Α) Ἢ αἱμορροοῦσα γυνὴ . Προσευχὴ σιωπῆς κρυφή.
Ὑποφέρει δώδεκα χρόνια ἀπὸ τὴν ἀσθένειά της. ἀλλὰ ὑποφέρει καὶ ἀπὸ ἀσυνείδητους ἐπαγγελματίες γιατροὺς οἱ ὁποῖοι τὴν ἐκμεταλλεύονται οἰκονομικᾶ χωρὶς νὰ τὴν προσφέρουν τίποτα. Ἀποτέλεσμα νὰ χάσει ὅλη τὴν περιουσία της καὶ ἡ ὑγεία της νὰ χειροτερεύει συνεχῶς. Κουρασμένη καὶ ἀπογοητευμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια της καὶ ἀπὸ τὴ μεταχείριση τῶν γιατρῶν, ἀπελπισμένη κυριολεκτικὰ πλησιάζει δειλὰ τὸν Χριστό. Δὲν φωνάζει, δὲν ἱκετεύει, δὲν κραυγάζει τὰ χείλη τῆς μένουν ἀκίνητα. Ἡ καρδιὰ τῆς ὅμως στάζει αἷμα καὶ ἱκεσία. Ἀναμιγνύεται μὲ τὸν ὄχλο πλησιάζει ἀπὸ πίσω τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγγίζει. Ἀγγίζει τὰ ἱμάτια του. Δὲν τολμᾷ νὰ ψαύσει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Νὰ ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ δέρμα του. Μόνο τὰ ροῦχα τοῦ χαϊδεύει. Πιστεύει ὅτι ἀφοῦ ἔχουν ἐπαφὴ μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν διαποτιστεῖ ἀπὸ τὴν σωστική του χάρη καὶ δύναμη.
Κανένας δὲν τὴν πρόσεξε. Κανένας δὲν ἄκουσε οὔτε κὰν ἕνα ἁπαλὸ ψίθυρο. Κανένας δὲν ἔνοιωσε πὼς ἀνάμεσα στὴν πονεμένη γυναῖκα καὶ στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ στήθηκε γραμμὴ κοινωνίας καὶ ἀγάπης. Ἀνοίχτηκε διάλογος σιωπῆς ποὺ εἶναι δυνατότερος κι ἀπὸ τὴν ἰσχυρότερη κραυγὴ κι ἀποτελεσματικότερος κι ἂπ τὴν δυναμικότερη ἱκεσία. Ἡ αἱμορροοῦσα ἔχει ἄφωνη προσευχή. Ἡ προσευχὴ τῆς εἶναι ἕνα ἄγγιγμα τίποτε ἄλλο. Μ’ αὐτὸ ἔρχεται σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸ Θεὸ . Μ’ αὐτὸ ἁγιάζεται, μ’ αὐτὸ σῴζεται. Εἶναι ἡ ἁπλὴ γυναῖκα τοῦ λαοῦ. Χωρὶς ψηλὰ θεολογικὰ πετάγματα. Θέλει μία ἐπαφὴ αἰσθητή, ὑλική, χειροπιαστὴ θὰ λέγαμε. Καὶ ὁ Κύριος ἀκούει τὴν σιωπηλὴ καὶ ἀπαρατήρητη προσευχή της. «Ἡ Χαναναία βοᾷ καὶ ἀκούεται, καὶ ἡ αἱμόρρους σιωπᾷ καὶ μακαρίζεται»' λέγει ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου.
* * *
Β) Ζακχαῖος. προσευχὴ σιωπῆς φανερή.
Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μας διηγεῖται γιὰ τὸν Ζακχαῖο στὸ 19ο κέφ. τοῦ εὐαγγελίου του. Ὁ Ζακχαῖος ἦταν ἀρχιτελώνης, εἶχε δηλαδὴ ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση, καὶ ἦταν πλούσιος. Εἶχε αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πλοῦτο καὶ δόξα. Κι ὅμως ὁ Ζακχαῖος, ὅπως ὁ πλούσιος νεανίσκος ( Λκ.18,18), δὲν εἶναι ἱκανοποιημένος' ζητᾷ τὸν Χριστὸ ν’ ἀναπαυθεῖ . Κάποια μέρα μαθαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς περνᾷ ἀπὸ τὸ μέρος του. Θέλει νὰ τὸν δεῖ, νὰ τὸν συναντήσει, νὰ ρουφήξει τὴ διδασκαλία Του, τὸ παράδειγμά Του. Νὰ γίνει ἀκόλουθός Του, νὰ μὴ τὸν χάσει ποτέ. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ εἶναι σφοδρὴ καὶ σωστή. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως ἔχει ἕνα σωματικὸ μειονέκτημα, ἕνα κουσοῦρι. Εἶναι κοντός.
Ἀλήθεια τί πρόβλημα τὰ μειονεκτήματα - σωματικὰ καὶ ψυχικὰ - τοῦ ἀνθρώπου. Πόσοι σκανδαλίζονται ἀπ’ αὐτὰ καὶ τὰ βάζουν μὲ τὸν Θεό. Κι ὅμως οὔτε τὰ πλεονεκτήματά μας σῴζουν οὔτε τὰ μειονεκτήματά μας χάνουν. Ὁ Σαούλ, ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἦταν ἄνδρες ψηλοί, ὄμορφοι, μὲ γοητεία. Ἀσκοῦσαν μεγάλη ἐπιρροὴ στὰ πλήθη. Κι ὅμως καταστράφηκαν κι αὐτοὶ καὶ δημιούργησαν προβλήματα στὸ λαό τους. Ὁ Μωϋσῆς ἦταν ἰσχνόφωνος καὶ βραδύγλωσσος κι ὅμως διοίκησε δυὸ ἑκατομμύρια Ἰσραηλῖτες ἐπὶ σαράντα χρόνια μέσα ἀπὸ ἀντίξοες συνθῆκες καὶ τοὺς ἔφερε στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἐλάχιστα προσόντα εἶχε καὶ ὁ ἐπίσκοπός της Φιλαδελφείας(ἀποκ.3,7). Κι ὅμως ἡγήθηκε τεραστίου ἱεραποστολικοῦ ἔργου τὸ ὁποῖο κανένας δὲν μπόρεσε νὰ σταματήσει.
Ὁ Ζακχαῖος ἦταν κοντὸς λοιπόν. Ἀλλὰ δὲν ἦταν ἕνα “ἄχρηστο πάθος” ὅπως λέγει ὁ ἄθεος ὑπαρξιστὴς φιλόσοφος Paul Sartre. Πρᾶγμα ποὺ συμβαίνει γιὰ τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ ἕνα ἄθροισμα ἀχρήστων παθῶν. Εἶχε ἀσίγαστη ἐπιθυμία ὄχι γιὰ κάτι ἀνθρώπινο ἢ ἁμαρτωλό. Εἶχε ἐπιθυμία νὰ δεῖ τὸν Χριστό. Ἡ ἐπιθυμία ἦταν τόσο μεγάλη ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ ἂν θὰ γίνει γελοῖος , ἂν τὸν κοροϊδέψουν , ἂν θὰ τὸν εἰρωνευτοῦν καὶ σκαρφαλώνει σὰν χαμίνι σὲ μία συκομορέα. Θέλει νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ δηλαδὴ θέλει νὰ προσευχηθεῖ. Διότι ἡ προσευχὴ εἶναι μία συνάντηση μὲ τὸν Θεό. Μιὰ συνάντηση ποὺ συνήθως ὁ ἄνθρωπος μιλᾷ καὶ ὁ Θεὸς σιωπᾷ. Ἢ μιλᾷ κατὰ τρόπο σιωπηλὸ . Καὶ πρέπει νὰ ἀποκρυπτογραφήσουμε αὐτὴ τὴν σιωπή Του. Νὰ μποῦμε στὴ συχνότητά Του. Ἐδῶ ὅμως ὁ Ζακχαῖος προσεύχεται φανερὰ μὲν καὶ δημόσια ἀλλὰ σιωπηλά. Φανερά, γιατί ὅλοι τὸν βλέπουν. δὲν κρύβεται ὅπως ἡ αἱμορροοῦσα, ἡ ὁποία ὅμως εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ βλέπει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν ἀκουμπὰ χωρὶς νὰ φαίνεται. Σιωπηλὰ ὅμως κι αὐτός. Δὲν κουνᾷ τὰ χείλη, δὲν φωνάζει, δὲν κραυγάζει ὅπως ἡ Χαναναία. Ἀλλὰ τὸ ἀνέβασμα τοῦ στὸ δένδρο, ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὸ τί θὰ ποῦν γι’ αὐτό, ἡ προσοχὴ καὶ ὁ πόθος ποὺ περιεργάζεται τὸν Χριστό, εἶναι μία σιωπηλὴ κραυγή, ἡ ὁποία “ἐκβιάζει” τὸν Χριστὸ νὰ τὸν προσέξει καὶ τελικὰ φέρνει τὸν Χριστὸ στὸ σπίτι του καὶ αὐτὸν στὴν μετάνοια. «Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου Κύριε, δίδωμι τοὶς πτωχοίς, καὶ εἰ τινὸς τί ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν».
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ κορόιδευαν πρὶν τὸν Ζακχαῖο τώρα γογγύζουν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. ποῦ πῆγε νὰ μείνει σ’ ἕνα μεγάλο ἁμαρτωλό. Οὔτε ὁ Ζακχαῖος ὅμως οὔτε ὁ Χριστὸς ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ πλῆθος τὸ ὁποῖο ἄγεται καὶ φέρεται ἀπὸ ἐξωτερικὰ καὶ ἐπιφανειακὰ ἐρεθίσματα χωρὶς νὰ συλλαμβάνει καὶ νὰ ἐπεξεργάζεται τὶς σιωπηλὲς κραυγὲς ποὺ συνεχῶς ἀναπέμπονται εἴτε κρυφὰ (αἱμορροοῦσα) εἴτε φανερὰ (Ζακχαῖος).
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ