Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΟΪΤΣΕΒΙΤΣ

«Μακάριοι οι Άμωμοι εν οδώ οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου» (Ψαλμ. 118, 1–2)

Του κ. Κων. Ε. Δεληγιάννη, Δρος Φιλ. Καθ/του Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης

 

  ΜΙΑ ΑΠΟ τις μεγαλύτερες οσιακές μορφές της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ανεπαύθη εν Κυρίω νωρίς το πρωί της περασμένης Δευτέρας 16 Νοεμβρίου 2009.

  Ο Πατριάρχης Παύλος υπήρξε, κατά γενική ομολογία, εκ των μεγαλυτέρων ασκητών της Σερβικής Ορθοδοξίας. Η Νηστεία, η αδιάλειπτη προσευχή προς τον Κύριο και η αγάπη του προς τον πλησίον ήταν τρία βασικά γνωρίσματα της αγίας μορφής του.

  Γεννήθηκε το 1914 σ’ ένα χωριό της Σλαβονίας –που σήμερα κατέχουν οι Κροάτες- και όλοι οι κάτοικοι, όντας ορθόδοξοι, υποχρεώθηκαν να το εγκαταλείψουν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Έμεινε ορφανός από πατέρα αρκετά μικρός και ύστερα από λίγο έχασε και τη μητέρα του από φυματίωση.

  Για την ανατροφή αυτού και του αδελφού του μερίμνησε η γιαγιά του, η οποία τον υπεραγαπούσε· και αυτή με την ορθόδοξη βιωτή της έγινε αιτία ο μικρός Gojko να αγαπήσει τον Κύριο και να βρει το δρόμο του πηγαίνοντας, μετά το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, σ’ ένα ορθόδοξο μοναστήρι στην Orahovica κοντά στην πόλη Τούζλα. Μειλίχιος, οξύνους αλλά και ενάρετος ως χαρακτήρας, φοίτησε τότε και σε μέση εκκλησιαστική σχολή για να γίνει λειτουργός του Κυρίου. Οι καλές του επιδόσεις όμως έγιναν αιτία να συνεχίσει τις σπουδές του και στη Θεολογική Σχολή Βελιγραδίου, αν και στα θετικά μαθήματα ήταν αριστούχος.

  Μετά τις λαμπρές σπουδές του στη Θεολογική Σχολή και το άμεμπτο ήθος του, συνέχισε, με υποτροφία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τις μεταπτυχιακές σπουδές του στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έμαθε την ελληνική γλώσσα και παρακολούθησε για δύο χρόνια μαθήματα Δογματικής Θεολογίας κοντά στον αείμνηστο καθηγητή Ιωάννη Καρμίρη.

  Την υπόδειξη για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα του είχε κάνει ο σοφός Καθηγητής της Συστηματικής Θεολογίας και Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, διαπρεπής θεολόγος, πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, ο Γέροντας της Μονής Celije.

  Μετά τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Αθήνα επέστρεψε στο Βελιγράδι και διορίστηκε από την Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία πρώτα Λέκτορας στην Εκκλησιαστική Σχολή του Αγίου Σάββα και λίγο αργότερα η Ιεραρχία τον εξέλεξε επίσκοπο Ράσκας και Πριζρένης, μία μαρτυρική περιοχή, όπου από τότε υπερτερούσε το αλβανικό στοιχείο και η ζωή του ήταν επισφαλής. Από τότε Αλβανοί και Νατοϊκοί απέβλεπαν στην ανεξαρτησία του Κοσσόβου και τον διαμελισμό της Ορθόδοξης Σερβίας. Εκεί δίπλα, εξακόσια τόσα χρόνια πριν, στη μάχη του Κοσσόβου, οι στρατιές του Σουλτάνου Μουράτ, ισοπέδωσαν την αντίσταση των χριστιανικών δυνάμεων του πρίγκιπα Λαζάρου της Σερβίας και ο βαριά τραυματισμένος Σουλτάνος παρέδιδε την εξουσία στον γιο του Βαγιαζίτ για να στοιχειώνει η περιοχή τις πολιτικές εξελίξεις στα δυτικά Βαλκάνια μέχρι αυτή την ώρα.

  Εκεί, ο Σεβασμιώτατος Παύλος πέρασε μαρτυρικές στιγμές, περίπου τριάντα χρόνια. Φανατικοί Αλβανοί αλλά και κομμουνιστές της περιοχής, πολλές φορές τον γιουχάιζαν και τον προπηλάκιζαν, όταν τον έβλεπαν στον δρόμο και όλα αυτά με την ανοχή, αν όχι και με την προτροπή, των διοικούντων κομμουνιστικών αρχών. Κάποτε σε στάση λεωφορείου, φανατικός Αλβανός μουσουλμάνος τον ερράπισε με λύσσα, χωρίς καμιά αιτία, μέχρι που του έφυγε το καλυμμαύχι από το κεφάλι. Ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος, μετά το σοκ, μάζεψε το καλυμμαύχι του, το φόρεσε και έφυγε. Αναγκαζόταν να υπομένει τις επιθέσεις των Αλβανών μουσουλμάνων με βασικό όπλο την αδιάλειπτη προσευχή. Ήταν αναγκασμένος να φυλάει τα Ιερά και τα Όσια της Σερβικής Ορθοδοξίας. Η περιοχή εκείνη είναι γεμάτη από λαμπρά Βυζαντινά Μνημεία, γι’ αυτό και έπρεπε να μείνει για να προστατεύονται κάπως από την μανία των αλλοφύλων.

  Εκεί τον γνώρισα κι εγώ, που, ως υπότροφος της Ακαδημίας Αθηνών τότε, μελετούσα τα Βυζαντινά μνημεία της περιοχής για τη διδακτορική μου διατριβή. Τον επισκέφθηκα για να ζητήσω την ευλογία του –είχα ακούσει πολλά για την αγία βιωτή του-. Με βοήθησε πάρα πολύ στις έρευνες μου, μου πρόσφερε κατάλυμα στο κτίριο της τότε Εκκλησιαστικής Σχολής και με συμβούλευσε να είμαι προσεκτικός στους ναούς και όπου έπρεπε να μελετήσω, λόγω της έκρυθμης κατάστασης. Σήμερα δεν υπάρχει στο Πρίζρεν Εκκλησιαστική Σχολή, γιατί την έκαψαν Αλβανοί και οι συνοδοιπόροι τους με την επιτήρηση των αθέων Νατοϊκών δυνάμεων.

  Αυτόν τον μαρτυρικό άγιο άνθρωπο, τον πολυσέβαστο Ιεράρχη Παύλο, η συνεδρία της Ιεράς συνόδου της Σερβικής Εκκλησίας, την 1-12-1990 επέλεξε δια κλήρου, Πατριάρχη των Σέρβων. Ο αρχαιότερος ηγούμενος της σερβικής εκκλησίας, σύμφωνα με τα θέσμια, τοποθέτησε τα τρία ονόματα, που είχαν πλειοψηφήσει εντός τριών σφραγισμένων φακέλων, τα τοποθέτησε πάνω στο άγιο Ευαγγέλιο, τα παρέδωσε στον αρχαιότερο Επίσκοπο της Ιεράς Συνόδου, που ιστάμενος προ της Ωραίας Πύλης του Παρεκκλησίου του Πατριαρχείου το άνοιξε και ανακοίνωσε το νέο Αρχιεπίσκοπο Ιππεκίου, Μητροπολίτη Καρλοβικίου και Βελιγραδίου και Πατριάρχη της Σερβίας, ο οποίος ήταν ο πλέον άδολος, ήρεμος, μαρτυρικός, αείμνηστος Παύλος, που ο σαρκωμένος, σταυρωμένος και αναστημένος Κύριος Ιησούς, ήταν το πρόσωπο της υπέρτατης αγάπης Του. «Ο μοναδικός ιεράρχης που δεν ήθελε, αληθινά, να γίνει Πατριάρχης, ήταν ο Παύλος», μου εκμυστηρεύθηκε αργότερα διαπρεπής ιεράρχης της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μετά την εκλογή του, απευθυνόμενος στην Ιερά Σύνοδο της Σερβικής Εκκλησίας, είπε τα εξής χαρακτηριστικά λόγια: «Αδελφοί μου, οι δυνάμεις μου είναι ελάχιστες και σεις το γνωρίζετε, δεν ελπίζω πολύ σ’ αυτές, ελπίζω στη δική σας βοήθεια και στη βοήθεια του ελεήμονος και φιλάγαθου Θεού. Δεν έχω κανένα πρόγραμμα να σας παρουσιάσω. Το ουσιαστικό μου πρόγραμμα είναι ο Λόγος του Θεού, το Ευαγγέλιο του Κυρίου μας. Αυτή την καλή αγγελία του Θεού, πρέπει με πίστη και αγάπη να δεχθούμε κλήρος και λαός και με αυτή, αυτούς τους δύσκολους καιρούς, να πορευτούμε». Ο αείμνηστος Πατριάρχης Παύλος, έζησε όλες τις καταιγίδες και τους κλυδωνισμούς της Γιουγκοσλαβίας και κράτησε τη Σερβική Ορθοδοξία αλώβητη, όπως την κληρονόμησε από τον ιδρυτή της, τον πρίγκιπα Αρχιεπίσκοπο των Σέρβων άγιο Σάββα Nemanic, το γνήσιο πνευματικό τέκνο του Βυζαντίου.

  Για μας τους Έλληνες, ο μακαριστός Πατριάρχης Παύλος έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στη συνέχιση της Ορθοδόξου ελληνοσερβικής φιλίας και παραδόσεως. Αρκεί να θυμηθούμε τις δηλώσεις τις οποίες έκανε, νομίζω, με την επίσκεψη τότε του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, όταν τον ρώτησε δημοσιογράφος να σχολιάσει την κατάσταση με το Μακεδονικό και τη «Μακεδονική Εκκλησία», είπε τα εξής γενναία και αληθινά: «Η χρήση του ονόματος Μακεδονία από τους Σκοπιανούς είναι παράλογη, τεχνητή και κλοπιμαία. Η Μακεδονία δεν είναι δυνατόν να είναι διεθνική. Το όνομά της, ο πολιτισμός της, η ιστορία της, ανήκουν μόνο στην Ελλάδα. Αυτή είναι η θέση της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και του λαού των Σέρβων, η οποία μόνον τώρα, μπορεί να διατυπωθεί ελεύθερα».

  Πολυσέβαστε Πατέρα και Δέσποτα, δέξου την έκφραση της ευγνωμοσύνης της ψυχής μου μαζί με τις μυριόστομες ευχές του κλήρου και του Λαού σου, απευθύνοντας σε Σέ τους λόγους του ποιητού:

«Πέρνα τώρα, Γέροντα στο φως.

Ζήσε τη χαρά του Παραδείσου

πλούσιος που σε πρόσμενε ο μισθός

όλη τούτη η δόξα είναι δική Σου».

 

«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» 27-11-2009

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή