβληθεί να είναι ίδια: Μοναξιά, κοινωνική και οικογενειακή αυτονόμηση και κατανάλωση.

 

Στις 13 Νοεμβρίου 2025 η ιστοσελίδα BreizhInfo σε ρεπορτάζ της γράφει ότι επιστήμονες τονίζουν πως

το κοινό οικογενειακό δείπνο είναι η εσχάτη μορφή αντίστασης των ανθρώπων στον σημερινό δυτικό κόσμο, τον κορεσμένο από οθόνες και ψηφιακή διασκέδαση.

 

Μάλιστα αναφέρει την άποψη του προέδρου των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο οποίος πάντοτε συνέτρωγε με τους οικείους και συνεργάτες του, υποστηρίζοντας ότι «όλοι οι πολιτισμοί πεθαίνουν όταν οι κάτοικοί τους παύουν να δειπνούν οικογενειακώς». Στην Ελλάδα πολλές ακόμη οικογένειες τηρούν την παράδοση, τουλάχιστον κάθε Κυριακή το μεσημέρι, τα παιδιά και τα εγγόνια να γευματίζουν με τους παππούδες και τις γιαγιάδες, και να συζητάνε τα της εβδομάδος, κάτι να ακούνε για μνήμες, για παλιές ιστορίες και συνήθειες και έτσι να αποκτούν κάποιες βάσεις για τη συνέχεια… Και οι φιλικές επικοινωνίες είναι ωφέλιμες, αλλά η συνοχή της οικογένειας έχει και τον χαρακτήρα της αντίστασης στην επιβολή του ανθρώπου ρομπότ.

 

Η Άρεντ στο βιβλίο της «Κρίσεις Δημοκρατίας» επισημαίνει επίσης, από το 1969, την σημερινή εξέλιξη των ισχυρών λόμπις, που επηρεάζουν τη ζωή στη Δύση. Γράφει:

«Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ότι τα μέλη του κατεστημένου και οι ευυπόληπτοι πολίτες ….φαίνονται έτοιμοι να ακολουθήσουν την πιο μηδενιστική άρνηση που είναι δυνατή, δηλαδή την άρνηση του μέλλοντος μέσω της άρνησης των ίδιων των παιδιών τους, των φορέων του μέλλοντος». («Κρίσεις της Δημοκρατίας», Έκδ. «Επίκεντρο», σελ. 253).

 

Στην Ελλάδα το ζούμε με την προώθηση από ισχυρά λόμπις και σε αντίθεση προς τη θέληση του λαού, μεταξύ άλλων, του «γάμου» των ομοφυλοφίλων, αλλά και με τους τρανταγμούς που δέχεται ο θεσμός της οικογένειας και η ίδια η ζωή.

Πολλοί, κληρικοί και λαϊκοί, έχουν υποτιμήσει την καθιέρωση του «γάμου» των ομοφυλοφίλων και την εκ μέρους τους τεκνοθεσία. Το περνούν ως γεγονός που επεβλήθη και δεν έχουν τρόπο να αντιδράσουν. Η προπαγάνδα εισαγωγής του μη φυσικού στην κοινωνία, πέραν των γνωστών περί δικαίου, περί ισότητος και λοιπών έωλων επιχειρημάτων, υποστηρίζει ότι είναι εξέλιξη του φυσιολογικού γάμου, που χαρακτηρίζεται ως κοινωνικό «στερεότυπο», ως απλουστευτική δηλαδή σύλληψη της πραγματικότητας... Ουδείς αμφισβητεί το να ζει ο άνθρωπος όπως νομίζει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να παραβιάζει κανόνες της φύσης.

Η Άρεντ γενικά υποστηρίζει ότι «στόχος των ολοκληρωτικών ιδεολογιών δεν είναι η αλλαγή του εξωτερικού κόσμου, ούτε η επαναστατική αναδιαμόρφωση της κοινωνίας, αλλά η μεταμόρφωση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης… Ως τώρα η ολοκληρωτική πίστη, ότι όλα είναι δυνατά, μοιάζει να έχει αποδείξει μόνο ένα πράγμα: Ότι όλα μπορούν να καταστραφούν» (Hannah Arendt «Το ολοκληρωτικό σύστημα», Εκδ. Ευρύαλος, 1988, σελ. 249-250).

 

Η Άρεντ θεωρεί και τονίζει ότι εξίσου ένοχοι με τους ενεργούντες είναι και οι ανεχόμενοι καταστάσεις και αρκούνται στον ρόλο του παρατηρητή. Μάλιστα αναφέρεται στον συμπατριώτη της και δάσκαλο της στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης Γερμανό φιλόσοφο Καρλ Γιάσπερς. Αυτός υποστήριξε σε βιβλίο του που κυκλοφορήθηκε το 1946: «Κάθε ένας από μας είναι ένοχος στον βαθμό που παρέμεινε αδρανής. Η αδυναμία είναι μια δικαιολογία… Εκείνος που μένει μέσα στην παθητικότητα γνωρίζει ότι γίνεται ηθικά ένοχος κάθε φορά που αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στο κάλεσμα και αποφεύγει, αδιάφορο κάτω από ποιες συνθήκες, να προστατεύσει αυτούς που απειλούνται, έτσι ώστε να ελαχιστοποιήσει την αδικία και να αντισταθεί. (Σημ. «Το πρόβλημα της Γερμανικής ευθύνης» (Ελλ. Εκδ. Έρασμος, 2016, σελ. 77).

Και συνεχίζει ο Γιάσπερς: «Η ηθική ευθύνη που συνίσταται στο να ακολουθεί κανείς τις εντολές της εξουσίας, ο κονφορμισμός, είναι κάτι κοινό, με παραλλαγές, στους περισσότερους από εμάς. Για να υπερασπιστεί κάποιος την ύπαρξή του, για να μη χάσει τη θέση του για να μη χάσει τις ευκαιρίες που του δίνονται έγινε μέλος του Κόμματος και συνεργάστηκε τυπικά μαζί του» (Αυτ. σελ. 78).

Ο Γιάσπερς γράφει και για τη μεταφυσική ευθύνη των Γερμανών: «Το ότι σώσαμε τη ζωή μας μας καθιστά ένοχους. Προτιμήσαμε να σώσουμε τη ζωή μας με τη φτηνή δικαιολογία ότι ο θάνατός μας δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε. Αυτό το ξέρουμε μπροστά στον Θεό και αυτό μας ταπεινώνει βαθύτατα. Σε αυτά τα δώδεκα χρόνια (Σημ. του Χίτλερ) κάτι μας συνέβη…κάτι σαν αλλοίωση της ανθρωπιάς μας». (Αυτ. σελ. 80).

Η Άρεντ αναφέρεται και στον Σωκράτη, ο οποίος στον «Γοργία» σημειώνει ότι «προτιμώ να υποστώ μιαν αδικία, παρά να τη διαπράξω» και πως «εφόσον είμαι ένας, προτιμώ να διαταραχθεί η ισορροπία με τον κόσμο παρά με τον εαυτό μου (Πλάτωνος «Γοργίας», 474b και 482c).

 

Η Άρεντ είναι υπέρ της ελευθερίας γνώμης, η οποία βεβαίως «καταντά μία φάρσα αν δεν διασφαλίζεται η πληροφόρηση για τα γεγονότα και αν τα ίδια τα γεγονότα είναι αναμφισβήτητα» και προσθέτει: «Η σύγχρονη ιστορία είναι γεμάτη από περιπτώσεις στις οποίες όσοι μιλούσαν για την αλήθεια των πραγμάτων θεωρήθηκαν πιο επικίνδυνοι, ακόμα και πιο εχθρικοί από τους πραγματικούς αντιπάλους». (Ρίτσαρντ Μπερνστάϊν «Γιατί πρέπει να διαβάζουμε Χάνα Άρεντ», Εκδ. Επίκεντρο, 2019, σελ. 87 και 92 αντιστοίχως).

Κατά την άποψή της «Η ελευθερία στηρίζεται αποκλειστικά στην πεποίθηση ότι κάθε άνθρωπος συνιστά ένα σκεπτόμενο ον, που μπορεί να αναστοχαστεί και, κατά συνέπεια να κρίνει για λογαριασμό του… Δεν αρνούμαι ότι η σκέψη είναι επικίνδυνη, αλλά θα έλεγα ότι η απουσία της είναι ακόμα πιο επικίνδυνη»( Χάννα Άρεντ «Τρεις συζητήσεις», Εκδ. Μάγμα, 2021, σελ. 111).

 

Φυσικά η Άρεντ είναι κατά της βίας, την οποία καλλιεργούν όλες οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες και τα κρατικά συμφέροντα. Σε άρθρο της τονίζει ότι «η βία αρχίζει εκεί όπου σταματά ο διάλογος». (ESPRIT, Juin 1980, p. 67).

Η χρήση της βίας διδάσκεται από τους Μαρξ και Ένγκελς, και από τον Σαρτρ, οποίος εκδηλώνει την πίστη του πως «η βία, σαν τη λόγχη του Αχιλλέα, μπορεί να θεραπεύει τα τραύματα που προκαλεί». (Χάννα Άρεντ «Περί βίας», Εκδ. Επίκεντρο, 2020, σελ. 60). Και πάρα κάτω θυμίζει τον ορισμό του Κλαούζεβιτς, πως «ο πόλεμος είναι πράξη βίας για να υποχρεωθεί ο αντίπαλος να κάνει αυτό που θέλουμε». (Αυτ. σελ. 79).

Ο Ελληνισμός, κατά την Άρεντ, πρώτος δίδαξε τον διάλογο και τις πραγματικές δημοκρατικές διαδικασίες. Αγαπούσε τα ελληνικά και διάβαζε τους αρχαίους συγγραφείς στο πρωτότυπο. Πίστευε ότι, σε αντίθεση προς τους Μακιαβέλι, Χομπς, Μαρξ, Ροβεσπιέρο, και άλλους οι Αθηναίοι δίδαξαν όχι τη βία, αλλά τον διάλογο και την πειθώ, λέξη που την γράφει ελληνικά. Όπως τονίζει «οι Έλληνες ζώντας από κοινού στην πόλη, διαχειρίζονταν τις υποθέσεις μέσω της ομιλίας, με τη μεσολάβηση της πειθούς και όχι μέσω της βίας, με τη μεσολάβηση του βουβού καταναγκασμού. Έτσι όταν ελεύθεροι άνθρωποι υπάκουαν στην κυβέρνησή τους, ή στους νόμους της πόλης, η υπακοή τους ονομαζόταν πειθαρχία, λέξη που δείχνει ξεκάθαρα ότι η υπακοή κατίσχυε δια της πειθούς και όχι με τη δύναμη». (Χάννα Άρεντ «Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος», Εκδ. Λεβιάθαν, 1996, σελ. 41).

 

Η Άρεντ ήταν Γερμανοεβραία, με ευρύ πνεύμα. Το 1933, συνελήφθη και φυλακίστηκε από την Γκεστάπο. Όταν αφέθηκε προσωρινά ελεύθερη διέφυγε στη Γαλλία. Το 1940, όταν κατέλαβε η Γερμανία τη Γαλλία, διέφυγε στην Πορτογαλία και το 1941 εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ. Το 1975 απεβίωσε στη Νέα Υόρκη από καρδιακή προσβολή.

Στις συνεντεύξεις που προαναφέρθηκαν ρωτήθηκε η Άρεντ, πώς αισθάνεται που κάποιοι Εβραίοι την χαρακτήρισαν «ύποπτη», μετά τις απόψεις που διατύπωσε για τον εγκληματία πολέμου και υπαίτιο της δολοφονίας εκατομμυρίων Εβραίων Άντολφ Άιχμαν. Απάντησε: «Η ένταξή μας σε μια ομάδα είναι ένα φυσικό γεγονός. Με τη γέννησή μας εντασσόμαστε όλοι σε κάποια ομάδα, δεν γίνεται αλλιώς». (Χάννα Άρεντ «Τρεις συζητήσεις», Εκδ. Μάγμα, σελ.46). Όπως γράφει η Τζούλια Κρίστεβα «η Άρεντ είναι ανηλεής με τους εχθρούς του εβραϊκού λαού, αλλά εξίσου ανηλεής είναι και με τους Εβραίους» (Τζούλια Κρίστεβα «Χάννα Άρεντ, η γυναικεία ευφυΐα». Εκδ. Κέδρος, 2008, σελ. 158).

 

Η Άρεντ προσέγγισε και μελέτησε τον Δυτικό Χριστιανισμό. Η διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης ήταν «Η έννοια της αγάπης στον Αυγουστίνο». Όπως γράφει σε αυτήν και αντιγράφει η Κρίστεβα « για τον χριστιανό Αυγουστίνο η ζωή ως ύψιστο αγαθό δεν γίνεται να χαθεί. Δεν υπάρχει γι’ αυτήν θάνατος ούτε τέλος: είναι αιώνια. Το απόλυτο “Αγαθό” δεν είναι τίποτε άλλο από την “αιωνιότητα” πέραν του ορίζοντα της ύπαρξής μας» (Αυτ. σελ. 57). Τέλος, πάντα κατά την Κρίστεβα, η αθεΐα είναι υπαίτια του ολοκληρωτισμού. Γράφει: «Από τις έρευνες της Άρεντ βγαίνει το συμπέρασμα ότι η απώλεια των θρησκευτικών σημείων αναφοράς και η εκκοσμίκευση της ευρωπαϊκής κοινωνίας, ως συνέπειες της τεχνολογικής προόδου αποτελούν μείζονα στοιχεία της “αποκρυστάλλωσης” του ολοκληρωτισμού» (Αυτ. σελ. 221).-

 

Κορυφή