Ως μια λογική συνέχεια του άρθρου Ένωσις με αιρετικούς - Προφητείες της Αγίας Γραφής και ερμηνεία του Αγίου Χρυσοστόμου θεωρώ χρήσιμο να εξετάσουμε ένα από τα πολλά δόγματα των Παπιστών, που τους καθιστά αιρετικούς. Δεν θα αναφέρω καινούρια πράγματα, άλλωστε τι καινούριο θα μπορούσε να γράψει κανείς νομίζοντας ότι συμπληρώνει τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας;
Το σύμβολο της Πίστεώς μας, το γνωστό σε όλους μας «Πιστεύω», έλαβε την τελευταία του μορφή στην σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (Β' Οικουμενική Σύνοδος) το 381 μ.Χ. και επικυρώθηκε από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο το 451 μ.Χ.
Στο όγδοο άρθρο του «Πιστεύω» διαβάζουμε:
«Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν.»
Αν μεταφράσουμε το «Πιστεύω» των Παπιστών, θα δούμε ότι εκεί που λέμε εμείς «το εκ του Πατρός εκπορευόμενον», εκείνοι λένε «το εκ του Πατρός και εκ του Υιού εκπορευόμενον». Αυτό είναι το γνωστό “filoque”, κάτι που καθιστά αιρετικούς τους Παπιστές. Η προσθήκη του filoque είναι ένα κάπως μπερδεμένο θέμα, αλλά επισημοποιήθηκε τελικά με την Β' Σύνοδο της Λυών το 1274 όπου απεφάνθη ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, σύμφωνα με το Filioque στη σύγχρονη λατινική εκδοχή του Συμβόλου της Νικαίας και όπου καταδίκασε μάλιστα όσους δεν δέχονται την εκπόρευση του Πνεύματος και εκ του Υιού.
Αυτό φυσικά είναι απαράδεκτο, μιας και το Σύμβολο της Πίστεως είχε καθιερωθεί πολύ καιρό πριν και δεν άφηνε ασάφειες ως προς την ερμηνεία του. Αν εννοούνταν ότι το Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο από τον Θεό Πατέρα (τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον), δεν θα είχε γραφτεί έτσι. Αυτό που έκαναν οι Λατίνοι με το filoque, αποδεικνύει μέγιστη απόδειξη αλαζονείας και έχθρας ως προς την αρχική και ορθή Πίστη. Άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι ο Θεός δεν διώχνει κανέναν από κοντά Του, αλλά ότι ο άνθρωπος απομακρύνεται από μόνος του.
Εδώ θα ήθελα να παραθέσω ένα κεφάλαιο από τον Όσιο Πέτρο τον Δαμασκηνό (775 μ.Χ.), το οποίο βρίσκεται στην Φιλοκαλία και το οποίο μας λέει ότι δεν υπάρχει ασυμφωνία στις Γραφές. Νομίζω ότι θα δείξει, πως η κάθε αλλαγή ενός θείου λόγου, -όπως άλλωστε διδασκόμαστε και από το βιβλίο της Αποκάλυψης όπου λέει: «Ἐάν τις ἐπιθῇ ἐπὶ ταῦτα, ἐπιθήσει ὁ Θεὸς ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς πληγὰς τὰς γεγραμμένας ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· καὶ ἐάν τις ἀφέλῃ ἀπὸ τῶν λόγων τοῦ βιβλίου τῆς προφητείας ταύτης, ἀφελεῖ ὁ Θεὸς τὸ μέρος αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ ἐκ τῆς πόλεως τῆς ἁγίας, τῶν γεγραμμένων ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ»,- είναι μια ανόητη πράξη.
Ας διαβάσουμε λοιπόν τι μας διδάσκει αυτός ο Όσιος Πατέρας:
«Γενικά, όποιος φωτίστηκε κάπως, όταν κατανοεί κάποια ανάγνωση ή ψαλμωδία, βρίσκει πάντοτε αφορμή για θεωρία και θεολογία, και ότι κάθε Γραφή επιβεβαιώνεται από άλλη Γραφή. Εκείνος όμως που έχει ακόμη αφώτιστο νου, νομίζει ότι οι Γραφές παρουσιάζουν διαφωνίες. Αυτό όμως δεν οφείλεται στις θείες Γραφές, μη γένοιτο. Γιατί άλλες από τις Γραφές επιβεβαιώνονται από άλλες, ενώ άλλες εξαρτώνται από τον καιρό που γράφτηκαν ή τα πρόσωπα, και γι' αυτό κάθε λέξη της Γραφής είναι άμεμπτη. Ό,τι είναι έξω από αυτές τις περιπτώσεις, οφείλεται στην άγνοιά μας, και δεν πρέπει να κατηγορεί κανείς τις Γραφές, αλλά με όλη του τη δύναμη να τις τηρεί όπως είναι, και όχι βέβαια έτσι που θέλει αυτός. Αυτό έκαναν οι ειδωλολάτρες και οι Ιουδαίοι, οι οποίοι δεν καταδέχονταν να πούνε, «δεν γνωρίζω τι είναι», αλλά από υπερηφάνεια και αυταρέσκεια έψεγαν τις Γραφές και τη φύση των πραγμάτων και τις εννόησαν όπως ήθελαν και όχι κατά το θέλημα του Θεού. Γι' αυτό πλανήθηκαν και ξέπεσαν σε κάθε κακία. Γιατί όποιος ζητεί να μάθει πού σκοπεύει η Γραφή, δε θα υψώσει ποτέ δικό του νόημα, καλό ή κακό. Αλλά, όπως είπαν ο Μέγας Βασίλειος και ο Χρυσόστομος, έχει για δάσκαλό του τη θεία Γραφή και όχι τα μαθήματα του κόσμου. Έτσι θα δέχεται ό,τι βάλει ο Θεός στην καθαρή καρδιά, χωρίς σκέψη, αν υπάρχει και η σύμφωνη μαρτυρία των θείων Γραφών, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος. Γιατί οι έννοιες που έρχονται αυτόματα στο νου εκείνων που ησυχάζουν κατά Θεόν, χωρίς σκέψη, είναι δεκτές, λέει ο άγιος Ισαάκ. Να ερευνά όμως κανείς και να σκέφτεται, είναι δικό του θέλημα και επιστήμη σωματική. Και μάλιστα αν βιάζει σαν κλέφτης τη Γραφή, για κάποια αλληγορία, λέει ο Χρυσόστομος, και δεν έρχεται από τη θύρα της ταπεινοφροσύνης, αλλά ανεβαίνει από αλλού196. Δεν υπάρχει στη γη πιο ανόητος από εκείνον που βιάζει το σκοπό της Γραφής ή την κατηγορεί για να στηρίξει τη δική του γνώση, ή μάλλον αγνωσία. Και ποια επιστήμη είναι αυτή, να μεταβάλλει κανείς το σκοπό της Γραφής όπως θέλει και να τολμά να παραλλάζει τις λέξεις; επιστήμων είναι εκείνος που βλέπει απαρασάλευτες τις φράσεις και με τη σοφία του Πνεύματος κατορθώνει να βρει τα κρυμμένα μυστήρια, που μαρτυρούνται από τις θείες Γραφές.
Τέτοιοι προπαντός είναι οι τρεις μεγάλοι φωστήρες Βασίλειος, Χρυσόστομος και Γρηγόριος. Αυτοί βρίσκουν τη μαρτυρία ή από το ίδιο το ρητό, ή από άλλο ρητό της Γραφής. Έτσι, όποιος αντιλέγει, δεν έχει τι να πει. Γιατί δε φέρνουν μαρτυρία έξω από τη Γραφή, για να πει κανείς ότι είναι δικό τους νόημα, αλλά από το ίδιο το ρητό που έχουν υπόψη, ή από άλλη Γραφή, που μιλάει για το ίδιο ζήτημα. Και εύλογα. Επειδή είναι άξιοι, έχουν λάβει από το Άγιο Πνεύμα τη νόηση και το λόγο.
Κάθε πράγμα λοιπόν που δεν έχει μαρτυρία ότι είναι καλό, αλλά υπάρχει γι' αυτό δισταγμός, δεν πρέπει κανείς να το κάνει, ούτε να συγκαταβαίνει με το λογισμό. Γιατί ποια ανάγκη υπάρχει να αφήνει κανείς πράγμα φανερό που έχει μαρτυρία ότι είναι καλό και θεάρεστο, και να κάνει άλλο που δεν είναι σίγουρος αν είναι καλό ή όχι; Εκτός αν ενεργεί εμπαθώς. Αυτά γι' αυτό το θέμα.
196. Ιω. 10,1.»
Με βάση αυτά που διαβάσαμε μόλις, ας ακούσουμε τι έχει να μας πει ο Όσιος Θαλάσσιος ο Λίβυος (660 μ.Χ.) στον λόγο του «Περί αγάπης και εγκράτειας Δ'» για την Αγία Τριάδα.
«Αφού η Αγία Τριάδα είναι μια ουσία πάνω από νου και λόγο και κρύφια θεότητα, όσα συλλογίζεται κανείς σχετικά μ' Αυτή είναι αυτά που προείπαμε και τα όμοια. Όπως ομολογούν οι Άγιοι μια θεότητα στην Αγία Τριάδα, έτσι πιστεύουν και ότι είναι τρεις οι υποστάσεις της μιας θεότητας.
Όσα προαναφέρθηκαν θετικά ή κατά αφαίρεση, νοούνται κοινά στα τρία πρόσωπα της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος, εκτός από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του κάθε Προσώπου, επειδή και από αυτά τα πλείστα τ' αποδίδουν θετικά, ενώ άλλα κατά αφαίρεση.
Ιδιαίτερα γνωρίσματα πάλι των θείων Υποστάσεων λένε οι Άγιοι τούτα: την πατρότητα, την υιότητα, την εκπόρευση και όλα όσα αναφέρονται στην καθεμία ιδιαίτερα.
Την υπόσταση την ορίζουν ως ουσία με ιδιαίτερα γνωρίσματα. Γι' αυτό κάθε Υπόσταση έχει κοινή τη θεία ουσία και ιδιαίτερο το γνώρισμα της υποστάσεως. Και εκείνα πάλι που έχουν λεχθεί ως κοινά στην Αγία Τριάδα κατά αφαίρεση, τα κρίνουν ως κυριότερα. Όχι όμως και εκείνα που ανήκουν στα ιδιώματα των Υποστάσεων. Επειδή και από αυτά, άλλα λένε θετικά και άλλα κατά αφαίρεση, όπως προείπαμε· όπως είναι το γεννητό, το αγέννητο και τα όμοια. Γιατί η αγεννησία μόνον κατά τη σημασία διαφέρει από τη γέννηση. Η αγεννησία σημαίνει ότι ο Πατέρας δε γεννήθηκε, ενώ η γέννηση σημαίνει ότι ο Υιός έχει γεννηθεί.
Χρησιμοποιήθηκαν λέξεις και ονόματα για τη σαφήνεια των λόγων που συλλογίζεται κανείς σχετικά με την ουσία της Αγίας Τριάδας, όπως είπαμε. Γιατί οι λόγοι αυτοί είναι άγνωστοι και ανέκφραστοι για κάθε νου και λόγο, και μόνο η Αγία Τριάδα τους γνωρίζει. Όπως λένε οι Άγιοι τρισυπόστατη τη μια ουσία της θεότητας, έτσι ομολογούν και ομοούσια την Αγία Τριάδα. Ο ίδιος πάλι ο Πατέρας οράται και άναρχος και αρχή. Άναρχος, ως αγέννητος· αρχή, ως Αυτός που γεννά τον Υιό και προβάλλει το Άγιο Πνεύμα, που προήλθαν απ' Αυτόν κατά την ουσία και υπάρχουν προαιώνια σ' Αυτόν. Η Μονάδα που κινήθηκε ως την Τριάδα αφ' εαυτής, παραμένει Μονάδα· και η Τριάδα που συνάγεται πάλι ως τη Μονάδα, παραμένει Τριάδα, πράγμα βέβαια παράδοξο.
Τον Υιό και το Πνεύμα πάλι νοούν οι Άγιοι [όχι] άναρχα, όμως αιώνια. Όχι άναρχα, γιατί αναφέρονται προς τον Πατέρα ως αρχή και πηγή Τους. Αιώνια, επειδή συνυπάρχουν προαιώνια με τον Πατέρα, ο Υιός κατά γέννηση και το Πνεύμα κατά εκπόρευση. Τη μία όμως θεότητα της Αγίας Τριάδας κρατούν αδιαίρετη, και διατηρούν ασύγχυτες οι τρεις Υποστάσεις της μιας θεότητας.
Ως ιδιότητες του Πατέρα αναφέρουν το άναρχο και αγέννητο. Του Υιού, το ότι ήταν από την αρχή33 και το γεννητό. Του Αγίου Πνεύματος το ότι ήταν μαζί με την αρχή και το εκπορευτό. Λέγοντας όμως αρχή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος δεν εννοούν χρονική -πώς θα ήταν δυνατόν;- αλλά θέλουν να δηλώσουν την Αιτία, από την οποία, όπως το φως από τον ήλιο, έχουν προαιώνια την ύπαρξη. Γιατί από Αυτήν προέρχονται κατά την ουσία, αν και δεν είναι μετά από Αυτήν. Την ιδιαιτερότητα πάλι των Υποστάσεων τη διατηρούν ακίνητη και αμετάπτωτη. Η κοινή ουσία όμως, δηλαδή η θεότητα, παραμένει αδιαίρετη. Ομολογούν Μονάδα σε Τριάδα και Τριάδα σε Μονάδα, η οποία διαιρείται αδιαίρετα και ενώνεται χωρίς ταύτιση.
Τον Πατέρα αναγνωρίζουν ως τη μια αρχή όλων. Του Υιού και του Πνεύματος, ως γεννήτορα και ως πηγή αιώνια και συναιώνια και συνάπειρη και απεριόριστη και ομοούσια και αχώριστη. Και των κτισμάτων, ως δημιουργό και προνοητή και κριτή, εννοείται μέσω του Υιού με τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος. «Όλα, λέει η Γραφή, υπάρχουν από Αυτόν και μέσω Αυτού, κι Αυτόν έχουν σκοπό τους. Ας είναι δοξασμένος στους αιώνες34».
Ο Υιός πάλι και το Άγιο Πνεύμα, λένε, είναι συναιώνια με τον Πατέρα, όχι όμως και συνάναρχα. Συναιώνια, γιατί συνυπάρχουν με τον Πατέρα προαιώνια. Και όχι συνάναρχα, γιατί δεν είναι αναίτια, αφού από Αυτόν προέρχονται, όπως το φως από τον ήλιο, αν και δεν είναι μετά από Αυτόν, όπως προείπαμε. Λέγονται επίσης και άναρχα όταν εννοείται η αρχή στο χρόνο, για να μη νοηθούν υποκείμενα στο χρόνο Αυτά, από τα οποία προέρχεται ο χρόνος. Δεν είναι λοιπόν άναρχα κατά την Αιτία, είναι όμως άναρχα ως προς το χρόνο, επειδή υπάρχουν πριν από κάθε χρόνο και αιώνα και είναι πάνω από κάθε αιώνα και χρόνο και επειδή από Αυτά προήλθε κάθε αιώνας και χρόνος και όλα όσα περιλαμβάνονται σε αιώνα και χρόνο, και γιατί, όπως προείπαμε, είναι συναιώνια με τον Πατέρα. Σ' Αυτόν, μαζί μ' Αυτά, ανήκει η δόξα και η εξουσία εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
33. Ιω. 1, 2.
34. Ρωμ. 11, 36.»
Βλέπουμε λοιπόν, ότι τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας είναι μεν ομοούσια, αλλά συνάμα είναι και τρεις υποστάσεις. Ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι μεν συναιώνια με τον Πατέρα, προέρχεται όμως από τον Θεό Πατέρα, ο οποίος είναι η αιτία των άλλων δύο υποστάσεων. Όπως είναι του φωτός η αιτία ο ήλιος, έτσι και η αιτία του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι ο Πατήρ.
Όπως διαβάσαμε «Όλα, λέει η Γραφή, υπάρχουν από Αυτόν και μέσω Αυτού, κι Αυτόν έχουν σκοπό τους. Ας είναι δοξασμένος στους αιώνες». Αν λοιπόν όλα υπάρχουν από Αυτόν και μέσω Αυτού, θα ήταν ανόητο να συμπεραίναμε ότι δεν εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα από Αυτόν. Άλλωστε, πώς θα ήταν δυνατόν να παρερμηνεύσει ένας λογικός άνθρωπος το χωρίο στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον 15ο κεφάλαιο και εδάφιο 26, όπου λέει: «Ὅταν ἔλθῃ ὁ Παράκλητος, τὸν ὁποῖον ἐγὼ θὰ σᾶς στείλω ἀπὸ τὸν Πατέρα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, τὸ ὁποῖον ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἐκεῖνος θὰ δώσῃ μαρτυρίαν δι’ ἐμέ.»; Πόσο πιο καθαρά θα μπορούσε να μας έλεγε ο Κύριος ότι το Πνεύμα το Άγιο εκπορεύεται από τον Πατέρα, αγαπητοί Παπιστές; Και αν δεν σας φτάνει αυτό, γιατί δεν διαβάζουμε και τα παρακάτω;
Κάλλιστος και Ιγνάτιος οι Ξανθόπουλοι (1360 μ.Χ.)
Μέθοδος και κανόνας ακριβής
Η δωρεά και η επέλευση του Αγίου Πνεύματος από το Θεό Πατέρα στους πιστούς, χαρίζεται με τη δύναμη του Ιησού Χριστού και στο άγιο όνομά Του.
Ασφαλώς και η δωρεά του Αγίου Πνεύματος από το Θεό Πατέρα στους πιστούς και η επιφοίτησή του χαρίζεται με τη δύναμη του Ιησού Χριστού και στο άγιο όνομά Του, όπως λέει ο ίδιος ο υπέρθεος και φιλόψυχος Κύριος Ιησούς Χριστός προς τους Αποστόλους: «Σας συμφέρει να φύγω εγώ. Γιατί αν δεν φύγω, δεν θα έρθει σε σας ο Παράκλητος. Αν όμως πάω εκεί, θα Τον στείλω σε σας»59, και: «Όταν έρθει ο Παράκλητος, που θα σας τον στείλω εγώ από τον Πατέρα, το Πνεύμα της αλήθειας, που εκπορεύεται από τον Πατέρα»60, και πάλι: «Ο Παράκλητος, το Άγιο Πνεύμα, που θα στείλει στ' όνομά μου ο Πατέρας μου»61.
59. Ιω. 16, 7.
60. Ιω. 15, 26.
61. Ιω. 14, 26.
Το Άγιο Πνεύμα λοιπόν χαρίζεται από τον Θεό Πατέρα στους πιστούς στο όνομα του Υιού Του. Πολύ όμορφα έγραψε ο Πατήρ Μελέτιος ότι «μετά την ανάληψή του, αφού ανέβασε την ανθρώπινη φύση μέχρι το θρόνο του Θεού και την συμφιλίωσε με τον Θεό και πατέρα του, έστειλε ως αντάλλαγμα το Πανάγιο Πνεύμα. Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος ότι, αν ειρηνεύσουν και συμφιλιωθούν δύο πρώην εχθροί, για να δείξουν την πλήρη συμφιλίωσή τους, ανταλλάσσουν δώρα. Έτσι ο άνθρωπος έστειλε, μέσω του Χριστού, την ανθρώπινη φύση ως δώρο στον Θεό· και ο Θεός έστειλε το Πανάγιο Πνεύμα, ως δώρο στον άνθρωπο».
Εξηγεί πολύ εύστοχα ο Πρωτ/ρος Δημήτιος Βακάρος στο βιβλίο του «Από την Γέννηση μέχρι την Πεντηκοστή» πως η Αγία Τριάδα δεν είναι μόνον η δημιουργική αρχή και πηγή της Εκκλησίας, αλλά και εκείνη από την οποία απορρέουν τα πάντα στην Εκκλησία. Όλα στην Εκκλησία γίνονται «εκ του Πατρός δι' Υιού εν Αγίω Πνεύματι». Αυτό υποδηλώνει και η αποστολική ευλογία στην Β' Κορ. 13, 13· «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴθε νὰ εἶναι μὲ ὅλους σας», η οποία επαναλαμβάνεται και στη θεία Λειτουργία. Επίσης η θεία Λειτουργία αρχίζει με την εκφώνηση: «ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Και γενικά όλα στην ορθόδοξη λατρεία τελούνται «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Ο δε δοξολογικός χαρακτήρας προς τον Τραδικό Θεό της ορθοδόξου λατρείας και υμνολογίας αποτελεί αρχαία παράδοση της Εκκλησίας. Η ορθόδοξη πίστη και ευσέβεια προς την Αγία Τριάδα εκφράζεται με πλήθος τριαδικών ύμνων ιδιαίτερα δε με το επαναλαμβανόμενον πολλές φορές «δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι» με τους οποίους στην Εκκλησία «δοξάζεται ο Θεός δια Χριστού εν Αγίω Πνεύματι». Έτσι η Αγία Τριάδα ως ανώτατη αρχή οικονομεί τα πάντα στην Εκκλησία. Γι' αυτό λέει ο Μέγας Βασίλειος «πάσα ενέργεια θεόθεν από του Θεού (Πατρός), δια Ιησού Χριστού εν Αγίω Πνεύματι χορηγείται» και ο Άγιος Κύριλλος «πάντα παρά Πατρός δι' Υιού εν Πνεύματι παρέχεται»...
Το filoque αναποδογυρίζει την διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδας, καταργεί το αξίωμα του Πατρός ως πηγή της θεότητας. Επιπλέον εισάγει δύο αρχές στην θεότητα, τον Πατέρα και τον Υιό επιφέροντας έτσι σύγχυση στις τρεις υποστάσεις του Θεού, έτσι ώστε να μην είναι πλέον ξεκάθαρο τι εκπορεύεται από πού, και ποιος γεννάται από ποιον. Τέλος δε, όποιος αποδέχεται το filoque, υποβαθμίζει αυτομάτως το Άγιο Πνεύμα έναντι του Υιού.
Κηρύττοντας λοιπόν τέτοιες διδασκαλίες η Ρωμαιοκαθολική “Εκκλησία”, είναι ολοφάνερο γιατί την βλέπουμε ως αίρεση. Αν προσθέσουμε λοιπόν και το Πρωτείο του Πάπα, ίσως καταλήξουμε ότι είναι κάτι “χειρότερο” από αίρεση. Το τραγικό είναι, ότι οι σημερινοί Ιεράρχες μας, προσπαθούν μέσω διαλόγων να βρουν μια δήθεν «λύση» και να ενωθούν με ακριβώς αυτούς τους αιρετικούς. Να ενωθούν ή να υποταχθούν; Αυτή ίσως είναι η κύρια ερώτηση που προβληματίζει τον πιστό λαό.
Παραμένοντας λοιπόν στην σωστή Πίστη, φωνάζουμε μαζί ένα δυνατό ΌΧΙ σε οποιαδήποτε ένωση. Ο Χριστός δεν είναι ένωση με κακοδοξίες. Δεν είναι υποταγή σε αιρετικούς. Δεν μεταβάλλεται η Ορθοδοξία. Δεν χρειάζεται να βρεθούν «λύσεις». Δεν υπάρχει μεσαίος δρόμος όταν μιλάμε για την αλήθεια. Δεν μπορεί κανείς να υπηρετεί δύο κυρίους, ή με τον έναν θα είσαι ή με τον άλλον. Δεν έχει νόημα να προσπαθούν οι Ιεράρχες μας να ψάχνουν για τέτοιους δρόμους. Η Πίστη μας δεν αλλάζεται και ούτε ένα κόμμα της δεν μετατρέπεται. Δεν είναι δημοκρατία η Πίστη μας, αλλά υπακοή στις εντολές του Κυρίου. Ας τις εφαρμόζουμε λοιπόν και ας ακολουθούμε τα λόγια του Αποστόλου Παύλου που νουθετούσε, όχι κάποιον λαϊκό, όχι κάποιον τυχαίο, αλλά τον ίδιο τον συνεργάτη του, τον Άγιο Τίτο και του έλεγε:
«Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος».
Ανδρέας Παπανδρέου
επιμελητής της ιστοσελίδας
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ