Ένα παιδί μπροστά σε μία εικόνα...

Θέμα μαθητικού διαγωνισμού

με αφορμή τη γιορτή των τριών ιεραρχών

Οι εικόνες αποτελούν αναπαραστάσεις της απτής πραγματικότητας, είτε αφορά σε πρόσωπα, είτε σε αντικείμενα, είτε σε τοπία, με τη χρησιμοποίηση διαφόρων υλικών, όπως είναι το ξύλο και τα χρώματα, τα οποία προέρχονται πάλι –από πού αλλού;– απ' την ίδια τη φύση. Αν εστιάσουμε μάλιστα τις αναφορές μας στη χριστιανική πα­ράδοση, θα διαπιστώσουμε πως οι εικόνες –που χαρακτηρίζονται ως ιερές, διότι απεικονίζουν ιερά πρόσωπα της Πίστεώς μας– κατέχουν κυρίαρχο ρόλο στη ζωή της εκκλησίας και γενικότερα των Χριστιανών.

Πολλά γεγονότα της βυζαντινής, αλλά και της μετέπειτα ιστορίας συνυφαίνονται με το θέμα της τιμής και προσκύνησης των ιερών εικόνων. Το πιο κομβικό υπήρξε η αίρεση της εικονομαχίας, που ταλάνισε τη βυζαντινή αυτοκρατορία στα τέλη του 8ου και τις αρχές του 9ου μ.Χ. αιώνα, διαιρώντας τη σε δύο αντίπαλες παρατάξεις τους εικονομάχους και τους εικονολάτρες. Ακολούθησαν μάλιστα αιματηρές συγκρούσεις και πλήθος βίαιων κι απάνθρωπων πράξεων εκατέρωθεν των αντιπάλων, αλλά κυρί­ως απ' το πλευρό των εικονοκλαστών, οι οποίοι φέρθηκαν με απόλυτο μίσος απένα­ντι στις ιερές εικόνες καταστρέφοντάς τες. Η αίρεση της εικονομαχίας καταδικάστη­κε προσωρινά με μία απ' τις επτά (κατ' άλλους εννιά) Οικουμενικές Συνόδους και συ­γκεκριμένα την έβδομη, που συγκλήθηκε το 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας επί βασι­λείας των Κωνσταντίνου Στ΄ και Ειρήνης, λόγω κορύφωσής της, κατά τα προηγούμε­να χρόνια επί Κωνσταντίνου του Ε΄, με εκστρατείες ενάντια στα μοναστήρια, ως προπύργια της εικονολατρίας.

Ωστόσο, το 815 δεν άργησε ν' αναζωπυρωθεί η εικονομαχία απ' τους αυτοκράτο­ρες Λέοντα Ε΄ και Θεόφιλο. Έτσι, η οριστική αποκατάσταση της λατρείας των ιερών εικόνων αποφασίστηκε, απ' τη μητέρα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, Θεοδώρα, και τους συνεργάτες της Βάρδα και Θεόκτιστο, με τη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 843.

Από τότε, λοιπόν, κι έπειτα ανακηρύχθηκε ότι οι εικόνες είναι ένα μέσο, προκει­μένου να λατρεύουμε τα εικονιζόμενα πρόσωπα, αποδίδοντας σ' αυτά την πρέπουσα τιμή. Η προσκύνηση, δηλαδή, αφορούσε στα ίδια τα πρόσωπα κι όχι στα υλικά απ' τα οποία ήταν κατασκευασμένες οι εικόνες.

Αυτή η απεικόνιση του Χριστού, της Παναγίας κι όλων των αγίων της εκκλησίας μας, καθώς και σκηνών από τη ζωή τους, από γεγονότα της ζωής τους που εορτάζου­με ή από το ίδιο τους το μαρτύριο, καθιστά ικανό τον κάθε πιστό να οπτικοποιήσει καλύτερα τα όσα σχετικά διαβάζει και γνωρίζει, όπως και ν' αναπτύξει μια στενότερη σχέση, αποκτώντας μιαν αμεσότερη επαφή μ' αυτούς. Μ' όλους, δηλαδή, εκείνους στους οποίους πιστεύουμε, εναποθέτουμε τις ελπίδες μας, τους επικαλούμαστε να επεμβούνε στη ζωή μας, με τρόπο καθοδηγητικό ή απόλυτα καθοριστικό, ζητάμε τη φώτισή τους, προσπαθούμε να μιμηθούμε τον ενάρετο βίο τους, επιδιώκοντας την τε­λείωσή μας. Είναι δύσκολο για τον θνητό άνθρωπο να επικοινωνήσει και ν' απευθυν­θεί σε κάτι αόρατο κάτι το οποίο δε βλέπει. Έτσι υπήρξε αναγκαία η παραστατική απεικόνιση αυτών των ιερών προσώπων, ώστε να νιώθουμε εγγύτερα προς αυτά.

Πέρα από την αίσθηση της οπτικής σχέσης με τα ιερά πρόσωπα, οι εικόνες ικανο­ποιούν και την ανάγκη επαφής του ανθρώπου με αυτά. Ειδικότερα, η προσκύνηση των εικονιζόμενων προσώπων πραγματοποιείται με τον ασπασμό, εκφράζοντας μ' αυτόν τον τρόπο αισθήματα αγάπης και σεβασμού συγχρόνως. Επίσης, κάποιος, από ευγνωμοσύνη προς το εικονιζόμενο πρόσωπο, για κάποια ευεργεσία που δέχθηκε ή ακόμη κι από δέουσα ανάγκη, επειδή μπορεί να δοκιμάστηκε σκληρά, δεν είναι λίγες οι φορές που καταφιλά με δάκρυα μιαν ιερή εικόνα.

Η εικόνα αποτελεί φυλαχτό, καταφυγή και παρηγοριά. Άλλωστε γι' αυτό εικονίζε­ται, στη γνωστή φωτογραφία απ' το έπος του '40, η μάνα να προβοδίζει τον γιο της για το πεδίο της μάχης, δίνοντάς του μια μικρή εικόνα. Επιπλέον, πολλά είναι τα πε­ριστατικά που γίνονται γνωστά από σύγχρονες των πολέμων μαρτυρίες, όπου πολλοί στρατιώτες γλύτωσαν από το θάνατο, διότι οι σφαίρες έπεσαν πάνω σε εικόνες ή σταυρούς που κρέμονταν στα στήθη των αγωνιστών.

Εάν, βέβαια, αντικρίσει κανείς τις εικόνες ως ιερά κειμήλια και στοιχεία της πα­ράδοσης και του πολιτισμού μας, έχει εξίσου δίκαιο. Μιαν αρχαία εικόνα, που προ­έρχεται, για παράδειγμα, απ' τα βυζαντινά χρόνια έχει να διηγηθεί μια μεγάλη ιστο­ρία. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά εξεύρεσης εικόνων σε μετέπειτα χρόνια, που ήταν θαμμένες στη γη από τα παλαιότερα. Τέτοια, μάλιστα, συμβάντα υπήρξαν αφορμές για την ανέγερση ιερών ναών σε διάφορες χρονικές στιγμές του παρελθόντος, μέχρι τις μέρες μας, κατά τόπους. Κανείς δεν μπορεί σαφώς να αμφισβητήσει τον μεγάλο πολιτιστικό πλούτο των βυζαντινών εικόνων της Καστοριάς, που έχουν μεταφερθεί με όχημα τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς ναούς στο ταξίδι των αιώνων και υπήρξαν σκεύη της ζωντανής λατρείας των Καστοριανών, φθάνοντας μέχρι τις μέρες μας. Η ανάγκη για τη διαφύλαξή τους, δικαίως, οδήγησε στην ανέγερση μουσείου βυ­ζαντινών εικόνων στην πόλη.

Αν, ωστόσο, σταθούμε στην περισσότερο συγκεκριμένη οπτική γωνία των παιδιών και γενικότερα των νέων, δυστυχώς ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών κι εφήβων δεν έχουν διδαχθεί από μικρή ηλικία να έχουν επαφή με τις εικόνες, να έχουν επαφή με τα ιερά πρόσωπα, να έχουν επαφή γενικότερα με τη ζωή της εκκλησίας. Με μεγάλη λύπη διαπιστώνει κανείς επί καθημερινής βάσεως πως η νεολαία είναι αδιάφορη ανα­φορικά με το θέμα των εικόνων –κι όχι μόνο μ' αυτό. Αλλά εδώ τίθεται το ερώτημα τα παιδιά φταίνε που είναι άσχετα με τις ιερές εικόνες; Τα παιδιά φταίνε που στέκουν απαθή ενώπιον των ιερών προσώπων;

Όταν η πολιτεία “φρόντισε” σιγά– σιγά και ύπουλα να αφαιρέσει τις ιερές εικόνες επάνω από τον πίνακα της εκάστοτε σχολικής αίθουσας, τότε τα παιδιά φταίνε; Κι όταν πάλι η ίδια η πολιτεία “μερίμνησε” με διπλωματικές προφάσεις και δικαιολογίες να υποβιβάσει τον εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, τότε τα παιδιά φταίνε; Πού είναι οι μαθητικοί εκκλησιασμοί με παρουσία των έξι μελών της σημαίας στις 30 Ιανουα­ρίου; Πού είναι η ενημέρωση στα σχολεία για τη ζωή των αγίων και μεγάλων οικου­μενικών διδασκάλων, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάν­νου του Χρυσοστόμου; Τολμά κανείς να ρωτήσει κάποιον μαθητή –όχι τίποτε εξεζη­τημένο– αλλά για τα ονόματα και μόνο τα ονόματα των Τριών αυτών αγίων και φω­στήρων που είναι προστάτες της παιδείας, προστάτες των μαθητών και των καθηγη­τών και απογοητεύεται και θλίβεται βαθέως με τις απαντήσεις που λαμβάνει. Διότι είναι είτε ελλιπείς, είτε παντελώς λανθασμένες.

Εντάξει. Ας παραδεχθούμε ότι η πολιτεία έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης αλλά όχι το μεγαλύτερο. Οι γονείς; Η οικογένεια; Τι κάνουν αυτός ο πατέρας κι αυτή η μητέρα; Τι διδάσκουν στα παιδιά; Εμφυσούνε σ' αυτά τη θεία γνώση; Τα προικίζουν με πλη­ροφορίες σχετικές με τη ζωή των αγίων; Αν επιχειρήσει κανείς να απαντήσει στα ανωτέρω, θα διαπιστώσει πως τίποτε απ' αυτά δεν εφαρμόζεται στο μείζον μέρος της κοινωνίας. Αντίθετα, η πλειονότητα των γονέων διδάσκουν ό,τι ανούσιο κι ό,τι αντί­θετο με το θεϊκό θέλημα υπάρχει.

Επομένως, η στάση των περισσότερων νέων είναι απαθής απέναντι σε μιαν ει­κόνα, δίχως κάποιο ερέθισμα ή κίνητρο. Αν, βέβαια, εξετάσουμε κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις παιδιών κι εφήβων που έχουν ανατραφεί ορθόδοξα απ' τον οικογενειακό τους περίγυρο σίγουρα έχουν αναπτύξει ένα ιδιαίτερο δεσμό με τις ιερές εικόνες. Ανάλογα με το εικονιζόμενο πρόσωπο, πραγματοποιούν τις αντίστοιχες προσευχές. Πολλά παιδιά τρέφουν ξεχωριστή ευλάβεια σε αγίους–προστάτες με βάση το επάγ­γελμα των γονιών τους ή χάρη σε περιστατικά θαυματουργικών ενεργειών και πα­ρεμβάσεων σε ποικίλα προβλήματα και συμφορές της δικής τους ή της οικογενεια­κής ζωής.

Προσωπικά, κάθε εικόνα μου δημιουργεί ένα διαφορετικό συνειρμό, που σχετίζε­ται ασφαλώς με το εικονιζόμενο πρόσωπο. Ενδεικτικά, βλέποντας την εικόνα του Χριστού που κρατά ένα ευαγγέλιο, θυμάμαι πόσο σημαντική κι ωφέλιμη είναι η με­λέτη της αγίας Γραφής για τη διασφάλιση του σωστού τρόπου της ζωής μας. Όταν τον βλέπω καρφωμένο επάνω στο σταυρό, με κατακλύζουν ρίγη συγκίνησης με πλή­θος συναισθημάτων οίκτο για το φοβερό κι απάνθρωπο μαρτύριο που υπέστη ευ­γνωμοσύνη, διότι η θυσία του έγινε για τη δική μας σωτηρία απέχθεια για τη μανία των Εβραίων και Φαρισαίων της εποχής, αλλά και τη δική μας απαράδεκτη στάση απέναντί του ως σύγχρονοι Εβραίοι και Φαρισαίοι, που τον πληγώνουμε με την πα­ραβίαση του θελήματός του.

Η εικόνα της Παναγίας μου προξενεί τρυφερά αισθήματα, γιατί απευθύνομαι σ' αυτήν –ως μάνα όλων μας– συχνότερα από κάθε άλλον. Είναι εκείνη που μεσιτεύει προς τον Υιό και Θεό της για τη σωτηρία του κόσμου και τον εξευμενίζει, ώστε να συγκρατεί τη θεία οργή του, εξαιτίας των αποτρόπαιων ανθρώπινων συμπεριφορών. Νιώθω πως αυτή με καταλαβαίνει πιο πολύ από κάθε άλλον και είμαι βέβαιος πως εκείνη φροντίζει για μένα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Από τις προηγούμενες γενιές της οικογένειάς μου έχει μεταλαμπαδευθεί η ιδιαίτε­ρη σχέση με τον άγιο Αθανάσιο, ως άγιο της οικογένειάς μας, λόγω κάποιου θαύμα­τος που πραγματοποιήθηκε σε επαρχιακό παρεκκλήσιο του αγίου κι αφορούσε στην παροχή της υγείας σε κάποιον πρόγονο μου. Έτσι, μέχρι σήμερα τηρούμε αυτήν την ευλάβεια, μέσω του Κυριακάτικου εκκλησιασμού μας σε ναό αφιερωμένο στον άγιο Αθανάσιο, καθώς και με περιστασιακές δωρεές στον ναό με τη μορφή προσφοράς, σε ένδειξη τιμής κι ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπο του αγίου.

 

Ε. Β.

Μαθητής Γ´Λυκείου

 

Κορυφή