ΜΑΘΗΤΑΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ-ΧΡΙΣΤΟΥ
Ζούσαν με δυνατό πόθο στην καρδιά τους και ανέμεναν τον ερχομό του Μεσσία, οι μαθητές του Προδρόμου Ανδρέας και Ιωάννης. Τον αναζητούσαν και έψαχναν γι' αυτόν. Αυτό φαίνεται σε αυτό που είπε ο Ανδρέας στον αδελφό του Πέτρο «ευρήκαμε τον Μεσσίαν». Τον βρήκαν γιατί έψαχναν για χρόνια και με προσοχή.
Αυτή η δυνατή επιθυμία τους οδηγούσε στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού, κοντά στον μεγάλο ασκητή προφήτη Ιωάννη. Θέλανε κι ένα βοηθό στην έρευνά τους. Μόνοι τους δεν αρκούσαν στην έρευνα. Θέλανε ν' ακούσουν από τα χείλη του το κήρυγμα της μετανοίας, να εμπνευσθούν και να τονώσουν την πίστη τους. Θέλανε ένα πιο δυνατό μυαλό και μια πιο δυνατή προσωπικότητα να βασισθούν στην προσπάθειά τους.
Εδώ φαίνεται η μεγάλη προσφορά του Ιωάννη· μεταξύ των άλλων που έκανε για να προετοιμάσει τον κόσμο να δεχθεί τον Χριστό, πρόσφερε στον Χριστό έτοιμους μαθητές, τους μαθητές του. Υπήρξαν βέβαια και άλλοι μαθητές του οι οποίοι είχαν προσκολληθεί στο πρόσωπο του Ιωάννη και αντιδρούσαν στον ερχομό και την δράση του Χριστού. Αυτοί πολλές φορές συμμαχήσαν με τους φαρισαίους, επιτιθέμενοι στον Χριστό. Τους βλέπουμε να ρωτούν τον Χριστό γιατί οι μαθητές του δεν νηστεύουν όπως αυτοί και οι φαρισαίοι. Ήθελαν η ζωή τους να είναι κανόνας για τους άλλους. Αυτοί να είναι το πρότυπο και οι εκφραστές της ορθοδοξίας. Ο Χριστός τους απάντησε ότι αυτός είναι ο Νυμφίος και στον ερχομό του Νυμφίου οι μαθητές του, «οι υιοί του νυμφώνος», δεν νηστεύουν. Όταν φύγει τότε θα νηστεύσουν (Ματθ. 9,14-15). Ήταν σαν να τους έλεγε· «Ξυπνήστε και μη κοιμάστε. Ο Πρόδρομος, ο Γέροντάς σας, ήρθε για να προετοιμάσει τον ερχομό μου. Εγώ είμαι ο Μεσσίας όχι αυτός. Συνεπώς εμένα να ακολουθείτε». Οι σωστοί λοιπόν και αγνοί μαθητές του Ιωάννη ακολούθησαν αμέσως τον Χριστό και έγιναν πλέον μαθητές του.
Περνούσαν οι μέρες της αναμονής και της αναζητήσεως και η ευλογημένη στιγμή της ανακαλύψεως του Μεσσία έφθασε. Η μεγάλη συνάντηση με τον αναμενόμενο των αιώνων, τον λυτρωτή Ιησού έγινε. Τον ανεγνώρισαν, όταν τους τον υπέδειξε ο Πρόδρομος Ιωάννης λέγοντάς τους: «'Ιδε ο αμνός του Θεού».
Οι πολλοί αδιαφόρησαν, δεν έδωσαν σημασία. Αν και ήρθαν ν' ακούσουν τον Πρόδρομο και να βαπτιστούν δεν ενδιαφέρθηκαν για το βαθύτερο νόημα των λόγων του. Πέρα βρέχει. Τυπική η ευσέβειά τους και επιπόλαια. Το βλέπει κανείς και σήμερα αυτό. Έρχονται «πιστοί» στην εκκλησία, προς το τέλος της ακολουθίας συνήθως, κι ενώ γίνεται κήρυγμα αυτοί, χωρίς να προσέχουν τα λεγόμενα, κινούνται απρόσεχτα μέσα στο ναό, χαλούν την ατμόσφαιρα του κηρύγματος, και το μόνο ενδιαφέρον τους να ανάψουν κερί και να φιλήσουν τυπικά την εικόνα ή τα λείψανα του αγίου. Κανείς δεν σκέφτεται ότι ο επίσκοπος ή ο ιερεύς που κηρύττει την ώρα εκείνη είναι εις τύπον και τόπον Χριστού κι όταν έχουμε ζωντανό τον Χριστό τον ακούμε προσπαθούμε να κατανοήσουμε τους λόγους του και δεν ασχολούμαστε με άλλα. Αυτό πρέπει να συμβαίνει κι όταν διαβάζεται Απόστολος ή Ευαγγέλιο και στα «Σα εκ των Σων».
Οι εντελώς κοσμικοί βέβαια αυτοί ήταν που πέρασαν εντελώς αδιάφορα και απρόσεχτα. Αλλα τα ενδιαφέροντα του κόσμου. Όταν πήγαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες να συλλάβουν τον Χριστό, για να καταλάβουν ποιος είναι, τον φίλησε ο Ιούδας. Και τίθεται το θέμα· ο Χριστός επί τρία χρόνια δίδασκε και θαυματουργούσε σ' όλο το Ισραήλ. Η φήμη του είχε φθάσει και στην Συρία και τον σημερινό Λίβανο. Έτσι ήρθε να τον συναντήσει η Χαναναία. Και οι Ρωμαίοι στρατιώτες της φρουράς των Ιεροσολύμων δεν τον ήξεραν; Ναι, γιατί τα ενδιαφέροντά τους ήταν οι γυναικές, τα καπηλειά, οι κύβοι και τα παρεμφερή.
Ο Ανδρέας και ο Ιωάννης λοιπόν έδωσαν σημαασία στο κήρυγμα και την υπόδειξη του Προδρόμου και ανεγνώρισαν την ιδιαίτερη σημασία του Χριστού. Δεν αρκούσε όμως σ' αυτούς η απλή παρουσία εκείνης της στιγμής. Η απλή οπτική γνωριμία. 'Ηθελαν κάτι περισσότερο, να επικοινωνήσουν προσωπικά. Να έχουν βαθειά γνωριμία, στενή επαφή. Τον ακολουθούν λοιπόν, διστάζουν όμως να του μιλήσουν αμέσως, να γνωριστούν και να συζητήσουν.
Ο Κύριος, που βλέπει το ενδιαφέρον τους και την αναζήτησή, τους ρωτά: –Τί ζητείτε; Όχι ότι δεν ήξερε τι ζητούν, αλλά θέλησε να τους δώσει θάρρος. Να αισθανθούν φιλικά ν' αποκτήσουν οικειότητα. Θέλει να τους δείξει ότι είναι ανοιχτός για συζήτηση και για γνωριμία.
Με απλότητα απαντούν. –Διδάσκαλε. Πού μένεις; (Ιω. 1,39). Τον ονομάζουν διδάσκαλο, θέλοντας να δείξουν ότι θέλουν να γίνουν μαθητές του. Δεν θέλουν απλώς να τον παρακολουθούν απρόσωπα στα γενικά κηρύγματά του, παραμένοντας άγνωστοι και απόμακροι, αλλά θέλουν και προσωπική επαφή. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο και δείχνει τις εκλεκτές και αγνές ψυχές. Και σήμερα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι σπανίζει το ενδιαφέρον για εκκλησιαστικές κατηχητικές συνάξεις, αλλά εκείνο που είναι εντελώς σπάνιο είναι ο πόθος για προσωπική επαφή. Για μαθητεία παρά τους πόδας του διδασκάλου. Η δίψα για πιο στενή σχέση με τον ιερέα, τον πνευματικό, τον κατηχητή.
Οι μαθητές με την ερώτησή τους «Διδάσκαλε που μένεις», ήταν σαν να έλεγαν· «Κύριε, πού μένεις, να έλθουμε να σε συναντήσουμε, να μιλήσουμε μαζί σου, να σε γνωρίσουμε βαθύτερα, να γίνουμε μαθητές σου; Η ζωή σου να γίνει ζωή μας». Και ήλθαν και έμειναν κοντά του την υπόλοιπη ημέρα, όπως αναφέρει ο ίδιος ο ιερός ευαγγελιστής Ιωάννης.
Ηταν η πρώτη συνάντηση των πρώτων μαθητών στις πρώτες στιγμές της δημόσιας δράσεως του Κυρίου μας. Η ώρα ήταν 10η εβραϊκή, 4 μ.μ. σημερινή. Μια ώρα δύσκολη, όπως επισημαίνει ο άγιος Χρυσόστομος, αφού μεσολαβεί το μεσημεριανό γεύμα, που στα μέρη της Ανατολής με το θερμό κλίμα προδιαθέτει σε ύπνο και ξεκούραση. Αλλά γι' αυτόν που ενδιαφέρεται τίποτα δεν είναι εμπόδιο. Όλα τα ξεπερνά. Λοιπόν καμμία ώρα για κήρυγμα δεν είναι ακατάλληλη. Τον νόμο του Θεού ο πιστός μελετά ημέρα και νύχτα (Ψαλμ.1,2) και το ίδιο κάνει και για την ακρόαση του κήρυκα του λόγου του Θεού.
Δυστυχώς όμως και τότε και σήμερα αφιερώνουμε όλο το χρόνο μας σε ανόητες ασχολίες και αδιαφορούμε για τον λόγο του Θεού και για την προσευχή. Η ψυχή μας είναι νωχελική και αδιάφορη γι' αυτά. Αν είναι απόδειξη ασθενείας σωματικής το να μη πεινά και να διψά κάποιος, πολύ περισσότερο είναι απόδειξη ασθενείας ψυχικής, και μάλιστα ανιάτου, το να μη πεινά για τη συνάντηση με τον Θεό είτε διά μελέτης και ακροάσεως του λόγου του Θεού, είτε δια της προσευχής. Ο Δαυείδ αναφέρει ότι, μολις ξυπνά, ο νους του πηγαίνει στον Θεό και η ψυχή του αλλά και η σάρκα του διψά να πιει το ύδωρ που παρέχει την αιώνια ζώη. «Ο Θεός, ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω· εδίψησέ σε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σάρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω (Ψαλμ. 62,2).
Ο Ανδρέας μετά την συνάντηση βρίσκει τον αδελφό του και του ανακοινώνει ότι βρήκαν τον Μεσσία και τον οδηγεί αμέσως σ' Αυτόν. Δεν θέλει ο ίδιος να τον κατηχήσει, θέλει αμέσως να τον γνωρίσει με τον Χριστό. Αυτό δείχνει ότι και ο Πέτρος έψαχνε και αναζητούσε τον Μεσσία. Είχε πόθο για να τον συναντήσει. Μόλις τον βλέπει ο Χριστός, του αποκαλύπτει ότι τον ξέρει, αν και δεν τον γνώριζε, και ότι είναι ο Σίμων ο υιός του Ιωνά. Μόλις τελειώνει αυτή η προφητεία που αναφέρεται στο παρόν, αμέσως ο Χριστός αναφέρει άλλη προφητεία για το κοντινό μέλλον. Του λέγει ότι θα ονομαστεί Κηφάς, που σημαίνει Πέτρος. Ο Χριστός αρχίζει να αποκαλύπτει ποιος είναι. Δεν είναι ένας συνηθισμένος Δάσκαλος. Έχει θεϊκά χαρίσματα. Δεν του λέγει βέβαια ακόμη αυτά που θα του πει αργότερα, ότι πάνω στην πέτρα της πίστεώς σου θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσι αυτής» (πρβλ. Ματθ. 16,17-19), διότι η πλήρη αποκάλυψη του προσώπου του θα γίνεται σιγά-σιγά με τα θαύματα και τις συνεχείς προφητείες του, θα ολοκληρωθεί δε στην μεταμόρφωση, ανάσταση και ανάληψη του.
Την επομένη μέρα ο Χριστός συναντά τον Φίλιππο που ήταν από την Βηθσαϊδά, την πόλη του Ανδρέα και του Φιλίππου και του λέγει «ακολούθει μοι». Προφανώς οι συμπατριώτες του Ανδρέας και Πέτρος του μίλησαν για τον Μεσσία που ανακάλυψαν και ο Φίλιππος ακολουθεί, για ν' αποκτήσει κι αυτός προσωπική επαφή. Έτσι, αφού έχει πλέον προσωπική εμπειρία, πηγαίνει στον φίλο του Ναθαναήλ και γνωστοποιεί σ' αυτόν ότι «ον έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται ευρήκαμεν τον Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ». Όταν ο Ναθαναήλ λέγει ότι αδύνατο από την Ναζαρέτ να βγει κάτι καλό, εκείνος του απαντά «έρχου και ίδε». Η προσωπική εμπειρία είναι αυτή που θα λύσει όλες τις απορίες και τα ερωτήματα στις προκαταλήψεις μας. Ο Ναθαναήλ πηγαίνει προς τον Χριστό και ο Χριστός μόλις τον βλέπει του αποκαλύπτει ότι τον γνωρίζει, γνωρίζει τον χαρακτήρα του, και που ήταν πριν από λίγο (Ιω. 1, 48-49). Ήταν κάτω από μια συκιά και κατά την γνώμη των ερμηνευτών διάβαζε Γραφή ή προσευχόταν.
Βλέπουμε λοιπόν στην αρχή οι μαθητές βασίζονται στην μαρτυρία του Προδρόμου, μετά των αποστόλων που ήδη γνώρισαν τον Χριστό και μετά αποκτούν και οι ίδιοι εμπειρία και μαθαίνουν ότι όσο προχωρεί ο καιρός θα βλέπουν συνεχώς και νέες αποκαλύψεις. «Μείζω τούτων όψει» όπως είπε ο Χριστός στον Ναθαναήλ. Η συνεχής νέα εμπειρία και αποκάλυψη του Θεού είναι κάτι που το βιώνουν όλοι οι πιστοί, σε διαφορετικό βαθμό βέβαια από τους μεγάλους αγίους, ή στο μέτρο που ακολουθούν στη ζωή τους τους μεγάλους αγίους. Οι πατέρες λένε ότι και στην αιώνια ζωή η γνώση μας για τον άγιο Τριαδικό Θεό θα συμπληρώνεται αενάως, χωρίς να έχει τέλος. Έτσι ποτέ δεν θα επέλθη ο κόρος, η ραθυμία και η πλήξη που συμβαίνουν με όλα τα ανθρώπινα. Από έκπληξη σε έκπληξη θα βαδίζουμε και η καινή εμπειρία δεν θα τελειώνει ποτέ!
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ