Στέρηση: κάτι που προξενεί ΠΟΝΟ.

«Πάνσοφε Θεέ δώσε ό,τι θέλεις,

είτε ευχάριστο είτε δυσάρεστο,

φτάνει να προέρχεται από το χέρι σου.»

(Μπετόβεν)

 

Ο Μωυσής φοβήθηκε μήπως, όταν ο ισραηλιτικός λαός έφτανε στην γη της επαγγελίας, «την ρέουσα μέλι και γάλα», λησμονούσε τον Θεό. Έτσι κοντά σ’ όλες του τις παραγγελίες και νουθεσίες τόνιζε: «Όταν ο Θεός σε φέρει στον τόπο που όρισε στους προγόνους σου και κυριεύεις πόλεις που δεν έκτισες, αποθήκες αγαθών που δεν γέμισες, πηγάδια που δεν άνοιξες, αμπέλια και ελαιώνες που δεν φύτεψες, αφού χορτάσεις, πρόσεχε μήπως λησμονήσεις τον Κύριο» (Δευτ. 6,10).

Κι όμως εκείνο που φοβήθηκε ο υδατόσωστος Μωυσής, αυτό έγινε τελικά. Οι Εβραίοι, όταν έφτασαν εκεί και χόρτασαν από τα παραδεισένια αγαθά της Χαναάν, λησμόνησαν τον αληθινό ευεργέτη. Τον μοναδικό Θεό. Γι’ αυτό, ευθύνεται ο ανέργαστος πλούτος στον οποίο οδηγήθηκαν οι Εβραίοι.

Αυτό συμβαίνει χρόνια τώρα στην ζωή κάθε ανθρώπου και κάθε συγκροτημένης κοινωνίας. Η μέθη των κοσμικών απολαύσεων αφαιρεί τα ευγενή αισθήματα, μετατρέποντας την ζώσα ψυχή σε ερεβώδη, άψυχη και πρόσφορη λεία στον Διάβολο. Ο δε πλούτος δημιουργεί υπεροψία και κάνει περιττό τον Θεό. Η συνύπαρξη με την χλιδή και η υποταγή σ’ αυτήν ανακόπτει την τροφοδοσία, μέσω της έπαρσης των οφθαλμών, από τον ουρανό. Προπάντων καθαιρεί το «ἄνω σχῶμεν τᾶς καρδίας». Έτσι νομίζοντας ότι έχουμε «πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά» έρχεται η φωνή του κατηγόρου Θεού να μας προσγειώσει: «Ἄφρον, ταύτη τῆ νυκτί ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ τήν ψυχήν σου, ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. 12,20), προσδιορίζοντας απόλυτα την ματαιότητα.

Μήπως τελικά η στέρηση υλικών αγαθών επιβάλλεται προκειμένου να επιτευχθεί η επανασύνδεση με τον Χριστό; Μήπως τα υλικά αιτήματα μας προς τον Θεόν πρέπει να συνοψισθούν μόνο σ' ένα· «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον...». Μήπως απαγορεύεται η δούλευση σε δύο εργοδότες ταυτόχρονα;

Πράγματι η στέρηση χρονολογείται σχεδόν από την δημιουργία του κόσμου. Απετέλεσε το προϊόν της παρακοής των πρωτοπλάστων απέναντι στον Θεό. Αυτή η στέρηση του παραδείσου γέννησε τον πόνο, που οδηγεί στον θάνατο. Μέσα από την απόλυτη ευτυχία και χαρά, την ανεμελιά, την υγεία, προέκυψαν η λύπη, ο ιδρώτας, η ασθένεια και ο θάνατος. «Δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθεν καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος» (Ρωμ. 5,12).

 

Αλλά ο Θεός που πραγματικά αγάπησε το πλάσμα του έστειλε τον γιό του να λυτρώσει τον άνθρωπο, χαρίζοντάς του ζωή αιώνιο. Τον επωμίστηκε τον πόνο –όπως και τόσα άλλα δεινά– και τον βίωσε μέσα στο πετσί του στην πνευματική αγωνία του πάνω στην γη, προπάντων στην θεία σταύρωσή του. Έτσι αντιστεκόμενος στον χείμαρρο αυτόν του πόνου και νικώντας τον, έρχεται και μας λέγει. «Κι εγώ υπέφερα»· δείχνοντάς μας τα τρυπημένα χέρια του και υπενθυμίζοντας την πικρή νύχτα του αποχωρισμού του με τους μαθητές του με εκείνο το παρήγορο: «ἐν τῶ κόσμω θλῖψιν ἔξετε, ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ιω. 6,33).

Έκτοτε ο πόνος συντροφεύει την ζωή μας ως παιδαγωγός σταλμένος από την θεία πρόνοια, για λόγους σωστικούς. Έχοντας την ιδιότητα της δοκιμασίας, χρησιμοποιείται εκ Θεού σαν άσκηση ετοιμότητος σ’ εμάς τους επί γης στρατευμένους προς έλεγχο του αξιομάχου και της ετοιμότητος για την μεγάλη μάχη κατάκτησης του βασιλείου του Θεού. Η δοκιμασία αυτή θα αναδείξει τους νικητές και τους ηττημένους. Και «οὐαί τοῖς ἡττημένοις».

Πολύ ωραία ένας Γάλλος συγγραφέας παριστάνει την άσκηση αυτή.

Κάποιος κουρασμένος οδοιπόρος ξεκουράζεται κάτω από τον ίσκιο των καλαμιών δίπλα στην άκρη μιας λίμνης. Χαζεύοντας τους ολόλευκους κύκνους που λούζονταν και τα αμέτρητα βατράχια, που κολυμπούσαν ταράζοντας με τις φωνές τους την γαλήνη, ρίχνει μια πέτρα, για να διασκεδάσει την ανία του, μέσα στην λίμνη. Οι κύκνοι άνοιξαν τα λευκά φτερά και πέταξαν ψηλά, οι βάτραχοι όμως χώθηκαν βαθειά στην λάσπη. Έτσι κάπως, αναφέρει ο συγγραφέας, ένα αόρατο χέρι ρίχνει την πέτρα του πόνου στην λίμνη του βίου και όσοι έχουν ψυχή λευκή και δυνατή, βρίσκουν την ευκαιρία να πετάξουν με την σκέψη τους όπως οι κύκνοι, σε σφαίρες ανώτερες, θεϊκές. Όσοι όμως έχουν κατώτερη ψυχή βυθίζονται πιο πολύ στην λάσπη της απελπισίας, όπως οι πριν κοάζοντες βάτραχοι.

Έτσι λοιπόν η άσκηση ετοιμότητος από πλευράς του στρατάρχου Θεού, αποτελεί δοκιμασία της ελευθέρας βουλήσεώς μας. Αυτό αναφέρει η Γραφή ρωτώντας: «οὐχί πειρατήριον ἐστίν ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς;» (Ιώβ 7,1).

Αλλά μήπως και ο αθλητής δεν γίνεται δυνατότερος μέσα στον στίβο; Ο καπετάνιος δεν φαίνεται στις φουρτούνες, έξω από το απάνεμο λιμάνι; Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι δεν μπορεί να υπάρξει νίκη χωρίς αγώνα και γαλήνη χωρίς τρικυμία. Κάπως έτσι μέσα από το καμίνι της φωτιάς βγαίνει το χρυσάφι. Ανάλογα, λοιπόν, από το καμίνι του πόνου εξέρχεται νικητής ο άνθρωπος. Η ίδια η φύση, αυτό μας το πιστοποιεί πολύπλευρα. Όπως το χτύπημα του σφυριού μεταβάλλει το άμορφο μάρμαρο σε καλλίμορφο άγαλμα, έτσι στην ζωή του ανθρώπου το χτύπημα του πόνου μεταμορφώνει την ανθρώπινη ψυχή σε θεϊκό μεγαλούργημα, αφαιρώντας τα περιττά και λαξεύοντάς την με τα γνωρίσματα της θείας χάριτος.

Το μεγαλύτερο μάθημα δοκιμασίας στην επίμονη πίστη, το λαμβάνουμε από τον πατριάρχη Αβραάμ. Πότε; Όταν πιστός στην τρομερή διαταγή του Θεού να σκοτώσει το μονάκριβο παιδί του με τα χέρια του, τον ακούει, τον υπακούει και τελικώς νικά τον ίδιο τον Θεό με την ακλόνητη πίστη του σ’ αυτόν.

 

Πέρα όμως από την μορφή της δοκιμασίας που προσδίδει ο Θεός στον πόνο, ξετυλίγει και μία άλλη, αυτή της τιμωρίας. Τιμωρεί τον άνθρωπο για να τον φέρει πίσω, στο βασίλειο του σπιτιού παρατώντας τις «χώρες» της αμαρτωλής ξενιτιάς. Επιφέρει δεινά στην ζωή μας, μαστιγώνοντάς μας, για ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε το φως μας.

Γνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητες του καθενός μας ο Καλλιτέχνης του σύμπαντος, μας σφυρηλατεί ανάλογα και στο τέλος μας λαξεύει θεϊκά, για να πάρουμε την μορφή που επιθυμεί εκείνος.

Έτσι από το πικρό παράγει γλυκό, από τον χειμώνα πετυχαίνει μετάβαση στο καλοκαίρι, από το σκοτάδι στο φως και από το κλάμα στην χαρά.

Ο χαρακτηρισμός που συνάδει απόλυτα με τον όρο του πόνου είναι ο εξαγνιστής πόνος.

Έτσι λοιπόν ερχόμενοι στις μέρες μας προς το εκούσιον πάθος της αμαρτωλής υπάρξεώς μας, με τα βλέμματα στραμμένα προς τον ουρανό, όπως οι μάγοι βλέποντες τον αστέρα, εμείς ατενίζοντες το θείο μεγαλείο, τα χέρια μας σηκωμένα σε μορφή δεήσεως και αναζητήσεως, για να θυμόμαστε τον εσταυρωμένο και προπάντων κλίνοντες τα γόνατα, μία στάση που έχει εγκαταλειφθεί στις μέρες μας λόγω επάρσεως, ας ερμηνεύσουμε τον σύγχρονο πόνο.

Αυτό που υποστηρίζει η Σιμόν Βέϊλ (1909-1943) «Ο χριστιανισμός δεν ήλθε να καταργήσει τον πόνο, αλλά να αποκαλύψει το νόημά του». Περιφρονώντας λοιπόν τα κοάσματα των βατράχων της παντοειδούς εξουσίας, ας τους αναγκάσουμε να βυθισθούν περαιτέρω στον βόρβορο της υποχθόνιας υπάρξεώς τους –αυτή είναι η φυσική κατάσταση που τους αρέσει, αλλά και τους αρμόζει– και εμείς σαν λευκοί κύκνοι ιπτάμενοι ας πετάξουμε προς συνάντηση του δημιουργού αναπέμποντες ψυχή τε και σώματι θεϊκή ωδή: «Κύριε, δίκαιος εἶ ἐπί πᾶσιν οἷς ἐποίησας ἡμῖν· …ὅτι ἡμάρτομεν καί ἠνομήσαμεν ἀποστῆναι ἀπό σοῦ καί ἐξημάρτομεν ἐν πᾶσι καί τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἠκούσαμεν οὐδέ συνετηρήσαμεν, οὐδέ ἐποιήσαμεν, καθώς ἐνετείλω ἡμῖν… Παρέδωκας ἡμᾶς εἰς χεῖραν ἐχθίστων ἀποστατῶν, καί βασιλεῖ ἀδίκω καί πονηροτάτω παρά πᾶσαν τήν γῆν… Καί οὐκ ἔστιν ἐν τῶ καιρῶ τούτω ἄρχων καί προφήτης καί ἡγούμενος».

Μετά την ομολογία μας η ερμηνεία έρχεται αυτούσια, καθαρή και άδολη για να επισημάνει τις αδυναμίες μας, να προσδιορίσει το ανοχύρωτο της υπάρξεώς μας και να ξεσκεπάσει την δεινή αμαρτωλότητά μας, με αποκορύφωμα την στέρηση πιστών αρχόντων.

Έτσι σαν άνθρωποι στερημένοι από ελεύθερη ψυχή, σκοντάφτουμε πιο βίαια στις δυσκολίες της ζωής. Το σκόνταμμα φέρνει πέσιμο και το πέσιμο πόνο.

Έρχεται μέσα στην κοινωνιολογική έρημο ο Σολζενίτσιν (1918-2008) και καταμαρτυρεί: «Ποτέ ο Θεός δεν θα εγκαταλείψει τον άνθρωπο, έστω και αν ο άνθρωπος εγκαταλείψει τον Θεό».

Αυτό λοιπόν δεν μας αρκεί; Μα φυσικά μας δίνει κουράγιο. Χρειάζεται όμως ταπείνωση. Απ’ αυτήν αρχίζουν όλες οι γνήσιες ανακαλύψεις. Το να καθόμαστε απομονωμένοι πίσω από τα αλαζονικά οχυρά μας, πιστεύοντας σε κάτι και όχι σε Κάποιον, δεν ωφελεί αντιθέτως ζημιώνει.

Γράφει ο Γάλλος θεολόγος Σαμπανί: «Όπως το φυτό τείνει ασυνείδητα προς το φως, έτσι πρέπει να στρεφόμαστε ψηλαφητά προς την ύπαρξή του και εμείς οι άνθρωποι. Γιατί είμαστε φτιαγμένοι για την απόλυτη βεβαιότητα, για την απόλυτη χαρά, για το απόλυτο φως, είμαστε φτιαγμένοι για Εκείνον.

Και συνεχίζει η Τατιάνα Γκορίτσεβα: «Μην ξεχνούμε· μόνο ο Θεός έχει υποφέρει. Τα δικά μας παθήματα δεν είναι τίποτα μπροστά στα δικά του. Αν επιθυμούμε να σώσουμε το σώμα μας από ασθένειες, ιούς και από τις στερήσεις που επιβάλλουν αυτοί, πρέπει να το βοηθήσουμε να συμμετέχει στην προσευχή. Η προσευχή είναι αυτή που κατευθύνει την ιστορία. Η κινητήρια δύναμη της ιστορίας· ούτε η πάλη των τάξεων, ούτε και τα οικονομικά συμφέροντα».

Έτσι με συνοδεία την μετάνοια, που μπορεί να σβήσει το παρελθόν και να ανοίξει δρόμο για το μέλλον, ας ομολογήσουμε ταπεινά. «Εἰκών εἰμί τῆς ἀρρήτου δόξης σου εἰ καί στίγματα φέρω πταισμάτων».

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή