«Σῶσον με, Κύριε…»

«Σῶσον με, Κύριε…»

«Σύ, Κύριε, φυλάξαις ἡμᾶς καί

διατηρήσαις ἡμᾶς ἀπό τῆς

γενεᾶς ταύτης…» (Ψαλ.11,8)

 

Κραυγή αγωνίας ἀνορθοῦται από τον Δαβίδ προς τον Κύριο και Θεό. Κραυγή απογνώσεως. Σήμα κινδύνου εκπέμπεται. «Σῶσον με, Κύριε, ὅτι ἐκλέλοιπεν ὅσιος…» (Ψαλ. 11,2). Σώσε με Κύριέ μου από το κακό που με έχει ζώσει από παντού, καθότι δεν υπάρχει άνθρωπος ενάρετος επί γης με αποτέλεσμα να εξαφανισθεί η ειλικρίνεια, η εντιμότης, η αγνότης, ανάμεσα στις ανθρώπινες σχέσεις.

Η αγωνιώδης εναρκτήρια αυτή έκκληση, εξωθείται από την έλλειψη οσίου· «δεν υπάρχει όσιος». Δεν υπάρχει ευσεβής άνθρωπος που να ενδιαφέρεται για τα πνευματικά, εκφράζοντας πίστη και αφοσίωση στον Θεό και εκτελώντας τα προσήκοντα καθήκοντά του προς αυτόν. Η ανυπαρξία ευσεβείας εν τω μεταξύ, απαλείφει και την αλήθεια μέσα στην κοινωνία. Γι’ αυτό «ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι». Όμως αυτή η κατάσταση ενσπείρει μία ψυχική ερημία και μία απογοήτευση, που κουρσεύει την άδεια από πίστη ψυχή.

Αλλά και κάποιος άλλος, ευρισκόμενος σε ομοιοπαθή κατάσταση, κράζει ανάλογα. Ο προφήτης Ηλίας κυνηγημένος από το διεφθαρμένο γύναιο, την Ιεζάβελ, φεύγοντας χιλιόμετρα μακριά της, παρακαλούσε τον Θεό να τον πάρει απ’ αυτή την ζωή. Πίστευε ότι είχε απομείνει παντέρημος στην επικράτεια της ειδωλολατρικής κατοχής, οπότε δεν είχε νόημα η συνέχιση της ζωής του.

Κάτι ανάλογο όμως δήλωνε με τον πολύμορφο τρόπο του και ο Διογένης, όταν εν μέσω φωτεινής ημέρας, περπατούσε κρατώντας αναμμένο φανό νυκτός, ζητώντας άνθρωπο. Αυτή η αναζήτηση της ανθρωπιάς, της ευσεβείας, όπως καταχωρείται στο θεϊκό λεξικό, στοιχειοθετούσε ανέκαθεν το χρόνιο πρόβλημα, που απασχολούσε οδυνηρά την σκέψη εκλεκτών ψυχών, εναρέτων και ευσεβών υπάρξεων, πληγώνοντάς τες ενδόμυχα με μελαγχολία και απογοήτευση, λόγω απουσίας της. Γιατί όπου υπάρχει ευσέβεια, συμπαρασύρεται ευγενικά και η ευσυνειδησία έναντι των ανθρώπων. Τώρα όμως επιπλέει η σχεδία της ασεβείας, ένεκα ελλείψεως των δύο αρετών. Ένεκα διώξεώς τους.

Την δυσεύρετη και δυσκατόρθωτη αρετή της ευσεβείας τονίζει ιδιαίτερα ο Ιερεμίας γράφοντας: (Ιερ. 5,1) «Περιδράμετε ἐν ταῖς ὁδοῖς Ἱερουσαλήμ καί ἴδετε καί γνῶτε καί ζητήσατε ἐν ταῖς πλατείαις αὐτῆς, ἐάν εὕρητε ἄνδρα εἰ ἔστι ποιῶν κρίμα καί ζητῶν πίστιν…» = Τρέξτε και αναζητήσατε… εάν θα βρείτε άνθρωπο ο οποίος εφαρμόζει την δικαιοσύνη και είναι αξιόπιστος στους λόγους του.

Χρόνια πάθηση η έλλειψη σεβασμού στον Θεό και η τελική αποσκίρτηση του ανθρώπου από την σκήτη του ανωτέρω. Η εν λόγω πάθηση, επεδείνωνε περαιτέρω το πάθος του Κυρίου και την ψυχική δοκιμασία του, προσεγγίζοντας τον σταυρό. Τότε, μετέπειτα, αλλά ειδικά τώρα, στις μέρες μας. «Περίλυπός ἐστιν, ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Μαρ. 14,34). Σφοδρή λύπη συνθλίβει την ήδη δοκιμασμένη ψυχική υπόσταση του Κυρίου. Ο λόγος; Η απόλυτη ανθρώπινη κακία κατέναντι στο πρόσωπό του. Το αβυσσαλέο ανθρώπινο μίσος που τον διώκει αποτρόπαια μέχρι το βάθρο του ικριώματος. Απόρροια θλιβερή των προτέρων, η δίψα του πάνω στον σταυρό. Μία δίψα που την προκαλεί ο καύσωνας της απανθρωπιάς και της ολοσχερούς αγνωμοσύνης μιας κοινωνίας κτηνώδους και απόλυτα οχλικής. Μιας κοινωνίας που ευφραίνεται εγκληματικά μόλις ακούσει το «τετέλεσται» και αφού λογχίσει την πλευρά προς απόλυτη πιστοποίηση του θανάτου. Μιας κοινωνίας όμως απόλυτα ευεργετημένης… Αλλά την ίδια ώρα άρχεται η συνεδρίαση στο μέγα δικαστήριο του Θεού. Την ίδια ώρα σηματοδοτείται η έναρξη της κρίσης. Την ίδια ώρα αρχίζει η πραγματική ανησυχία των σταυρωτήδων.

Στις κραυγές του Δαβίδ και του προφήτου Ηλιού, έρχεται να προστεθεί η «μικρά φωνή» του ληστού. Πάντοτε οι μικροί και άσημοι, οι ανώνυμοι και περιφρονημένοι, οι στιγματισμένοι και εξόριστοι από την αυλή των αμώμων και αναμαρτήτων περιωνύμων «αρχόντων» της κοινωνίας, καλούνται εκ Θεού να επιφέρουν εξισορρόπηση της φρενήρους αταξίας της και να προκαλέσουν έλεγχο συνειδήσεως, πότε με μικρά και πότε με στεντορεία φωνή, σείοντας συθέμελα το ένοχο και απόλυτα εγκληματικό κατεστημένο της αμαρτωλής επικράτειας.

«Μικράν φωνήν ἀφῆκεν ὁ ληστής ἐν τῷ σταυρῷ, μεγάλην πίστιν εὗρε…» (Αντιφ. Μ. Πέμπτης). Λίγα λόγια, αλλά περιεκτικά, μεστά ομολογίας και ικεσίας απηύθυνε ο ληστής πάνω στον σταυρό, αλλά πέτυχε μεγάλα κατορθώματα, ανοίγοντας πρώτος τις πύλες του παραδείσου και εισερχόμενος μέσα σ’ αυτόν. «Βραχεῖ λόγῳ καί πολλά πρόσκειται» λέγει ο Σοφοκλής. Ας το προσέξουν αυτό οι άρχοντες που συνθλίβουν το πνεύμα του λαού μέσα στις φλύαρες και ανούσιες και καθόλα ανόσιες– προδοτικές διακηρύξεις τους, στοχεύοντας μέσω της φτηνής λογοπλοκίας και της έντεχνης λογοδιάρροιας να καταχωνιάσουν τον ακαλλιέργητο πολίτη μέσα στον λαβύρινθο του εντυπωσιασμού και της απάτης, με απόληξη την εκμετάλλευση και την τελική υποδούλωση. Όμως πιο κάτω παραμονεύει ο Μινώταυρος της πολιτικής (του τέρατος αυτού, όπως την αποκαλεί ο Παπαδιαμάντης) έτοιμος να καταβροχθίσει τον ανίδεο και εύπιστο πολίτη μεν, αλλά και τον συμφεροντολόγο οσφυοκάμπτη, τον κοινό αυλοκόλακα, το… κομματόσκυλο. Γιατί ο κανόνας της ανήθικης πολιτικής επιτάσσει, ό,τι δεν μας χρειάζεται πλέον, το σκοτώνουμε.

Έτσι σε μία στιγμή «μικράς φωνής» σώζεται ο ληστής, ενώ άλλοι σε κάποια άλλη στιγμή χάνονται. Τέτοια επικίνδυνη στιγμή έζησε ο Πέτρος μέσα στην άρνησή του, αλλά και ο Θωμάς μέσα στο πέλαγος της δυσπιστίας του. Πολύ περισσότερο όμως εμείς οι σύγχρονοι παραβάτες του νόμου του Θεού, οι δεινοί συζητητές του θελήματός του και τελικά αγνοούμενοι στον λαβύρινθο της καταδυναστείας των αθέων και ασεβών αρχόντων. Οι ξεχασμένοι ναυαγοί στο ξερονήσι της ασεβείας.

 

Τι σημαίνει όμως η έννοια της ευσεβείας;

 

Ευσέβεια αποτελεί τον σεβασμό προς το θείο. Είναι η ενσάρκωση της θρησκευτικής ευλαβείας. Κατ’ αλληλουχία ευσεβής είναι αυτός που παλεύει να κατακτήσει το ύψωμα της αγιοσύνης. Αυτός που παλεύει με τον Θεό προκειμένου να τον αιχμαλωτίσει στο ιερό δεσμωτήριο της εντολής του· «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἅγιος εἰμί ἐγώ». Εν τέλει ο άγιος, ο αγιασμένος, ο ιερός, ο όσιος.

Ευσέβεια και θεοσέβεια έννοιες ταυτόσημες, αποτελούσαν ανέκαθεν από την αρχαία εποχή το Α και το Ω μιας ισορροπημένης και απόλυτα συγκροτημένης υγιούς ανθρώπινης προσωπικότητος. Οι σοφοί της Αρχαίας Ελλάδος απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην ως άνω έννοια. Στην κορυφαία αρετή. Ο Περίανδρος τόνιζε· «να είσαι πάντοτε προσκολλημένος και συνδεδεμένος με την ευσέβεια». Ο Κλεόβουλος διεκήρυττε φύλαξη της ευσεβείας ως κόρη οφθαλμού. Ο Πιττακός· «να μη παύεις ποτέ να είσαι ευσεβής». Ο Πλάτωνας θεωρούσε την ασέβεια πηγή παντός κακού και την ευσέβεια κεφαλή όλων των αρετών. Ο Επίχαρμος υποστήριζε ότι «ο ευσεβής βίος αποτελεί το μεγαλύτερο εφόδιο για τους ανθρώπους». Ο Φωκυλίδης μέγας «απόστολος» τόνιζε· «πρῶτα Θεόν τίμα». Τέλος ο Αισχύλος θέτοντας τον επίλογο της ευσεβείας, επεδείκνευε τις συνέπειες της ασεβείας λέγοντας «τῆς ἀσεβείας καρπός εἶναι ἡ αὐθάδης βία, ἡ ἀλαζονεία, ἡ περιφρόνηση τοῦ θείου και τῶν θείων νόμων».

Ξανοιγόμενοι στο πέλαγος της Αγ. Γραφής προσεγγίζουμε επιλεκτικά κάποιες νησίδες πνευματικής τροφοδοσίας και πρώτη απ’ όλες προσορμιζόμαστε τον Ιώβ (28,28). «Ἡ θεοσέβεια ἐστι σοφία τό δέ ἀπέχεσθαι ἀπό κακῶν ἐστίν ἐπιστήμη (=σύνεσις)». Οι παροιμίες Σολομώντος (3,33) επισύρουν «κατάρα Θεοῦ ἐν οἴκοις ἀσεβῶν, ἐπαύλεις δέ δικαίων εὐλογοῦνται». Ο Παύλος (Α΄ Τιμ. 2,1) μας προτρέπει να προσευχόμαστε «ἵνα ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάση εὐσεβεία καί σεμνότητι».

Αυτή την ευσέβεια ο άνθρωπος του ιστορικού παρελθόντος την εξέφραζε λόγοις και πράξεσι. Η πιο συνήθης όμως έκφραση συνοψιζόταν στο πλατωνικό «ἐάν Θεός ἐθέλῃ». Ο Ευριπίδης παραστατικότατος δηλώνοντας την ευσέβεια, αλλά και την παντοδυναμία του Θεού έλεγε: «Θεοῦ θέλοντος κἄν ἐπί ριπός πλέοις = εφ’ όσον θέλει ο Θεός θα μπορούσες να ταξιδέψεις στη θάλασσα ακόμη και πάνω σε μια ψάθα». Αυτό το συνέχιζε ο πιστός λαός μας μέχρι «χθες», με την πηγαία καθημερινή έκφραση «αν θέλει ο Θεός». Ενώ εμείς οι σύγχρονοι προκλητικά και εκπειράζοντας τον Κύριο επαναλαμβάνουμε αισχρά «Θεού θέλοντος και μη θέλοντος».

Αλλά «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες» (Ψαλ. 126,1). Τίποτε δεν είναι δυνατόν να εδραιωθεί και να προοδεύσει, εάν δεν έχει την ευλογία του Θεού. Μόνο η ευσέβεια εξασφαλίζει σταθερότητα, πρόοδο και ευδαιμονία. Οτιδήποτε και αν επιτύχει ο άνθρωπος χωρίς την συμπαράσταση και βοήθεια του Θεού, είναι προορισμένο να καταρρεύσει και να αφανισθεί. Γιατί «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ιω. 15,5).

 

Έτσι λοιπόν η εναπομείνασα ευσέβεια στις μέρες μας, όπου συναντάται, επισύρει χλευασμό και καυστική ειρωνεία με απώτερο σκοπό την εξουθένωσή της, την δίωξη και καταδίωξή της και την τελική απέλασή της. Κατά βάθος όμως επιδιώκεται ένα παμπάλαιο σχέδιο· η απέλαση του Χριστού από «το βασίλειό» του. Με αποφάσεις του συγχρόνου συμβουλίου των πολυπληθών παρανόμων, οι συνεπείς μαθητές (τα τσιράκια) των απ’ αιώνων ύπουλων Χριστιανόμορφων διωκτών του Χριστού, οι Έλληνες πολιτικοί, οι κοπτόμενοι πολλάκις για την ιδιόμορφη χριστιανοσύνη τους, κάνοντας χρήση μιας αισχρής ψευδολογίας–ψευδομαρτυρίας για όλα τα θέματα, κάνουν έξωση τον Χριστό από τις καρδιές των ανθρώπων, επιδιώκοντας την υποδούλωση του λαού στα θελήματά τους και στα θελήματα προπάντων των αοράτων κυρίων τους. Κι όμως πονηρά και ύπουλα έχει ξεκινήσει ένας ιδιότυπος και πρωτόφαντος θεσμός οριστικής δουλείας του ανθρωπίνου γένους στον μέγα δυνάστη, τον Διάβολο. Έτσι Έλληνες όντες ενάντια στην Έλλάδα μάχονται και Χριστιανοί ορθόδοξοι στο ονομα, ενάντια στην Ορθοδοξία, εγείρονται. Μεθοδεύουν με επιστημοσύνη και υποκριτική μαεστρία χρόνια τώρα την απέλαση του Χριστού από την πατρίδα μας και τους παρέχεται «απροσδόκητα» το έννομο δικαίωμα να την πραγματοποιήσουν στις μέρες μας, λόγω κορωνοϊοπληξίας. Λόγω πολιτικής απάτης και δολίου τεχνάσματος. Διώχνουν την αλήθεια, γιατί πλήθυναν οι ψευτοαλήθειες. Διώχνουν τον Χριστό, την γνησιότητα και φερεγγυότητα, για να επιπλεύσουν οι φελλοί. Οι ψευδόχριστοι, οι πλαστογράφοι, οι απατεώνες. Μέσω του παρανόμου δικού τους «νομίμου», εκδιώκουν το ΗΘΙΚΟ!

Λησμόνησαν όμως «οι άρχοντες λαών» και ο συνακόλουθος συμφεροντολόγος όχλος, ότι ο Χριστός είναι ο Θεός και δεν μπορεί να τον καταργήσει η απιστία του κόσμου και της άτακτης άρχουσας τάξης. Προπάντων ξέχασαν ότι είμαστε έθνος άγιο, θεμελιωμένο σε ποταμούς αιμάτων προγόνων, μαρτύρων και ηρώων και ένεκα τούτων ευεργετηθήκαμε οι νεώτεροι με μοναδικό τρόπο από τον Θεό. Ουδείς όμως πιο αχάριστος του ευεργετηθέντος. Ξέχασαν ότι θα δώσουν λόγο στον Θεό. Ξέχασαν εν τέλει ότι ο Θεός δεν μπορεί να διαγραφεί από κανένα, ό,τι και αν κάνει, ότι και αν πιστεύει, ότι και αν λέει, ότι και αν γράφει, ότι και αν διδάσκει, ό,τι και αν υπαγορεύει η Γκεμπελική προπαγάνδα του κάθε αγύρτη λαοπλάνου πολιτικού και μισθοφόρου απατεώνα δημοσιογράφου. Κανείς και τίποτα δεν μπορεί να χωρίσει τον ευσεβή άνθρωπο από την αγάπη και την πίστη στον Χριστό. Ούτε θλίψις, ούτε στενοχωρία, ούτε λιμός, ούτε γυμνότης, ούτε ύψωμα, ούτε βάθος, ούτε κτίσις ετέρα. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να μας χωρίσει από τον Χριστό ένας ανισόρροπος και διεστραμμένος κόσμος με τους άρχοντές του. Αυτός της σύγχρονης Ελλάδος. Αλλά τούτο το έθνος, είναι αυτό για το οποίο μίλησε ο Ιερεμίας «ὅ οὐκ ἤκουσε τῆς φωνῆς Κυρίου, οὐδέ ἐδέξατο παιδείαν καί ἐξέλιπεν ἡ πίστις ἐκ στόματος αὐτῶν» (7,28). Όμως «οὐδείς ἀσεβής κατώρθωσε νά καταστεῖ ἐνάρετος, οὔτε πόλις, οὔτε θνητός, διότι μόνον ὁ Θεός εἶναι ὁ Πάνσοφος» (Σιμωνίδης). Μόνο με την συμπαράσταση του Θεού η οποία εξασφαλίζεται με τον φόβο προς αυτόν και τον σεβασμό, κατακτάται η αρετή. Ο άθεος ουδέποτε θα γίνει ενάρετος και επομένως ούτε να ζήσει σε γαλήνη και ευδαιμονία. Η ψυχή του θα είναι βεβαρημένη και η συνείδησή του ανήσυχη. Όμως η συνείδηση είναι χώρος ιερός, όπου μόνον ο Θεός ημπορεί να εισέλθη, λέει ο Λαμενναί. Και όλοι οι πρότεροι τρέμουν την επίσκεψή του. Αλλά αυτή η επίσκεψη πάλι, αφήνει και μία μεγάλη ελπίδα. Τον τελικό φόβο Θεού. Φόβος και σαν τρόμος, αλλά και σαν σεβασμός. «Ὁ δέ φοβούμενος τόν Κύριον μέγας διαπαντός» (Ιουδθ. 16,16).

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή