Οι περισσότεροι γονείς, ιδίως οι νέοι γονείς, ζητάμε απελπισμένα να βρούμε έτοιμες τακτικές και λύσεις προκειμένου να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. Ρωτάμε διαρκώς τους άλλους γονείς τί κάνουν σε κάθε περίπτωση που μοιάζει με αυτή που έχουμε να αντιμετωπίσουμε κι εμείς, ψάχνουμε «συνταγές», δοκιμασμένες παιδαγωγικές και ιδέες για να βγούμε από τα αδιέξοδά μας.
Όσο τα παιδιά είναι μικρά, το πρόβλημα είναι λιγότερο ορατό καθώς, κατά κανόνα, τα παιδιά λειτουργούν στα πλαίσια που τους βάζουμε εμείς. Μέχρι την προσχολική και τη νηπιακή ηλικία διατηρούμε –τουλάχιστον υποτυπωδώς- το «πάνω χέρι» και δεν είναι τόσο δύσκολο να τα χειριστούμε. Βέβαια, το ότι τα χειριζόμαστε, δεν σημαίνει πάντα ότι τα παιδαγωγούμε. Μπορεί να έχουμε βρει τρόπους και πρακτικές για να αντιμετωπίζουμε τις «προβληματικές» συμπεριφορές, αλλά τις περισσότερες φορές δεν διορθώνουμε την αιτία ούτε τα βοηθάμε να διαμορφώσουν τον χαρακτήρα τους προς το καλό.
Από την ηλικία όμως των 6 ή 7 ετών βλέπουμε ότι σταδιακά τα παιδιά αρχίζουν ν’ απομακρύνονται από την πορεία που εμείς είχαμε προδιαγράψει γι’ αυτά, αρχίζουν και δεν ανταποκρίνονται στην εικόνα που είχαμε διαμορφώσει για τον χαρακτήρα τους και αρχίζουν να αναλαμβάνουν αυτά τον έλεγχο. Όσο τα παιδιά εκδηλώνουν το χαρακτήρα τους και προσπαθούν να επιβάλλουν το δικό του θέλημα, τόσο παρατηρούμε ότι δημιουργείται σύγχυση σε μας τους γονείς γι’ αυτά που διακρίνουμε στα παιδιά μας. Βλέποντας τα δεδομένα να αλλάζουν, αναθεωρούμε σχεδόν κάθε μέρα την οπτική γωνία με την οποία ερμηνεύαμε τα παιδιά και ψάχνουμε να βρούμε άλλες εξηγήσεις, άλλες «μεταφράσεις» προκειμένου να τα καταλάβουμε. Δεν είναι λίγες οι φορές που καταφεύγουμε σε παιδαγωγικά βιβλία, σε καθημερινά περιοδικά όπου ο καθένας έχει την δική του άποψη για το πώς πρέπει να μεγαλώνουν τα παιδιά, στους γύρω μας που φαίνεται ότι έχουν τα ίδια προβλήματα ή παιδιά στην ίδια ηλικία με τα δικά μας.
Ότι και αν ψάχνουμε πάντως να βρούμε στις έτοιμες λύσεις, καταλήγουμε στη γενική παραδοχή ότι δε μπορείς να εφαρμόζεις μία ενιαία παιδαγωγική για όλα τα παιδιά. Αυτό ισχύει, είτε πρόκειται να αντιμετωπίσουμε μια σχολική τάξη, όπου εκεί βρίσκονται παιδάκια από διαφορετικές οικογένειες, νοοτροπίες και συμπεριφορές, είτε πρόκειται για παιδιά από την ίδια οικογένεια, όπου εκεί μπορεί να έχουν κάποια βιολογικά κοινά σημεία αλλά πάλι το καθένα είναι άλλος χαρακτήρας.
Η πράξη μας διδάσκει ότι όχι μόνο δεν μπορείς να εφαρμόσεις την ίδια παιδαγωγική τακτική σε όλα τα παιδιά αλλά δεν μπορείς να εφαρμόζεις και την ίδια τακτική σε ένα παιδί, σε όλες τις περιπτώσεις. Ενώ μπορεί να έχουμε εντοπίσει έναν τρόπο αντιμετώπισης του παιδιού, συχνά διαπιστώνουμε ότι, αν αλλάξουν λίγο οι συνθήκες του σπιτιού ή του σχολείου, τα πράγματα περιπλέκονται. Είναι άξιο θαυμασμού και απορίας το πόσο πολύ επηρεάζονται τα παιδιά από το εξωτερικό περιβάλλον τους και κυρίως από την ψυχική κατάσταση των γονέων και των ανθρώπων που συναναστρέφονται.
Από την άλλη μεριά, εμείς οι γονείς διαπιστώνουμε ότι διαθέτουμε πού περιορισμένη όραση ώστε να μπορούμε να διακρίνουμε κάθε φορά την αιτία της κάθε εκδήλωσης των παιδιών. Μπορεί να έχουμε καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα ως προς τον χαρακτήρα των παιδιών κρίνοντας από την γενική εικόνα που εκδηλώνουν, αλλά τελικά διαπιστώνουμε ότι τα συμπεράσματά μας δεν ήταν σωστά. Πολλές φορές μία εκδήλωση μπορεί να υποκινείται από δυο εντελώς αντίθετες αιτίες. Για παράδειγμα, ένα παιδί μπορεί να είναι δειλό και να εκδηλώνει επιθετική συμπεριφορά.. αυτό το παιδί δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε διεκδικητικό, γιατί η επιθετική συμπεριφορά που εκδηλώνει δεν είναι αποτέλεσμα της τάσης του να επικρατήσει, αλλά αποτέλεσμα της προσπάθειάς του να αντιμετωπίσει την δειλία του. Εμείς όμως, έχοντας στο μυαλό μας ότι ένα δειλό παιδί θα πρέπει να είναι μαζεμένο και κλειστό στο εαυτό του, δεν μπορούμε να διακρίνουμε την δειλία μέσα από την επιθετική συμπεριφορά αλλά εκφοβίζουμε ακόμα πιο πολύ το δειλό παιδί, νομίζοντας ότι περιορίζουμε έτσι την διεκδικητική του τάση.
Προσπαθούμε να αντιμετωπίζουμε συμπεριφορές, αλλά όσο κι αν πολεμάμε να σταματήσουμε τις εκδηλώσεις, δεν είμαστε σε θέση να δούμε τα πραγματικά αίτια που οδηγούν τα παιδιά να εκδηλώνουν αρνητικές συμπεριφορές.
Αν παρατηρήσουμε ψύχραιμα μια αρνητική εκδήλωση των παιδιών θα διαπιστώσουμε ότι η συγκεκριμένη εκδήλωση –η οποία τις περισσότερες φορές δεν συνάδει με την εικόνα που έχουμε εμείς για το παιδί- απευθύνεται σε μας τους γονείς ή τους παιδαγωγούς και θέλει να μας δείξει κάτι συγκεκριμένο.
Διαπιστώνουμε δηλαδή καθημερινά ότι καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις ανάλογες με την δική μας ψυχική κατάσταση. Αντιμετωπίζουμε γεγονότα ή συμπεριφορές που δεν αποσκοπούν τόσο στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών αλλά αποσκοπούν πρωτίστως στην διαπαιδαγώγηση των γονέων. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κυκεώνα συμπεριφορών, χαρακτήρων, εκδηλώσεων τα οποία είναι αντιφατικά πολλές φορές και είναι αδύνατον να βγάλουμε συμπεράσματα για τα παιδιά.
Δεν είμαστε όμως σε θέση οι γονείς να διακρίνουμε την πραγματική αιτία των προβλημάτων που δημιουργούνται. Το μόνο που βλέπουμε είναι ότι τα παιδιά μας, μας δημιουργούν προβλήματα. Δεν έχουμε την όραση να διαγνώσουμε ούτε τις ανάγκες των παιδιών ούτε τη δική μας κατάσταση ώστε να σκεφτούμε τρόπους αντιμετώπισης της «κρίσης». Αν στραφούμε όμως στο εαυτό μας μπορούμε να βγάλουμε πολύτιμα συμπεράσματα για μας.
Γι’ αυτό κάθε παιδί που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, είναι ένα ολόκληρο σχολείο για μας τους γονείς. Με αυτή την προσέγγιση νομίζω ότι τα πράγματα απλοποιούνται λίγο, αποκτούμε πάλι εμείς οι γονείς τον έλεγχο, γιατί τώρα έχουμε μπροστά μας τον δικό μας εαυτό, που είναι ίσως πιο εύκολο να τον διαγνώσουμε και να τον αλλάξουμε, από το να υποχρεώσουμε τα παιδιά μας να γίνουν, όπως εμείς τα θέλουμε.
Μαρίνα Διαμαντή
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2009
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ