«ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΑΚΑ» ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ - κ. Σταύρου Ιω. Κουρούση

Του κ. Σταύρου Ιω. Κουρούση,
τ. Καθηγητού της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών

 

  Σκέψεις σοβαράς ανησυχίας προκαλούν τα κατά καιρούς υποστηριζόμενα περί ανάγκης λειτουργικής «αναγεννήσεως» εις την Εκκλησίαν μας, διότι κατά τους ισχυρισμούς ωρισμένων η Λατρεία, ως έχει από μακρών αιώνων αμετάβλητος, δεν προσαρμόζεται εις τα, άλλως αντιφατικά, μηνύματα και τας απαιτήσεις της συγχρόνου εποχής η τα πορίσματα της διεθνούς επιστήμης· παρουσιάζεται δε τούτο ως έχον και τον χαρακτήρα πιεστικής απαιτήσεως. Και χαρακτηριστικόν δείγμα η προ τινος δημοσιευθείσα εις τον « Ορθόδοξον Τύπον» της 20.11.09, σ.7, επιστολή υπό τον τίτλον « Απορίαι» μετά του υστερογράφου της, η οποία, γραφείσα εις ένδειξιν συμπαραστάσεως εις τας «αναγεννητικάς» ιδέας του ιερέως και «ακαδημαϊκού» καθηγητού π. Βασιλείου Θερμού, επιτείνει τας απορίας και δημιουργεί διλήμματα.

  Εις την ανωτέρω επιστολήν ανεγνώσαμεν συν τοις άλλοις ότι οι «βυζαντινισμοί» συμπορεύονται μετά της εκκοσμικεύσεως εν τη Εκκλησία και απομακρύνουν εκ των κόλπων της τους νέους, διότι «οι νέοι άνθρωποι αναζητούν απεγνωσμένα από την Εκκλησία να τους εξηγήσει στη γλώσσα τους τον τρόπο για να πορευτούν προς την Αλήθεια και τον Σωτήρα». Και τούτο ωσάν να αρνούμεθα ότι ανέκαθεν και σήμερον ιδία η Εκκλησία εξηγεί δια πολλών μέσων και κατά τρόπον εξόχως κατανοητόν και εις σοφούς και εις ασόφους τα θέματα της πίστεως και του χριστιανικού βίου. Αυτοί δε οι «βυζαντινισμοί» τι είναι; Εάν εννοή δι αυτών ο επιστολογράφος ότι εις το Βυζάντιον ήτο άγνωστος η ποθητή λιτότης, τότε αδικεί την αλήθειαν. Αλλά και ειδικώς η εις το Βυζάντιον αναφορά της επιστολής μαρτυρεί ότι είναι αστήρικτος ιστορικώς και αναχρονιστική η καταφορά κατ αυτού, εφ όσον διατυπούται η υποψία· «Γιατί υποψιάζομαι ότι και οι μεγάλοι Πατέρες, όταν αποτολμούσαν να προτείνουν τα νέα (για την εποχή τους) λειτουργικά κείμενα θα αντιμετώπιζαν παρόμοιες αντιδράσεις από τους τότε αυτοπροσδιοριζόμενους θεματοφύλακες της Παράδοσης, που πιθανόν να ήταν οι Βασιλείς και οι Βασίλισσες, που αργότερα τους έστελναν στην εξορία;». Δεν χρήζει σχολιασμού η ανιστόρητος υποψία, αλλά είναι ενδεικτική η τάσις της κατασυκοφαντήσεως της περί βυζαντινής υμνογραφίας πραγματικότητος.

   Επισυνάπτεται και υστερόγραφον· «Δεν θέλω να σχολιάσω καθόλου τα γραφόμενα του “Ο.Τ.” σχετικά με τη “λειτουργική αναγέννηση, που επιχείρησε ο μακαριστός Χριστόδουλος. Νομίζω ότι είναι πλήρως αποδεκτό ότι επρόκειτο για μία ακόμη από τις τόσες “φούσκες”, που μας γέμισε ο μακαριστός για πολλά και σοβαρά θέματα των ημερών του».

  Και ιδού το πρώτον δίλημμα· η επιστημονικής θεμελιώσεως και ιδίως επί τόσον στερεού ιστορικού υποβάθρου στηριζομένη «αναγέννησις» των κύκλων του π. Θερμού προτιμητέα η οι «φούσκες» του Μακαριστού, αι οποίαι είχον και εξακολουθούν να έχουν και αυταί ενθέρμους οπαδούς;

   Ως προς την πρώτην, εκ των δημοσιευθέντων εις τον «Ο.Τ.» (της επικρίσεως των ιερέων, φφ. της 25.9.09, σσ. 3 4, και της 2.10.09, σσ. 3 4, και της απαντήσεως του θιγομένου, φ. της 9.10.09, σ. 6) γίνονται γνωσταί συνοπτικώς αι κυριώτεραι αρχαί αι οποίαι κατευθύνουν τας αναγεννητικάς υποδείξεις του π. Βασιλείου προς κατ ουσίαν ανακατασκευήν της Λατρείας.

  Κατηγορείται το Βυζάντιον ότι επέφερε νόθευσιν εις το αρχέγονον πνεύμα της Λατρείας και του Ευαγγελίου, και δεν διευκρινείται τι εννοείται δια της εννοίας «Βυζάντιον», του νεωτερικού τεχνικού τούτου όρου. Εάν ο λόγος είναι περί της Πολιτείας (βασιλέως, παλατίου), την οποίαν τα ανωτέρω παραθέματα θέλουν εχθράν εκ προοιμίου προς τους Πατέρας, η επίσημος θεσμική έκφρασις διαψεύδει. Αρκεί η αναδρομή εις νομοθετικά κείμενα, ων πρόχειρον αλλά εύγλωττον δείγμα οι τίτλοι β και γ της επί Βασιλείου Α «Εισαγωγής του Νομου» περί βασιλέως και πατριάρχου· και ας κρίνωμεν αν η βυζαντινή αντίληψις περί βασιλείας και Εκκλησίας προσβάλλει την Ορθοδοξίαν η είναι ξένη προς το Ευαγγέλιον η αντιπαραθέτει τας δύο αρχάς η είναι προϊόν εισόδου παγανισμού. Αλλως τε και η ιστορική επιστήμη διδάσκει ότι και αυτός ο θεσμός του βασιλέως και η ιδέα περί του παλατίου έχουν ισχυράν Αγιογραφικήν στήριξιν και δη και της ΠΔ. Αν υπήρξαν παραβάσεις οφείλονται εις πρόσωπα και ουχί εις την επίσημον ιδεολογίαν του Βυζαντίου, εις το οποίον μονομερώς καταλογίζει ο επιθυμών την διαγραφήν του ότι «αιρετικοί φυλακίσθηκαν και εξορίστηκαν, και αιχμάλωτοι ακρωτηριάστηκαν, και άγιοι διώχθηκαν και συκοφαντήθηκαν, και αιρέσεις ανεφύησαν από τον μοναχισμό του» («Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6). [ Εντεύθεν είναι κατανοητόν και το παράπονόν του, ότι «το Βυζάντιο κράτησε πάρα πολύ —1100 χρόνια—»! Και επειδή ειδικώς είχεν ανθρώπινα ελαττώματα, «και γι αυτό έσβησε» («Ο.Τ.» 2.10.09, σ. 3). Είναι άρά γε βέβαιος ο επικριτής ότι «έσβησε»; Εχουν αντιρρήσεις η Ιστορία, η Θεολογία, η Φιλολογία, η Αρχαιολογία, η Ιστορία του Δικαίου, η Λαογραφία]. Ευτυχώς δε ότι οι κορυφαίοι των Αποστόλων Πετρος και Παύλος έζησαν αιώνας προηγουμένως και δεν εμπίπτουν εις την κατά του Βυζαντίου αράν, υπουργήσαντες ο μεν εις τους θανάτους του Ανανίου και της Σαπφείρης (Πραξ. ε 1 10), ο δε εις την τύφλωσιν Ελύμα του Μαγου (Πραξ. ιγ 6 11).

   Αφού λοιπόν θέλει να ανάγωνται πάντα τα εγκλήματα ταύτα ισοπεδωτικώς και απροσώπως εις το Βυζάντιον, τότε απαντώμεν κατά τον όμοιον τρόπον γενικεύοντες ότι το αυτό Βυζάντιον είναι εκείνο, το οποίον και εστηλίτευσεν αυτά, και τον μοναχισμόν εκτρεπόμενον και τας διώξεις αιρετικών· πβ. ως προς το δεύτερον την αντίδρασιν του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου (επ. 94, 455, εκδ. Φατούρου) εις την απόπειραν εξοντώσεως των Παυλικιανών της Μ. Ασίας επί Μιχαήλ Α, αλλά και παλαιότερον την σχετικήν διδασκαλίαν του Χρυσοστόμου (PG 58, 477ΒC) και βραδύτερον την διαμαρτυρίαν προς τον πάπαν Γρηγόριον Θ του Πατριάρχου Γερμανού Β η προ της Αλώσεως του Ιωσήφ Βρυεννίου ομοίως προς τον πάπαν, ότι η Εκκλησία δεν έχει δικαίωμα αφαιρέσεως ζωής. Αλλά και εν πάση περιπτώσει τα ανωτέρω καταλογιζόμενα, ως πράξεις της Πολιτείας αποβλέπουσαι εις την επιδιωκομένην κρατικήν συνοχήν και ασφάλειαν δεν έχουν επιπτώσεις επί της Λατρείας της Εκκλησίας, δεομένης ήδη εν Βυζαντίω υπέρ αιχμαλώτων, υπέρ αγαπώντων και μισούντων, υπέρ επιστροφής πεπλανημένων και υπέρ της των πάντων ενώσεως. Και επί πλέον η νενομισμένη σχέσις Εκκλησίας και βασιλέως και η συμπόρευσις Εκκλησίας και Πολιτείας ωφέλησε γενικώς εις την διοίκησιν της Εκκλησίας.

   Αλλά έχει και αρετάς το Βυζάντιον (μεγαλυτέρας των όσων παραχωρεί συγκαταβαίνων ο επικριτής του, «Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6) και ανεκτιμήτου αξίας προσφοράν σημαντικωτέραν των ανωτέρω μελανών πτυχών.

  Το Βυζάντιον είναι εκείνο, το οποίον κατέδειξε τας κατά την εποχήν του αιρέσεις (διότι υπήρξαν αιρέσεις ήδη και από των χρόνων της ΚΔ, δεν τας προεκάλεσε το Βυζάντιον) και εδίδαξε κατά μοναδικόν τρόπον την Ορθοδοξίαν, το Βυζάντιον είναι εκείνο, το οποίον εκήρυξε τον Χριστόν και εκτός των ορίων του και ωδήγησεν εις την Ορθοδοξίαν και τον πολιτισμόν εκατομμύρια ανθρώπων.

  Το Βυζάντιον είναι εκείνο, το οποίον παρέλαβεν, απεδέχθη και διεφύλαξεν ως εθνικόν κτήμα την Ελληνικήν κλασσικήν παιδείαν και την παρέδωσεν εις την ανθρωπότητα, παρήγαγεν εις εποχήν αναστατώσεων έργα πολιτισμού και μνημεία λόγου και τέχνης υψηλής ποιότητος και κινούντα σήμερον το διεθνές ενδιαφέρον, διεφύλαξε την γλώσσαν εις όλας τας μορφάς της (και ας το προσέξουν αυτό οι αυτόκλητοι αναμορφωταί) και συνέχισε την αρχαίαν πρακτικήν του εξελληνισμού των βαρβάρων, εσφυρηλάτησε δια της παιδείας και της Εκκλησίας την εθνικήν και ορθόδοξον Χριστιανικήν συνείδησιν, και εφωδιάσθη καταλλήλως το Γενος ώστε να επιβιώση κατά την στυγνήν περίοδον της Τουρκοκρατίας. Δεν προσέφερεν απλώς υπηρεσίαν εις το Εθνος, διότι το Βυζάντιον είναι αυτό το Εθνος κατά συγκεκριμένην ιστορικήν περίοδον. Αρά γε είναι αυτά ιστορικαί αλήθειαι η επινοήσεις των «βυζαντινολιγούρηδων»;

  Και επί πάσι τούτοις μεγάλοι θεολόγοι και υμνογράφοι των Μεσων Χρόνων έζησαν και έδρασαν εκτός της βυζαντινής επικρατείας υπό καθεστώς, το οποίον από ενός και πλέον αιώνος ήτο αλλόθρησκον και δεν ηυνόει την εκ του Βυζαντίου εξάρτησιν. Πως ούτοι δεν ησθάνθησαν τότε (ως σήμερον ημείς!) απηλευθερωμένοι από τον «βυζαντινισμόν» της Λατρείας, αλλά συνέβαλον εις την επιβίωσιν και προαγωγήν της βυζαντινής θεολογικής, λειτουργικής και παιδευτικής παραδόσεως και εις τον περαιτέρω πλουτισμόν και δη και επί το λογιώτερον της λατρευτικής υμνογραφίας και της θεολογικής αντιαιρετικής, δογματικής, αγιολογικής η εγκωμιαστικής λογοτεχνίας, ενώ συγχρόνως είναι άκρως αντίθετοι προς την επίσημον εικονομαχικήν πολιτικήν της Κωνσταντινουπόλεως των Ισαύρων;

   Αλλά προβάλλονται και ειδικώτερα σημεία προς απόδειξιν ότι συν τοις άλλοις το Βυζάντιον επέφερεν αλλοιώσεις και εις την Λατρείαν, από των οποίων πρέπει σήμερον να καθαρθή η λειτουργική πράξις:

  α) Υποστηρίζεται ότι η τέλεσις των Μυστηρίων της Εκκλησίας μετέπεσεν από της αρχικώς Εβραϊκής αντιλήψεως περί κόσμου εις την από του δ αιώνος αποδοχήν στοιχείων του παγανιστικού Ελληνισμού· «τους δύο πρώτους αιώνες, άντε τρεις, οι ακολουθίες της Εκκλησίας, τα μυστήρια βασικά, εμπνεόμενα από την εβραϊκή αντίληψη περί του κόσμου δεν περιλαμβάνουν ευλογία της ύλης. Δεν ευλογείτο ο άρτος ο οίνος... το νερό το λάδι, αλλά αναπεμπόταν ευχαριστία στον Θεό για τις δωρεές του και κατόπιν οι άνθρωποι κοινωνούσαν. Ηταν η πράξη της ευχαριστίας της κοινότητος, η οποία καθαγίαζε τα δώρα... Ο καθαγιασμός των υλικών αγαθών επέρχεται μετά τον 4ο αιώνα υπό την επίδραση του Ελληνισμού. Φεύγουμε από την αντίληψη ότι όλα είναι καλά λίαν στην κτίση και περνούμε στην αντίληψη ότι υπάρχουν αντίθετες δυνάμεις, υπάρχει μέσα στα στοιχεία της φύσεως το παγανιστικό στοιχείο, που πρέπει να δαμαστεί και να εξαγιασθεί. Και αυτό έκτοτε ισχύει...» («Ο.Τ.» 25.9.09, σ. 4). Υποστηρίζει δηλ. ο π. Θερμός ότι τον αγιασμόν της ύλης επέβαλε πρωΐμως το Βυζάντιον, το οποίον εδέχθη την παγανιστικήν αντίληψιν περί δαιμόνων (αντιθέτων δυνάμεων) κρυπτομένων εντός της ύλης, και ούτως ηλλοιώθη άλλη παραληφθείσα προηγουμένως, Εβραϊκή αυτή, αντίληψις περί καλής λίαν (μεταπτωτικής) ύλης.

  Κατ αρχήν η ανωτέρω θέσις αφήνει πλανώμενον το αφελές ερώτημα· αυτό το οποίον νοούμεν ως μεταβολήν των Τιμίων Δωρων εις Σώμα και Αίμα Χριστού δεν εσυνειδητοποιείτο κατά τους προβυζαντινούς αιώνας ως αγιαστική ευλογία, αλλά η ευχαριστία εις τον Θεόν δια τα υλικά καλά λίαν αγαθά του έφερεν ως έμμεσον αποτέλεσμα τον μη αιτούμενον καθαγιασμόν, δηλ. την μεταβολήν των Τιμίων Δωρων; Και τι σημαίνει η πράξις της κοινότητος; Από δε του δ αιώνος ο καθαγιασμός και η μεταβολή εις Σώμα και Αίμα Χριστού (κατά την Κυριακήν και την Αποστολικήν φωνήν) νοείται δια του εξορκισμού του δαίμονος από της ύλης; Οτι τα πράγματα έχουν διαφοροτρόπως μαρτυρεί η εκ του Εβραϊκού έννοια της λέξεως ευχαριστία, η οποία αποδίδουσα αντίστοιχον Εβραϊκόν όρον σημαίνει συγχρόνως ευχαριστίαν και ευλογίαν (RAC VI, 1966, στ. 914 916, ThWNT IX, 1973, σσ. 401 402, 405, G. Rouwhorst, Identital durch Gebet..., εν «Identitat durch Gebe...», Raderborn κ.α. 2003, σσ. 48 49). Και οπωσδήποτε βαρύνει και η μαρτυρία του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, του πρωΐμου β αιώνος, ότι πρόκειται περί θυσίας επί θυσιαστηρίου σαρκός και αίματος Χριστού, γινομένης δια της ευχαριστίας και της προσευχής· τούτων δε (και ουχί αορίστως καλών λίαν κτισμάτων) μεταλαμβάνουν συνειδητώς οι πιστοί (επ. προς Φιλαδ. IV: σπουδάσατε ουν μια ευχαριστία χρήσθαι· μία γαρ σαρξ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εν ποτήριον εις ένωσιν του αίματος αυτού, εν θυσιαστήριον..., επ. προς Σμυρν. VI, 2, VII, 1: καταμάθετε τους ετεροδοξούντας... ευχαριστίας και προσευχής απέχονται, δια το μη ομολογείν την ευχαριστίαν σάρκα είναι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού την υπέρ των αμαρτιών ημών παθούσαν, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ ήγειρεν. Βλ. και τα όσα λέγει ο άγιος Ιουστίνος, Απολ. υπέρ Χριστιανών 66, 2: ...την δι ευχής λόγου του παρ αυτού (sc. Χριστού) ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξ ης αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι, και Διαλ.117 ,1: πάσας δια του ονόματος τούτου θυσίας, ας παρέδωκεν Ιησούς ο Χριστός γίνεσθαι, τουτέστιν επί τη ευχαριστία του άρτου και του ποτηρίου…, προλαβών ο Θεός μαρτυρεί ευαρέστους υπάρχειν αυτώ (Μαλαχ. α 10-12). Η ομοίως πρώϊμος αλλ ασαφής είδησις της Διδαχής (9,110,7) υποστηρίζεται ότι σχετίζεται προς την τράπεζαν της Αγάπης και όχι προς το Μυστήριον της Θ. Ευχαριστίας. Αλλά και γενικώτερον ο αγιασμός της ύλης είναι παγανιστικής εμπνεύσεως, όταν ο Απ. Παύλος διδάσκη (Α Τιμ. δ 4 5): παν κτίσμα Θεού καλόν, και ουδέν απόβλητον μετά ευχαριστίας λαμβανόμενον· αγιάζεται γαρ δια λόγου Θεού και εντεύξεως (όπου το εντεύξεως κατά την Ελληνιστικήν ορολογίαν σημαίνει δεήσεως); Και οπωσδήποτε άλλο θέμα είναι η ευχαριστία επί παντί βρώματι και ποτώ κατά το χωρίον του Απολογητού Αριστείδου, η οποία δεν συνιστά μυστήριον ( Απολ. 15, 7 8 [SC 470, σ. 290]: ευχαριστούντες αυτώ κατά πάσαν ώραν εν παντί βρώματι και ποτώ και τοις λοιποίς αγαθοίς).

   Ως προς την ευλογίαν του ελαίου και του ύδατος εν τη Λατρεία η Εκκλησιαστική διδασκαλία έχει υποδείξει ότι όπου υπάρχει Γραφική υποτύπωσις περιττεύει η αναδρομή εις εθνικά πρότυπα και ότι επί του προκειμένου βαρύνει η διδασκαλία των Πατέρων, διότι κατά τον Μ. Αθανάσιον: αυτάρκεις μεν γαρ εισιν αι άγιαι και θεόπνευστοι Γραφαί προς την της αληθείας απαγγελίαν· εισί δε και πολλοί των μακαρίων ημών διδασκάλων εις ταύτα συνταχθέντες λόγοι· οις εάν τις εντύχοι, είσεται μεν πως την των Γραφών ερμηνείαν, ης δε ορέγεται γνώσεως τυχείν δυνήσεται (Κατά Ελλήνων 1, 9 13, Thomson).

  Ούτω π.χ. η λατρευτική ευλογία του ύδατος του βαπτίσματος, ένθα όντως και εναντίαι δυνάμεις μνημονεύονται και συντριβή αυτών δια της σημειώσεως του Τιμίου Σταυρού (...συντριβήτωσαν υπό την σημείωσιν του τύπου του Σταυρού σου πάσαι αι εναντίαι δυνάμεις), αποδίδει το Ψαλμικόν (ογ 13): συ συνέτριψας τας κεφαλάς των δρακόντων επί του ύδατος, κατά την αναγωγικήν ερμηνείαν, εφ όσον ο Φαραώ και οι άρχοντες αυτού εις ους αναφέρεται το χωρίον συμβολίζουν τον σατανάν και τους δαίμονας (πβ. Ευσέβιον, Εις τους Ψαλμούς, PG 23, 705Α, 864Α Β)· ήδη δε ο Απ. Παύλος σχετίζει διάβασιν Ερυθράς Θαλάσσης και Βαπτισμα αναγωγικώς (Α Κορ. ι 1 2). Εντεύθεν και η ευχή του Μ. Αγιασμού (Σωφρονίου): συ και τα Ιορδάνια ρείθρα ηγίασας ουρανόθεν καταπέμψας το πανάγιόν σου Πνεύμα και τας κεφαλάς των εκείσε εμφωλευόντων συνέτριψας δρακόντων, και το τροπάριον της ς´ Ωρας της ε Ιανουαρίου: ...και γαρ τον κεκρυμμένον τοις ύδασι πολέμιον, τον άρχοντα του σκότους, επείγομαι ολέσαι... Σημειωτέον ότι και έτι ενωρίτερον υπό του Ωριγένους (α ημ. γ αι.) μαρτυρείται ότι ο δράκων ούτος είναι ο διάβολος (ερμηνευομένου του χωρίου Ιώβ μ 25· άξεις τον δράκοντα εν αγκίστρω...· βλ. Σειράς εις τον Ιωβ, U. D. Hagedorn, τ. ΙΙΙ, σσ. 342 344). Οτι δε εμφιλοχωρούν εις την ύλην οι δαίμονες, δεν παραλαμβάνεται εκ του Ελληνισμού, αλλ είναι και Ιουδαϊκή πίστις και διδασκαλία της ΚΔ· εκτός των μνημονευομένων εκεί πολλών δαιμονώντων ανθρώπων εισέρχονται οι δαίμονες και εις τους χοίρους (Ματθ. η 3032, Μαρκ. ε 1213, Λουκ. η 3233), πορεύονται δι ανύδρων τόπων και δεν ευρίσκουν ανάπαυσιν (οίαν άρά γε προσφέρει εις αυτούς το ύδωρ;) [Ματθ. ιβ 43, Λουκ. ια 24], έρχεται δε ο δράκων εις την έρημον και βάλλει ειδικώς ύδωρ κατά της συμβολικής γυναικός της τεκούσης τον άρρενα, ίνα αυτήν ποταμοφόρητον ποιήση ( Αποκ. ιβ 13 16). Αυτή άλλως τε η περιπλάνησις του δαίμονος εις την έρημον δικαιολογεί και εκ της ΚΔ την παρουσίαν αυτού εις την άψυχον ύλην. Αλλά και εις την ΠΔ ήδη εν τω Παραδείσω προσφέρεται ο όφις ως ενδιαίτημα του δαίμονος (Γεν γ 1 κεξ.), και εντεύθεν και ο χαρακτηρισμός αυτού ως δράκοντος.

  Και το ότι το έλαιον κατά το Βαπτισμα ευλογείται, ώστε να γίνη πάσης διαβολικής ενεργείας αποτρόπαιον, δεν σημαίνει ότι εν αυτώ υπάρχει το δαμαζόμενον «παγανιστικό στοιχείο»· αλλά και τούτου η υποτύπωσις, ότι είναι φυγαδευτικόν του δαίμονος, είναι Αγιογραφική (Μαρκ. ς´ 7, 12 – 13· και προσκαλείται τους δώδεκα..., και εδίδου αυτοίς εξουσίαν των πνευμάτων των ακαθάρτων..., και δαιμόνια πολλά εξέβαλλον, και ήλειφον ελαίω πολλούς αρρώστους και εθεράπευον). Και η εκδίωξις του δαίμονος είναι πράξις και του αρχαίου Χριστιανισμού και του συγχρόνου τότε Ιουδαϊσμού (βλ. χωρία παρά Marinella Corsano, Demoni in fuga..., «Dulce Melos», Alessandria 2007, σσ. 73 101). Ακόμη και το δημωδώς παροιμιαζόμενον ότι ο διάβολος αποφεύγει το λιβάνι έχει στήριξιν εις το βιβλίον του Τωβίτ ς´ 17 (οσφρανθήσεται το δαιμόνιον και φεύξεται) και η 3. Επιστημονική θέσις εξ άλλου είναι ότι ο Χριστιανισμός δεν υπετάγη εις την δαιμονολογίαν των εθνικών, αλλ απηλευθέρωσε την φύσιν των δαιμονικών δυνάμεων του εθνικού κόσμου και παρέδωκεν άνευ δεισιδαιμονικών προκαταλήψεων εις την έρευναν (RAC VII, 1969, στ. 584, εν όψει της συμβολής του Μ. Βασιλείου κ.α.). Αλλά και περαιτέρω ο Χρυσόστομος κακίζει δια μακρών ότι τολμώσί τινες λέγειν ότι δαίμονες τα καθ ημάς διοικούσι (PG 49, 253Β). Και ο Μ. Αθανάσιος είναι σαφής ως προς την κατάργησιν της δαιμονοφοβίας μετά την Σταυρικήν θυσίαν του Κυρίου: ...του Σταυρού γενομένου, πάσα μεν ειδωλολατρεία καθηρέθη, πάσα δε δαιμόνων φαντασία τω σημείω τούτω απελαύνεται, και μόνος ο Χριστός προσκυνείται... (ενθ ανωτ. 1, 2729). Είναι προϊόντα ταύτα της εισαγωγής του παγανιστικού στοιχείου η αποτελούν συνέχειαν της διδασκαλίας της ΚΔ;

  Αλλά και επιστημονικώς αν θέλωμεν να είμεθα ακριβείς, η θέσις ότι το παγανιστικόν στοιχείον εισβάλλει εις την Χριστιανικήν Λατρείαν από του τετάρτου αιώνος (και άρα ευθύνεται δια τούτο το Βυζάντιον) έχει τροποποιηθή επί τα χείρω, διότι ερευνηταί θέλουν να εντοπίζουν επιδράσεις της εθνικής μυστηριακής λατρείας και κατά τους προγενεστέρους αιώνας, οπότε, εάν τους ακολουθήσωμεν, τα πράγματα όντως περιπλέκονται, και οι ένοχοι αναζητητέοι αλλαχού (βλ. συνοπτικώς P. E. Bradshaw, The Search for the Origins of Christian Worship. Sources and Methods for the Study of Early Liturgy, London 22002, σσ. 21-23, 213-217). Αμφισβητείται επίσης και η μονόπλευρος θεώρησις της εκπορεύσεως της πρωΐμου Χριστιανικής Λατρείας εξ Ιουδαϊκών και μόνον προτύπων (του αυτού, Parallels between Early Jewish and Christian Prayers, εν «Identitat durch Gebet...», σσ. 28 32). Και ίσως παρόμοιαι επιστημονικαί γνώμαι ωδήγησαν και εις περαιτέρω ανεδαφικήν απόφανσιν, ότι «δεν είναι η καθαρή λατρεία αυτή, που ήταν στους πρώτους αιώνες» («Ο.Τ.» 2.10.09, σ. 3), ώστε να αισθανώμεθα την ανάγκην έτι αυθαιρετωτέρων κριτηρίων «διορθώσεως» αυτής, εις χώρον όπου αι μαρτυρίαι σπανίζουν.

  β) Η εκλαμβανομένη ως βυζαντινής εμπνεύσεως αντίληψις περί διακρίσεως ιερού και βεβήλου («Ο.Τ.» 2.10.09, σ. 3)· «αυτή η αλλαγή στην πραγματικότητα εγκαινίασε τον διαχωρισμό ιερού και βεβήλου» (και εννοείται αιτία η εισαγωγή παγανιστικών στοιχείων εις την Λατρείαν) μήπως και αυτή δεν έχει Αγιογραφικήν υπόδειξιν; Δεν συναντώμεν την διάκρισιν εις το Λευϊτ. ι 10· ανά μέσον των αγίων και των βεβήλων, η εις τον Ιεζεκιήλ κβ 26· ανά μέσον αγίου και βεβήλου η δεν βεβηλούνται τα άγια (Λευϊτ. ιθ 8, Ψαλμ. ογ 7) ριπτόμενα τοις κυσί (Ματθ. ζ 6); Δηλαδή εις τον χριστιανικόν κόσμον τα πάντα είναι άγια και ουδέν βέβηλον; Δεν χρειάζεται προς αγιασμόν η επίκλησις του λόγου του Θεού και η δέησις; Δεν ισχύει η διάκρισις της ΠΔ εις τον Χριστιανισμόν; Αλλά και αυτή η Εικονομαχία κατά τον Ορον της εν Αγί·ω Πνεύματι Ζ Οικουμενικής Συνόδου εκεί προσέκρουσεν, εις την αθέτησιν της διακρίσεως ιερού και βεβήλου· ...και ανά μέσον αγίου και βεβήλου ου διέστειλαν, την εικόνα του Κυρίου και των Αγίων Αυτού ομοίως τοις ξοάνοις των σατανικών ειδώλων ονομάσαντες (LamberzUphus).

  γ) Της καταφοράς δεν εξέφυγε και ο ορθόδοξος Μοναχισμός, ο οποίος προβάλλεται ως παραχαράσσων την εικόνα της Ευχαριστιακής πνευματικότητος της πρώτης Εκκλησίας, διότι επιμένει εις την θεραπευτικήν αποστολήν του, ενώ η θεραπεία δεν είναι ξένη προς την ευχαριστιακήν συμμετοχήν («ήταν η εισαγωγή της θεραπευτικής πνευματικότητος αντί της εκκλησιολογικής πνευματικότητος που υπήρχε προηγουμένως με όλα τα στοιχεία του ατομισμού του αισθητισμού...», «Ο.Τ.» 2.10.09, σ. 3, και «για τη διαφορά και την σύγκρουση μεταξύ ευχαριστιακής και “θεραπευτικής” πνευματικότητος έχουν γραφή πάμπολλα...», «Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6). Σημειωτέον ότι το Βυζάντιον δεν ευθύνεται δια την δημιουργίαν του ασκητικού κινήματος, διότι τον αναχωρητικόν βίον παρέλαβεν ήδη αναπτυσσόμενον. Ηνέχθη όμως, επεδοκίμασε και ωργάνωσε την λειτουργίαν ιερών μονών και μοναστικών συγκροτημάτων, χωρίς να βάλλη κατά της εκκλησιολογικής πνευματικότητος. Περί του μοναχισμού εξεφράσθησαν μεγάλοι θεολόγοι και εξ αυτού εξεπορεύθησαν υψηλά αναστήματα της Ορθοδοξίας, Αγιοι και μαχηταί ευαίσθητοι εις την ανίχνευσιν και καταπολέμησιν της κακοδοξίας. Ωστε πάσα συνηγορία υπέρ αυτού θα ήτο περιττή και ανεπαρκής. Αλλά αφού επιμένωμεν ότι πρέπει να μετρήται ο Μοναχισμός κατά την πεπλασμένην αντίθεσίν του προς την ευχαριστιακήν πνευματικότητα, ας μη παρίδωμεν ότι ο Μοναχισμός επιμένει εις την πνευματικήν γυμνασίαν, την άσκησιν και την κατάλληλον προετοιμασίαν, δια να είναι τελικώς ο πιστός άξιος κοινωνός αυτού του ευχαριστιακού μυστηρίου. Εκείνο το δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω του Απ. Παύλου (Α Κορ. ια 28) είναι και το αξίωμα της μοναχικής πολιτείας και ο ασκητικός σκοπός του μοναχού, δια να φθάση εις την ακρίβειαν της εφαρμογής της Αποστολικής ρήσεως και να έχη κατά Χρυσόστομον του συνειδότος την καθαρότητα (PG 61, 233Β) εν όψει της ευχαριστιακής μετοχής. Το δοκιμαζέτω είναι το μέσον προς αποφυγήν της καταστάσεως των πολλών ασθενών και αρρώστων... Αμφότερα είναι αλληλένδετα. Δεν είναι ξένη η ασκητική παρουσία του Μοναχισμού προς την ευχαριστιακήν πνευματικότητα, όπως την εξελάμβανεν η Εκκλησία. Και ούτε το Βυζάντιον αστοχεί περιλαβόν εις τους κόλπους του και την μοναχικήν πνευματικότητα (υπάρχει και από αυτής της σκοπιάς πολλή βιβλιογραφία). Η μήπως η παρθενία, η ακτημοσύνη, η προσευχή, η νηστεία, · εξομολόγησις εκ των κυρίων μέσων της μοναστικής ασκήσεως δεν έχουν Αγιογραφικήν στήριξιν και εντολήν; Και εκτός του ότι ο Μοναχισμός είναι αυτή η εικών της εν φυγή Εκκλησίας των πρώτων αιώνων των διωγμών, μοναχοί υπηρετούν εις το κοινωνικόν έργον της Εκκλησίας, μοναχοί αναλαμβάνουν αποστολικόν έργον, δια να διδάξουν το Ευαγγέλιον και οδηγήσουν ανθρώπους εις την ευχαριστιακήν πνευματικότητα.

  δ) Διετυπώθη ότι η Λατρεία και η Υμνολογία της είναι έργα ανθρώπινα και άρα τρεπτά περιέχοντα υπό την ανοχήν και αγάπην του Κυρίου «λάθη των παιδιών Του» ευρεθέν των «υπό την πίεση ιδιαζουσών ιστορικών συνθηκών» και αναμένοντα την «αποκατάσταση της ορθοπραξίας, μόλις αυτή καταστή εφικτή» και ότι τούτο «είναι καθήκον μας» («Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6). Και ως εκ τούτου αναλαμβάνομεν ημείς άνωθεν την ιεράν αποστολήν της διορθώσεως των «σφαλμάτων» των θεοσόφων Πατέρων, διότι διαθέτομεν επιστημονικόν και μόνον οπλισμόν (και μάλιστα άλλος άλλον), τον οποίον εκείνοι δεν είχον, ώστε να διακρίνουν ποίον το υπό πίεσιν καθιερούμενον εν τη Λατρεία και τούτο τη ανοχή του Θεού, ο οποίος επιφυλάσσει εις ημάς την επιτυχίαν της τελειότητος και της καθαρότητος της Λατρείας, διότι κακώς εις την καθιερωμένην Λατρείαν η απατηλή «θρησκευτικότητά» μας «τα θέλει όλα τέλεια” και “καθαρά“, όλα σταλμένα απ ευθείας από τον ουρανό»! («Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6).

  Και εις την ανωτέρω υπερφίαλον αξίωσιν προστίθεται και το αφοπλιστικόν επιχείρημα προς απομυθοποίησιν του θεοκρίτου της λατρευτικής υμνωδίας ότι «κάθε Κυριακή ψάλλουμε ένα από τα εωθινά δοξαστικά, τα οποία έγραψε ο αυτοκράτορας Λεων ο 6ος, δηλαδή κάποιος που τέλεσε τέσσαρες γάμους; (!) Και που για να επιτύχη τον σκοπό του καθαίρεσε τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως; (!)» («Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6). Δηλαδή η αμαρτωλότης του ποιητού των εωθινών (θα προσθέσω και άλλων αξιολόγων ύμνων της Εκκλησίας και συγγραφέως ομιλιών υψηλού θεολογικού περιεχομένου) επηρεάζει το ορθόδοξον και το ποιητικώς παραδεκτόν ύφος και περιεχόμενον των ύμνων τους οποίους εισήγαγεν ουχί αφελώς η Εκκλησία εις την Λατρείαν· η μήπως και η Εκκλησία διαπράττει σφάλματα τελούσα υπό υποτιθεμένην πίεσιν και μετά την παρέλευσιν των πιεστικών ανθρώπων δεν φροντίζει να τα διορθώση; Είναι δε και τολμηρόν να υπαινισσώμεθα ότι η Εκκλησία ανέχεται εις τους κόλπους της να ρυθμίζουν τα της Λατρείας της και τα της παραβολής «ζιζάνια», ώστε «ποτέ τα πράγματα δεν είναι απολύτως καθαρά και ανεπίληπτα» («Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6), και άρα υποκείμενα εις την απαραίτητον καθαρτικήν μας χειρουργίαν.

  Πως γίνεται όμως, ενώ τα «ζιζάνια» είναι σπορά του «εχθρού» (Ματθ. ιγ 25-28), ο εξ αυτών Λεων ς (=Λεων δεσπότης) να υμνή ορθοδόξως την Αγίαν Τριάδα εις το υπέροχον δογματικόν δοξαστικόν του Εσπερινού της Πεντηκοστής (Δεύτε, λαοί, την τρισυπόστατον Θεότητα προσκυνήσωμεν...);

  Αλλ εφ όσον διεκδικούμεν την αρμοδιότητα να διορθώνωμεν τα «κακώς έχοντα» της λατρευτικής πράξεως, θα προέτεινα προς ολοκλήρωσιν της καθάρσεως κατά την ανωτέρω επισήμανσιν να προβληματισθώμεν, αν πρέπει να υποδείξωμεν και την αφαίρεσιν των εν ταις ακο λουθίαις αναγνωσμάτων εκ των Παλαιοδιαθηκικών βιβλίων του Σολομώντος (κανονικών η δευτεροκανονικών), διότι και ο Σολομών εξέκλινε και αυτός εις αμαρτωλόν βίον χείρονα ενδεχομένως του του Λεοντος. Τωρα αν αυτά περιέχουν και προφητείας εις Χριστόν, αυτό τα κριτήριά μας ας το παρακάμπτουν!

  Αλλά το θέμα τίθεται γενικώτερον, διότι υποδεικνύεται ότι βαρύνει η φωνή των συγχρόνων (και διατί όχι διεθνούς προβολής;) επιστημόνων λειτουργιολόγων εις την ρύθμισιν θεμάτων της παραδεδομένης λειτουργικής πράξεως της Ορθοδοξίας. Κατηγορούνται οι επικρίναντες τας καινοτομίας του π. Βασιλείου ιερείς ότι προσβάλλουν «καταξιωμένους επιστήμονες και πιστά μέλη της Εκκλησίας. Ρητά δηλώνουν ότι δεν θέλουν τους λειτουργιολόγους...» («Ο.Τ.» 9.10.09, σ. 6).

  Θα προτείνω και πάλιν ότι προς ολοκλήρωσιν κατά το αυτό πνεύμα επιβάλλεται να συμβουλευθώμεν και μίαν άλλην ομάδα επιστημόνων, τους Καινοδιαθηκολόγους, και, δια να είμεθα επιστημονικώς «ανεπίληπτοι», και πάλιν τους ανά τον κόσμον αφωσιωμένους ερευνητάς του κλάδου τούτου. Σημαντική μερίς και τούτων έχουν να μας υποδείξουν πολλά περί τροποποιήσεων των παγίως καθιερωμένων Αγιογραφικών αναγνωσμάτων εν τη Λατρεία. Π.χ. θα μας διδάξουν ότι καλόν θα ήτο να αποβάλωμεν εκ του Ορθρου της Κυριακής το Γ εωθινόν Ευαγγέλιον και την εξ αυτού υμνωδίαν, διότι η περικοπή (Μαρκ. ις 9-20) δεν ανήκει εις το γνήσιον κατά Μάρκον (παρά τας μεμονωμένας αντιρρήσεις του W. R. Farmer), να αποσύρωμεν την περικοπήν της επί μοιχεία καταληφθείσης ( Ιω. η 3-11) αναγινωσκομένην την 1ην Απριλίου, διότι δεν ανήκει εις το κατά Ιωάννην, να αποβάλωμεν χάριν γνησιότητος τας αναγινωσκομένας περικοπάς εκ των δύο πρώτων κεφαλαίων του κατά Λουκάν, διότι τα κεφάλαια ταύτα είναι κατ αυτούς πρόσθετα, μεταγενέστερα, ανήκοντα εις τον επινοούμενον «Δευτερολουκάν» η να απαλείψωμεν το όνομα του Απ. Παύλου από των Επιστολών προς Εφεσίους, προς Κολασσαείς, προς Θεσσαλονικείς Β, προς Τιμόθεον Α, Β, προς Τιτον, προς Εβραίους, και να μη εκφωνώμεν· Παύλου το ανάγνωσμα, και αναλόγως να πράξωμεν και επί των αναγινωσκομένων εκ των Καθολικών Επιστολών. Και επί τούτοις ποίον κείμενον της ΚΔ θα μας συστήσουν δια την Λατρείαν, το της 27ης κριτικής εκδόσεως, το χαρακτηριζόμενον ως Living text των παπύρων, το του κώδικος Bezae η θα μείνωμεν εις το majority text και της εσχάτης κατ αυτούς κατηγορίας του Βυζαντινού τύπου; Εκκρεμεί και η αποκάθαρσις των «πρωτοορθοδόξων» επεμβάσεων, αίτινες κατά ονομαστούς καινοδιαθηκολόγους ηλλοίωσαν επί το ορθοδοξότερον και ασκητικώτερον χωρία της ΚΔ (Metzger, Ethrman κ.α.). Και το έτι χείρον, εξ αυτών θα μάθωμεν ότι άλλη είναι η θεολογία της ΚΔ, και μάλιστα ενός εκάστου των βιβλίων αυτής, και άλλη η της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ότι μετά των κανονικών πρέπει να συμμελετώνται προς ολοκλήρωσιν της κατανοήσεως αυτών και τα απόκρυφα, οία το του Πετρου και το κατά Θωμάν. Και ιδού στερεά βάσις, δια να στηρίξωμεν την ην επιχειρούμεν αναπαραγωγήν της πρωΐμου Λατρείας! Και βεβαίως και ενταύθα ουδαμού γίνεται λόγος περί θεοπνευστίας των Γραφών, περί εμπνεύσεως εκ του ουρανού (!), και αναγνωρίζεται δρων ο έχων αδυναμίας ανθρώπινος παράγων και η επίδρασις ακόμη και του παγανιστικού στοιχείου. Και εν τοιαύτη περιπτώσει μήπως και αυτός ο Κανών της ΚΔ είναι έργον ανθρώπινον, όπως και η λειτουργική πράξις, και δεν επέμφθη εκ του ουρανού, και άρα επιδέχεται και ούτος επιστημονικάς αναθεωρήσεις εισακτέας εις την Εκκλησίαν;

  Αλλ η εν Αγίω Πνεύματι (και τούτο τουλάχιστον δεν αμφισβητείται) αποφηναμένη Πενθέκτη Οικουμενική Συνοδος, ως προς τα κείμενα της Θείας Λειτουργίας τηρεί αντίθετον στάσιν και σέβεται εν κανόνι λβ την εγγράφως παραδοθείσαν μυστικήν ιερουργίαν Ιακώβου του Αδελφοθέου και Μ. Βασιλείου, διότι περιέχει την τέλεσιν του Μυστηρίου κατά θεόσδοτον τάξιν, και δεν επιτρέπει παραβάσεις. Αλλά και το σκανδαλίζον βυζαντινόν τυπικόν, «Ο.Τ.» 25.9.09, σ. 4 (εάν τούτο αποτελή «βυζαντινισμόν») των κηρών, των κανδηλών, του θυμιάματος, των εικόνων (σχετισθεισών ορθοδόξως και προς τον σεβασμόν των εικόνων των [μισητών καθ ημάς] βυζαντινών βασιλέων), και τούτο έχει τύχει συνοδικής καταξιώσεως και αναγνωρίσεως της αρχαιότητός του εν τω Ορω της Ζ Οικ. Συνόδου, όπου αναγινώσκομεν ότι και εις τας αγίας Εικόνας, ως και εις τον Τίμιον Σταυρόν, συνιστά η Συνοδος και θυμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιείσθαι, καθώς και τοις αρχαίοις ευσεβώς είθισται. Η ιερά Λατρεία δεν είναι χώρος πειραματισμών και δεν έχει ανάγκην διαλόγων προς τους προβληματιζομένους και άλλοτε άλλα πρεσβεύοντας και ασυμφώνους προς αλλήλους επιστήμονας. Είναι βεβαίως αυτονόητον ότι ουδείς κωλύει την αυτόνομον επιστημονικήν έρευναν, την οποίαν και υπηρετούμεν κατά την ιδικήν της μεθοδολογίαν, αλλά την θείαν Λατρείαν διέπουν άλλαι αρχαί δεδοκιμασμέναι ιστορικώς και καθιερωμέναι δι άλλης διαδικασίας, η οποία όντως χρειάζεται και την καθοδήγησιν «του Ουρανού».

  Και πάσαι αι ανωτέρω καινοτομικαί εισηγήσεις περί εκ βάθρων αναμορφώσεως της Λατρείας γίνονται και εν συνδυασμ·ω προς την επιμόνως υποστηριζομένην μετάφρασιν των λειτουργικών κειμένων προς ολοκλήρωσιν της αποξενώσεως του Ορθοδόξου Ελληνος από της αμέσου βιώσεως της ιστορικής και διαχρονικής διαστάσεως των παραδεδομένων πηγών της πνευματικής του τροφοδοσίας και συμμορφώσεως προς όσα οι σύγχρονοι ταγοί της χρησιμοθηρικής μας εκπαιδεύσεως υπόπτως εισηγούνται επί ζημία της κατοχής ως εθνικού κτήματος της γλωσσικής συνεχείας. Ας ορθώση η Εκκλησία αντίστασιν, αν μη τι άλλο χάριν της εθνικής σημασίας της ζώσης διπλής γλωσσικής παραδόσεως. Αυτό το οποίον χρειαζεται και υπονοούν οι Πατέρες προς κατανόησιν των ιερών κειμένων είναι η ερμηνεία, η διδασκαλία των θείων εννοιών, η οποία απαιτεί ανάπτυξιν και συστηματικήν εργασίαν. Εδώ ας επιμείνωμεν.

 

«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» ΑΡ. ΦΥΛ. 1818-1819

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή