Ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ τῆς ἐπετείου ἁλώσεως τῆς ΚΠόλεως
Τοῦ κ. Κωνσταντίνου Δεληγιάννη, Δρος Φιλ.
Καθηγητοῦ Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας καὶ Τέχνης
Ἡ Ἅλωση τῆς Βασιλεύουσας ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὰ 1453, ὑπῆρξε τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ποὺ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο συγκλόνισε ὄχι μόνο τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ καὶ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Μεγάλοι στοχαστὲς τὸ χαρακτήρισαν «μοιραία στιγμῆς τῆς ἀνθρωπότητας»1. Στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο ὅπου παρέμενε ζωηρὴ ἡ ἐπίδραση τοῦ κλασικοῦ ἀνθρωπισμοῦ καὶ ἐντυπωσιακὴ ἡ κραυγὴ τοῦ Αἰνείου Συλβίου Piccolomini, διαπρεπῆ ἑλληνιστῆ, ποὺ χαρακτήρισε τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς «δεύτερο θάνατο τοῦ Ὁμήρου καὶ τοῦ Πλάτωνα καὶ ἀποξήρανση τοῦ ποταμοῦ τῆς παιδεύσεως ἀπὸ τὶς πηγὲς τῶν Μουσῶν»2.
Μὲ τὴν πτώση τῆς Πόλης σήμανε τὸ ἱστορικὸ τέλος τῆς Ἀνατολικῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἔπεσε ἡ Πόλη ἡ ἀφιερωμένη στὴν Παναγία, ἔπεσε ἡ Νέα Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Συνόδου τῆς Ἐφέσου (431 μ.Χ.) μεταφέρθηκαν σ’ αὐτὴν ὅλα τὰ χριστιανικὰ λείψανα καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα τὰ προσωπικὰ ἀντικείμενα τῆς Παναγίας, λεηλατήθηκαν οἱ ἀναρίθμητοι Ναοὶ καὶ Μοναστήρια της, ἐκεῖ ὅπου «οἱ ἐνδεδυμένοι τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα», συντηροῦσαν τὸν κύκλο τῆς ἀσίγαστης προσευχῆς μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ὁσίους της.
Ἔπεσε ἡ Πόλη ἀπὸ τὰ ἄγρια στίφη τῶν βαρβάρων τῆς Ἀνατολῆς! Δὲν ἔπεσε ὅμως ἡ καρδιὰ τῆς Βασιλεύουσας, ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ Πίστη, τὰ Ἱερὰ καὶ οἱ ἥρωές της, οἱ Ἅγιοι καὶ βέβαια ἡ μεγάλη Βυζαντινὴ Τέχνη, ποὺ αὐτὴ διεμόρφωσε. Τὰ χριστιανικὰ βυζαντινὰ μνημεῖα, πολλὰ τραυματισμένα ἀλλὰ ζωντανὰ ἂν καὶ σκόρπια σὲ μύριες μεριὲς τῆς ὑφηλίου. Ἔτσι, στὴν σημερινὴ ἐπιφυλλίδα μας, θὰ ἀποφύγουμε θρηνητικοὺς στοχασμούς, γιὰ νὰ δοῦμε τί οὐσιαστικό, ἀληθινὸ καὶ αἰώνιο πρόσφερε τὸ Βυζάντιο στὸν πολιτισμένο κόσμο.
Θὰ χρησιμοποιήσουμε θέσεις–γνῶμες σοφῶν, καταξιωμένων Βυζαντινολόγων, ποὺ μὲ σοβαρότητα καὶ ἀπροκατάληπτα μελέτησαν τὸ κλέος τῆς Ρωμιοσύνης, ἀποδείχνοντας πὼς τὸ Βυζάντιο ἀπὸ τοὺς κλασικοὺς χρόνους, τὸν Μ. Ἀλέξανδρο καὶ τοὺς διαδόχους του ἀποτέλεσε συνδετικὸ κρίκο μὲ τὴν νεοελληνικὴ περίοδο3, συνεχίζοντας τὴν ἐθνική μας ἑνότητα μὲ κύρια χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα, τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, τὴν ἑλληνικὴ παράδοση καὶ κορυφαία τὴν Ὀρθοδοξία.
«Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός, ἡ ρωμαϊκὴ πολιτικὴ θεωρία καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Πίστη ἀποτελοῦν τὰ κύρια στοιχεῖα, ποὺ καθόρισαν τὴν ἐξέλιξη τοῦ Βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ», γράφει ὁ ἐκ τῶν κορυφαίων βυζαντινολόγων Καθηγητὴς καὶ Ἀκαδημαϊκὸς Γ. Ostrogovsky. «Χωρὶς αὐτὰ τὰ στοιχεῖα εἶναι ἀδύνατον νὰ κατανοήσουμε τὸ Βυζάντιο»4.
Ὁ βυζαντινὸς κόσμος ὄχι μόνο προῆλθε ἀπὸ τὸν ἑλληνιστικό, ἀλλὰ συνδεόταν μαζί του καὶ μὲ μία ἱστορικὴ συγγένεια. Ὅπως στὸν ἑλληνιστικό, ἔτσι καὶ στὸν βυζαντινὸ κόσμο τὰ διάφορα στοιχεῖα συνδέονται καὶ ἐναρμονίζονται μεταξύ τους σὲ ἕνα κοινὸ πολιτιστικὸ σύνολο. «Τὸ Βυζάντιο πρόσφερε μία μεγάλη καὶ ἱστορικὴ ὑπηρεσία μὲ τὸ νὰ διατηρήσει μὲ ἀγάπη τὰ ἀρχαῖα πολιτιστικὰ ἀγαθά, νὰ καλλιεργήσει τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ νὰ διαμορφώσει τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη. Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς ἑνώθηκε, ὑποστηρίζει σοφὰ ὁ Ostrogovsky, σὲ μιὰ νέα μορφὴ καὶ συνδέθηκε ἄρρηκτα μὲ τὸν χριστιανικό. Τὸ Βυζάντιο δὲν ἀποστρέφεται τὴν κλασική, ἑλληνικὴ σοφία (Καππαδόκες, Φώτιος κ.λπ.) ἀλλὰ παρέμενε πάντοτε τὸ θεμέλιο τῆς πνευματικῆς του ζωῆς. «Ἡ ἑλληνικὴ ἐπιστήμη καὶ φιλοσοφία, ἡ ἑλληνικὴ ἱστοριογραφία καὶ ποίηση ἀποτελοῦν τὸ μορφωτικὸ ἐπίπεδο καὶ τῶν πιὸ εὐσεβῶν βυζαντινῶν».
«Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οἰκειοποιήθηκε τὴν κληρονομιὰ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, χρησιμοποίησε τὴν ὁρολογία της, γιὰ τὴ διαμόρφωση τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς δογματικῆς διδασκαλίας»5.
Αὐτὲς οἱ σοφὲς καὶ ἀπόλυτα τεκμηριωμένες θέσεις τοῦ Γ. Ostrogovsky εἶναι, νομίζω, ἀπάντηση σαφὴς στὶς ἐμπαθεῖς Γιβωνικὲς καὶ ὑποτιμητικὲς θέσεις τῶν Δυτικῶν γιὰ τὸ Βυζάντιο ἢ τὴν πληρωμένη σιωπὴ στὸ βιβλίο τοῦ Duroselle.
Τὴν ἀπαιδευσία, τὴν ἔλλειψη πνευματικῆς καλλιέργειας τὴν θεωροῦσαν ἀτύχημα καὶ συμφορὰ οἱ βυζαντινοί. Μεγάλη ὁπωσδήποτε, ἢ ἴσως βασικὴ συμμετοχὴ στὴν ἔκφραση ὅλου αὐτοῦ τοῦ οἰκουμενικοῦ καὶ πολιτισμένου τρόπου ζωῆς, εἶχε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια, γιατί βάση τῆς καθημερινῆς ζωῆς ἦταν οἱ θεούμενοι Πατέρες καὶ ἅγιοι, ποὺ ζοῦσαν τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὑπῆρξαν τὸ εἰκονογραφημένο εὐαγγέλιο τῶν βυζαντινῶν. Οἱ ἐνορίες καὶ τὰ Μοναστήρια λειτουργοῦσαν ὡς φιλανθρωπικές, θεραπευτικὲς κοινότητες6.
Ὅμως ἡ δύναμη καὶ τὸ κύρος τοῦ Βυζαντίου, τονίζει ὁ Ostrogovsky, στηρίχθηκε στὸν σωστὰ κατανεμημένο χρηματικό του πλοῦτο, τοῦ ὁποίου τὰ πιστωτικὰ ἀποθέματα ἦταν σχεδὸν ἀνεξάντλητα στὶς περιόδους ἀκμῆς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, συνεχίζει ὁ σοφὸς καθηγητής, τὸ κράτος ἀναπτύσσει, στὶς περιόδους ἀκμῆς, αὐστηρὴ διαχείριση τοῦ δημοσίου χρήματος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐλέγχει ἀπόλυτα κάθε οἰκονομικὴ πράξη7. Τί ἀντίθεση μὲ τὴν σημερινὴ φαύλη καὶ ἀναξιοπρεπέστατη πολιτικὴ πραγματικότητα!
Στοὺς ἕντεκα αἰῶνες, ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὸν πρῶτο ὡς τὸν τελευταῖο Κωνσταντῖνο, ὁ τρόπος ζωῆς ἄλλαξε πολλὲς φορές. Ὁ πολίτης ὅμως τοῦ Βυζαντίου ἔμεινε συνειδητά, ὁ πιὸ πολιτισμένος ἐκπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, συνειδητὰ Ρωμηός, Ὀρθόδοξος, κληρονόμος τῆς ἑλληνικῆς ἐκλεπτύνσεως. Σίγουρα ὑπῆρξαν καὶ σκιὲς στὰ χίλια ἑκατὸ χρόνια τῆς ἱστορικῆς του πορείας. Ὅμως «τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία μπόρεσε νὰ διατηρηθεῖ καὶ νὰ ἀφήσει τόσο λαμπρὰ ἔργα, αὐτὸ ὀφείλεται σχεδὸν ἀποκλειστικὰ στὶς ἀρετές του», ὑποστηρίζει ὁ ἐπίσης μεγάλος βυζαντινολόγος καὶ φίλος τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας, ὁ sir St. Runciman, «στὶς ἀρετές, ποὺ εἶχε τὸ πολίτευμα καὶ ἡ βυζαντινὴ διοίκηση. Λίγα κράτη ὑπῆρξαν ὀργανωμένα μὲ τρόπο, ποὺ νὰ ταιριάζει τόσο πολὺ μὲ τὴ ἐποχὴ καὶ νὰ εἶναι τόσο προσεκτικὰ προσανατολισμένα στὸ νὰ ἀποτρέπουν τὴν παραμονὴ τῆς ἐξουσίας σὲ χέρια φαύλων καὶ ἀννικάνων»7.
Θὰ ἦταν ὅμως μεγάλη παράλειψη νὰ μὴ ἀναφερθεῖ, στὴν παροῦσα ἐπιφυλλίδα, τὸ τεράστιο ἔργο τῶν Θεσσαλονικέων Ἱεραποστόλων ἀδελφῶν ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, στὸν κόσμο τῶν Σλάβων, μὲ κύριο ἐμπνευστὴ τὸν σοφὸ καὶ μεγάλο ἱεράρχη Φώτιο. Ὁ Ἰβὰν Γ´ ὁ μεγαλοπρεπής, ὁ θεμελιωτὴς τῆς ἑνότητας τῶν ρωσικῶν φυλῶν, θεώρησε ἰδιαίτερη τιμή του τὸ ὅτι παντρεύτηκε τὴν ὄμορφη κόρη τοῦ δεσπότη Θωμᾶ Παλαιολόγου, ἀνιψιὰ τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου.
Σὲ ὅλους τοὺς σλαβικοὺς λαοὺς ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἀσκοῦσε τρομερὴ ἐπίδραση καὶ τοὺς γοήτευε κυρίως μὲ τὴν πολιτιστική της παράδοση καὶ τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Μὰ καὶ ἡ δυτικὴ Εὐρώπη εἶχε καὶ αὐτὴ ἕνα μόνιμο χρέος ἔναντι τοῦ Βυζαντίου, πολὺ πρὶν μεταφέρουν οἱ σοφοί της, τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου της, τὰ χειρόγραφά τους καὶ τὸν νεοπλατωνισμό τους στὴν Ἰταλία. Ἡ ἑνότητα τῆς ἑνωμένης Εὐρώπης δὲν πρέπει νὰ στηρίζεται μόνο σὲ πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ θεμέλια, ὅπως ὑποστηρίζουν μερικοὶ ἀδαεῖς πολιτικά, ἀλλὰ κυρίως στὸν πολιτισμό της. Σ’ αὐτὸν ποὺ τῆς πρόσφερε τὸ Βυζάντιο καὶ ὅταν αὐτὸ μεσουρανοῦσε ἀλλὰ καὶ ἀργότερα ὅταν οἱ μεγάλοι στοχαστὲς ἑλληνιστές του, ἀρχιτέκτονες, ζωγράφοι καὶ ἁγιογράφοι, ἔφυγαν ἀπὸ τὴν τουρκικὴ λαίλαπα.
Ἐκεῖ ὅμως, ποὺ ἡ Δόξα τοῦ Βυζαντίου εἶναι ἀνεπανάληπτη, εἶναι ἡ βυζαντινὴ τέχνη του. Δὲν ματάγινε μεγαλοπρεπέστερη καὶ διαρκέστερη κληρονομιά. Ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς τέχνης του, ἑνωμένα πάντα σὲ ἕνα μίγμα τέλειο, μοναδικὸ καὶ πρωτότυπο.
Τὰ τείχη τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Β´ (405 – 450) στέκουν ἀκόμη ἐκεῖ, ἂν καὶ λαβωμένα, γιὰ νὰ θυμίζουν σὲ ὅλους μας τὴν ἀναχαίτιση, ποὺ πρόσφεραν γιὰ τοὺς λαοὺς τῆς Εὐρώπης, ἀπὸ τὴν ἀσιατικὴ βαρβαρότητα. Οἱ ἰουστινιάνειες στέρνες μὲ τὶς ὡραιότατες 336 κολῶνες καὶ τοὺς 1000 κίονες. Τὸ Τέμενος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ὁ Παρθενώνας τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ Ἁγία Εἰρήνη, δεύτερη σὲ μέγεθος μετὰ τὴν Ἁγία Σοφία, ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου Σεργίου καὶ Βάκχου, ἡ Μονὴ τῆς Χώρας —ὁ μέγιστος σταθμὸς τῆς Βυζαντινῆς Τέχνης, κατὰ τὸν Grabar—, ἡ Παμμακάριστος, ἡ πάλαι ποτὲ διαλάμψασα Μονὴ Παντοκράτορος μὲ τὰ γηροκομεῖα καὶ τὰ Νοσοκομεῖα της, ποὺ τὰ χρηματοδοτοῦσε ἡ ἴδια ἡ Μονή, ἡ περίφημη Μονὴ Στουδίου ἢ καλύτερα τὰ ἐρείπιά της —τὰ ἀφήνουν οἱ Τοῦρκοι νὰ καταρρέουν, γιὰ νὰ ἐξαφανίζουν ὅ,τι θυμίζει Βυζάντιο— ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀναρίθμητα, ἀλλὰ δηλώνουν τὸ κλέος τοῦ Βυζαντίου καὶ τὴν δικαιολογημένη ὑπερηφάνεια τοῦ Κωνσταντίνου VII Πορφυρογέννητου νὰ γράψει στὸ «περὶ Θεμάτων» τὸ περίφημο: «Ἐπεὶ καὶ Πόλις ἐστὶν Βασιλεύουσα τοῦ τε κόσμου παντὸς ὑππερέχουσα».
Τὸ Βυζάντιο ἁλώθηκε τὸ 1453, ὁ πολιτισμός του ὅμως ἐπέζησε ὄχι μόνο στὰ παλαιὰ βυζαντινὰ ἐδάφη, ἀλλὰ καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Αὐτοκρατορίας, γονιμοποιώντας τὴν κρατικὴ καὶ πολιτιστικὴ ζωὴ τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶνν.
«Ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη, ὡς ἡ πεμπτουσία τῆς βυζαντινῆς πνευματικότητας, παρέμεινε γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς Ὀρθόδοξους Σλάβους τὰ ἅγια τῶν ἁγίων της. Στοὺς αἰῶνες τῆς τουρκικῆς δουλείας ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη ἦταν ἡ ἔκφραση τῆς πνευματικῆς καὶ ἐθνικῆς της ταυτότητας», γράφει ὁ καθηγητὴς Ostrogovsky. Ἐμπλούτισε πολιτιστικὰ καὶ τὴ Δύση, γιατί τὸ Βυζάντιο ἦταν ὁ χῶρος, μέσα στὸν ὁποῖο ἐπέζησε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ὁ κλασικὸς ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ ἡ Ὀρρθοδοξία.
Τὸ Βυζάντιο ἦταν ὁ δότης καὶ αὐτὴ δέκτης. Ὁ δυτικὸς κόσμος βρῆκε στὸ Βυζάντιο τὴν πηγὴ, ἀπὸ τὴν ὁποία γεύτηκε τοὺς θησαυρούς, ὄχι μόνο τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ γνησίου Χριστιανισμοῦ.
Ὑποσημειώσεις
1. Σ. Τσβάϊχ, Οἱ μεγάλες ὧρες τῆς Ἀνθρωπότητας, Ἀθήνα 1954, σελ. 29 καὶ ἑξῆς.
2. Δ. Ζακυθηνοῦ, Ἡ Κωνσταντινούπολη τοῦ Γένους, στὴ «Νέα Ἑστία», τεῦχ. 1086, σελ. 1340 καὶ ἑξῆς. ῾Ο Piccolominni ἐκτὸς ἀπὸ Ἑλληνιστής, ὑπῆρξε καὶ Πάπας τοῦ Ρωμαιοπαπισμοῦ.
3. Γ. Μεταλληνός, τὴν περίοδο τῆς «Συνέχειας τοῦ Γένους μετὰ τὴν Ἅλωση», μελετᾶ ἐμπεριστατωμένα ὁ Καθηγητὴς πατὴρ Γεώργιος Μεταλληνὸς στὸν συλ. Τόμο «Ἡ Ἅλωση τῆς Πόλης», ἔκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1994, σελ. 309 – 330.
4. Γ. Ostrogovsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, τόμ. A´, 1972, σελ. 84 καὶ ἑξῆς.
5. Ostrogovsky, ὅ.π., σελ. 89.
6. Δ. Κωνσταντέλλου, Βυζαντινὴ Φιλανθρωπία καὶ Κοινωνικὴ Πρόνοια, Ἀθήνα 1983, σελ. 103 καὶ ἑξῆς.
7. Ostrogovsky, ὅ.π., τόμ. Α´, σελ. 90 – 91.
8. Ἐπιτυχὴς κριτικὴ παρουσίαση τοῦ ἔργου τοῦ Runciman, γιὰ τὸ μοντέλο τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας κάνει ὁ σοφὸς ἱεράρχης Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱερόθεος Βλάχος, στὴν Ἐκκλ. «Παρέμβαση», Μάιος 2003, σελ. 6 – 7.
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» ΑΡ. ΦΥΛ. 1834
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ