Πειρασμός· μία αναπόφευκτη πάλη
«Ἕκαστος πειράζεται ὑπό τῆς
ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος
καί δελεαζόμενος» (Ιακ.1,14)
Και διέταξε ο Θεός τον Αδάμ λέγων· «ἀπό κάθε δένδρο, τό ὁποῖο ὑπάρχει ἐντός τοῦ Παραδείσου, δύνασθε νά τρῶτε. Ἀπό τοῦ δένδρου ὅμως τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ και τοῦ κακοῦ ἀπαγορεύεται» (Γεν. 2,16). Αυτή την εντολή έδωσε ο Θεός στον Αδάμ προκειμένου να μπορέσει να αναπτύξει τις ηθικές του δυνάμεις, να προοδεύσει και να απολαύσει ανώτερες χάριτες. Ενωρίτερον όμως ο Θεός του ανέθεσε και το καθήκον της καλλιεργείας του παραδείσου, αλλά και της φύλαξης. Φύλαξης όμως από ποιόν; Δεν υπήρχε κάποιος ληστής ή επιβουλευτής. Ο Θεός επέστησε την προσοχή στον Αδάμ, να τον φυλάσσει… από τον επικίνδυνο αμαρτωλό εαυτό του. Γιατί πιο κάτω (Γεν. 8,21) θα τονίσει πάλι ο Θεός, ότι «ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπί τά πονηρά ἐκ νεότητός του».
Έτσι λοιπόν πλησίασε ο όφις ο αρχαίος την Εύα, εκπειράζοντάς την πονηρά: «Γιατί ο Θεός απηγόρευσε να φάτε από κάθε δένδρο του Παραδείσου;» Το έντεχνο απόλυτο του Διαβόλου «από κάθε», αποβλέπει σ’ έναν επίπλαστο εντυπωσιασμό και στην περαιτέρω ένταση του πειρασμού. Στην σκηνή αυτή έχουμε την πρώτη «πανηγυρική» εμφάνιση του πειρασμού στην ιστορία του ανθρώπου, λόγω «επιτυχούς» εκβάσεως, αλλά και την πρώτη μοιραία ήττα του ανθρώπου, που θα καταδικάσει όλη του την ύπαρξη δεινά. Την πνευματική πορεία του ανθρωπίνου γένους. Γιατί η Εύα αντί να στρέψει τα νώτα της και να φύγει εγκαταλείποντας και περιφρονώντας τον πειρασμό, άνοιξε διάλογο μαζί του «ἐξελκομένη καί δελεαζομένη ὑπό τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας».
Αυτή είναι η αρχική προσέγγιση γνωριμίας της εννοίας του πειρασμού, άμα τῇ ἐμφανίσει του και έκτοτε παρεισδύει στην ζωή του ανθρώπου δοκιμάζοντας και διαταράσσοντας την πνευματικότητά του, καθότι αποτελεί κύριο στοιχείο της ζωής του.
Έτσι λοιπόν με τον όρο «πειρασμός», προσδιορίζουμε την έννοια και σημασία κάποιας δοκιμής, δελεασμού και την παρακίνηση προς την αμαρτία. Ανάλογα και το ρήμα «πειράζω», σημαίνει δοκιμάζω, εξετάζω κάτι, θέτω κάποιον σε πειρασμό, σε δοκιμασία και τον δελεάζω.
Κάπως έτσι η λέξη πειρασμός στην πίστη μας, φανερώνει ένα δίλημμα που τίθεται στην θέλησή μας. Ο Θεός ή εγώ; Ο Θεός ή ο κόσμος; Ο Θεός ή ο Διάβολος; Τι θα διαλέξω; Η τελική απόφαση και ο ανάλογος προσεταιρισμός θα καθορίσουν την περαιτέρω πνευματική πορεία μας. Θα είναι πορεία ανάβασης ή πτώση κατρακυλίσματος; Θα είναι απελευθέρωση ή υποταγή και δεινή υποδούλωση; Ούτως ή άλλως η πνευματική μας πορεία ποτέ δεν είναι ήρεμη και ομαλή. Τουναντίον έχει τον χαρακτήρα της πάλης και του σκληρού αγώνος. Μία πάλη κατά του εαυτού μας και κατά εξωτερικών εχθρικών δυνάμεων και δυσμενών περιστάσεων. Αυτή η πάλη τις περισσότερες φορές εισέρχεται στην σκηνή της ζωής μας, με τον χαρακτήρα του πειρασμού. Αυτός ο πειρασμός όμως δεν είναι κάποιος ξένος, αλλά είναι φιλοξενούμενος μέσα μας. Είναι ένοικός μας και εμείς ρυθμίζουμε τον χρόνο διαμονής και παραμονής του. Εκεί μέσα στο κρησφύγετο που του εξασφαλίζουμε εμείς οι ίδιοι, ενδυναμούται και αντλεί ανάλογη δύναμη προς… δράση.
Γι’ αυτό αναφέρει ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος (1,12-15)· «μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού δέχεται μέ ὑπομονή τίς δοκιμασίες. Γιατί ἄν τίς ὑποστεῖ μέ ἐπιτυχία, θά κερδίσει τό βραβεῖο τῆς αἱώνιας ζωῆς, πού ὑποσχέθηκε ὁ Θεός σ’ ὅσους τόν ἀγαποῦν. Κανένας ἀπ’ αὐτούς πού μπαίνουν σέ πειρασμό νά μή λέγει «Ὁ Θεός μέ βάζει σέ πειρασμό». Γιατί ὁ Θεός οὔτε μπαίνει σέ πειρασμό ἀπό τό κακό, οὔτε ὁ ἴδιος βάζει σέ πειρασμό κανέναν. Καθένας μπαίνει σέ πειρασμό ἀπό τήν δική του ἐπιθυμία. Αὐτή τόν παρασύρει καί τόν ἐξαπατάει καί ἔπειτα ἡ ἐπιθυμία αὐτή συλλαμβάνει τό κακό καί γεννάει τήν ἁμαρτία καί ἡ ἁμαρτία ὅταν ὁλοκληρωθεῖ, φέρνει τόν θάνατο».
Κι όμως ο ίδιος ο Χριστός σαν άνθρωπος και στην ιερότερη περίοδο, πριν την έναρξη της δημοσίας δράσεώς του, κατά την 40ήμερη νηστεία και προσευχή του μέσα στην έρημο, δεν «ξέφυγε» από τα δόκανα του πειρασμού. Εισερχόμενος βαθειά μέσα στην έρημο της Ιουδαίας, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Θεό Πατέρα, που τον συνάντησε μέσα στην προσευχή και στην νηστεία του, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπος και σε μία άγρια πάλη με τον καθ’ εαυτού ανέντιμο και απόλυτα πονηρό Διάβολο. Εκεί δέχτηκε τα καταιγιστικά πυρά εκ μέρους του σε τρεις μέγιστες πειρασμικές προκλήσεις. Όμως δεν ενέδωσε, όπως η Εύα· αντιθέτως αποστομώνοντάς τον με τα αδιάσειστα λεκτικά επιχειρήματά του, του γύρισε την πλάτη, απευθύνοντάς του περιφρονητικά και επιτιμητικά το «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ» (Ματ. 4,10). «Μπροστάρης μου είναι μόνο ο Θεός Πατέρας. Αυτόν προσκυνώ και υπακούω. Εσύ είσαι ο αιώνιος πλανημένος και πλανών την οικουμένη». Αυτά του είπε στην σύγχρονη καθομιλουμένη ο Χριστός και τότε καταντροπιασμένος ο δράκων ο μέγας «ἀφίησι αὐτόν».
Όμως ο Χριστός ξανασυναντήθηκε με τον πειρασμό πολλές φορές.
Προσπαθώντας ο Πέτρος να τον αποτρέψει από την απόφασή του να δεχθεί τον θάνατό του, ο Χριστός του απηύθυνε δριμύτερο «ὕπαγε». «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· σκάνδαλο μου εἶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τά τῶν ἀνθρώπων» (Ματ. 16,23).
Αλλά και σε όλη του την επί γης δράση του ο Χριστός, ήταν αντιμέτωπος συνεχώς με τον πειρασμό. Με την χειρίστη μορφή του· τους γραμματείς και φαρισαίους. Πάντοτε όμως τους κατετρόπωνε θέτοντάς τους εκτός μάχης οπότε «ἀφίεσαν» αυτόν φεύγοντας ταπεινωμένοι, αλλά και χολωμένοι. Ας θυμηθούμε μόνο επιγραμματικά: «Ἐπηρώτησε εἷς ἐξ’ αὐτῶν (φαρισαίων) νομικός, πειράζων αὐτόν καί λέγων· διδάσκαλε, ποία ἐντολή μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ;» (Ματ. 22,36). Το μόνο μέλημά τους ήταν να παρενοχλούν ειρωνευόμενοι τον Χριστό, προσπαθώντας να τον παγιδέψουν για να τον θανατώσουν. Πράγμα που στο τέλος το «πέτυχαν» με την αρωγή του Ιούδα, καθότι οι ίδιοι απέτυχαν στο δολιοφθορικό έργο τους. Είχαν όμως και το θράσος… Είχαν σαν κύριο μέλημά τους την αρρωστημένη προσευχή τους στο «ἱερόν» μέσω της έπαρσής τους, αλλά και την άμεση απώθησή τους από τον Θεό.
Μήπως όμως και ο ίδιος ο Ιωσήφ ο Πάγκαλος δεν δέχτηκε τα πυρά του πειρασμού, αρπαζόμενος βιαίως μέσα στα ίδια του τα χέρια; Αλλά εκείνος δραπέτευσε άμεσα και επιτυχώς. Μεταφέρουμε σε μετάφραση το δοξαστικό Κυριακής Βαΐων εσπέρας «Ὁ Διάβολος ὅπως παρέσυρε τότε τόν Ἀδάμ, χρησιμοποιῶντας σάν ὀργανό του τήν Εὔα, ἔτσι καί τώρα ἀφοῦ βρῆκε νέα Εὔα, τήν Αἰγυπτία σύζυγο τοῦ Πετεφρῆ, προσπαθοῦσε μέ λόγια κολακευτικά νά παρασύρει τόν Ἰωσήφ. Ἀλλ’ αὐτός, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε καί τό ἔνδυμά του ἀκόμη, ἔφυγε καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο σώθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία τῆς μοιχείας». Ἔφυγε τῆς Αἰγυπτίας ταῖς ἡδοναῖς μή δουλεύσας καί τῷ πειρασμῷ μή ὑποκύψας…
Κάπως ανάλογα εκφράζεται και ο Απ. Παύλος (Ρωμ.7,15): «Δεν γνωρίζω ουσιαστικά τι κάνω· δεν κάνω αυτό που θα ’θελα να κάνω, αλλά αντίθετα ό,τι θα ’θελα να αποφύγω. Έτσι φτάνω πια στο σημείο να μη διαπράττω εγώ ο ίδιος το κακό, αλλά η αμαρτία που έχει εγκατασταθεί μέσα μου».
Ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοί ἁμαρτία, λοιπόν. Ο πειρασμός αυτός της εκάστοτε αμαρτίας, ευθύνεται για την ανύπαρκτη πνευματική μας πρόοδο. Η νωχέλεια και ολιγωρία της ψυχής μας, επιτρέπει την ανεμπόδιστη προέλαση του πειρασμού σ’ όλα τα μέτωπα. Η εσωτερική μας διαφθορά. Γιατί το κακό ασκεί μια φοβερή γοητεία μέσα μας. Το ξέρουμε. Κι όμως το αγαπάμε. Ενώ δε η συνείδηση, μας ενημερώνει για την εχθρική προσέγγιση και μας αποτρέπει, εμείς αδρανούμε εγκληματικά. Δεν κάνουμε καμιά ενέργεια αποτροπής του κακού, γιατί… κατά βάθος το περιμένουμε με λαχτάρα. Την ίδια ώρα όμως γνωρίζουμε, ότι θα θανατωθούμε απ’ αυτό. Αλλά μαγεμένοι, ναρκωμένοι, μένουμε απαθείς και ασάλευτοι πνευματικά. Οι σειρήνες άδουν γλυκά και πονηρά, άκρως σαγηνευτικά και εμείς καθότι είμαστε ξεδεμένοι από το κατάρτι της συνειδήσεώς μας, ενδίδουμε στον πειρασμό.
Όμως από την άλλη μεριά μας θέλγει και το καλό, το αγαθό, το θεϊκό. Αλλά σχεδόν πάντα κλείνουμε προς… το πονηρό. Αυτή η αδυναμία μάς υποχρεώνει να καταφύγουμε στον Θεό –μόνο σ’ αυτόν– για να μας προστατέψει την ώρα την κακή. Ό,τι άλλωστε έκανε συνεχώς ο Χριστός. Προσηύχετο… Έτσι ενώ στην αρχή ο Χριστός παρεκάλεσε τον Θεό Πατέρα «παρενεγκεῖν τό ποτήριον ἀπ’ ἐμοῦ» (Λουκ. 22,42), να τον απαλλάξει από την σταυρική θυσία, αμέσως το διόρθωσε, «πλήν μή τό θέλημα μου, ἀλλά τό σόν γενέσθω», να γίνει το θέλημά σου και όχι το δικό μου. Ο φευγαλέος πειρασμός της αποφυγής της θυσίας εκδιώχθηκε άμεσα.
Αλλά ο Χριστός ήταν ελεύθερος πραγματικά σαν άνθρωπος και πειθαρχημένος στο θείο θέλημα, οπότε η στιγμιαία πειρασμική ενόχληση, αντιμετωπίσθηκε με την υποταγή στο υγιές θέλημά του. Εμείς οι άνθρωποι όμως είμαστε ρηχοί και ανοχύρωτοι, τύποις ελεύθεροι, κατ’ ουσίαν δούλοι της αμαρτίας, οπότε προσευχόμενοι πρέπει να παρακαλούμε τον Θεό «μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν». Να μην επιτρέψει να οδηγηθούμε σε αντιπαράθεση με τον πειρασμό, γιατί κινδυνεύουμε. Αν όμως το επιτρέψει να δώσει και «την έκβαση» του αγώνος. (Α΄Κορ. 1,13). Έτσι λοιπόν να τον παρακαλέσουμε να δώσει την έκβαση που εκείνος γνωρίζει, στον πειρασμό που θα αναφερθούμε πιο κάτω.
Σε αυτό το τελευταίο θα ενδιατρίψουμε ολίγον τι. Η επίσκεψη του ιού στην χρονική περίοδο που διερχόμαστε οι σύγχρονοι, εμπεριέχει την μορφή, τον χαρακτήρα και τον ρόλο ενός πειρασμού. Ένας πειρασμός μεγάλος που επετράπη υπό του Θεού να προσεγγίσει, για να μας εκπειράσει όλους εμάς τους ήδη πονηρευομένους.
«Ὅτι οἱ πονηρευόμενοι ἐξολοθρευθήσονται, οἱ δέ ὑπομένοντες τόν Κύριον, αὐτοί κληρονομήσουσιν γῆν» (Ψαλ. 36,9). Ήλθε λοιπόν ο παρών πειρασμός να μας ταρακουνήσει ψυχικά, αιφνιδιάζοντάς μας, να μας αφυπνίσει του πνευματικού ληθάργου και αναλόγως, άλλους μεν να τους αντρειώσει μέσω της υπομονής, της ευλογίας και δόξας του Θεού και άλλους να τους εξολοθρεύσει ένεκα περαιτέρω βλασφημίας και μη αλλαγής πλεύσεως. Οπότε «πονηρᾶς βιοτῆς, πονηρόν ἔσται τό τέλος» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Χρυσόστομος. Γιατί δυστυχώς στις μέρες μας και στο μείζον μέρος της κοινωνίας μας με αφορμή τον πειρασμό του ιού, ἐμετρήθημεν, ἐζυγίσθημεν και εὑρέθημεν ἐλλειπέστατοι. Ο πειρασμός μας συγκίνησε μόνο στο σκέλος της σωματικής υγείας, χωρίς να αναφέρεται καθόλου στην πνευματική εξυγίανση και ευρωστία.
Παραδομένοι και αλωμένοι ολοσχερώς από τον Διάβολο σ’ όλα τα μέτωπα της ζωής δεν αντιστεκόμαστε σε τίποτα, έστω και αν βλέπουμε ότι όλα τριγύρω μας είναι ανόσια, βλάσφημα, προκλητικά, ανώμαλα, καταστροφικά και τελικά θανάσιμα. Γιατί; Γιατί υποκύψαμε στην πρώτη αθέτηση εντολής προς τον Θεό Πατέρα και τώρα έρχεται η δεύτερη, η τρίτη και η τελεία υποταγή. Γιατί είμαστε υποταγμένοι στον πονηρό και μας κάνει ό,τι θέλει. Μόνο αν δεχθούμε ότι ο παρών πειρασμός του ιού μας φέρνει κοντά στον Θεό, μόνο τότε η αρνητική πλευρά του, όποια είναι, θα παραμεριστεί και θα κυριαρχήσει η θετική πλευρά που σηματοδοτεί την πνευματική ανάβαση. Αυτό όμως θα επιτελεσθεί, όταν σοβαρευτούμε και εκλείψουν οι προφάσεις. Γιατί «προφάσεως δεῖται μόνον ἡ πονηρία». Δηλαδή μόνο οι πονηρές σκέψεις και πράξεις έχουν ανάγκη δικαιολογίας. Όπως λέγει ο λαός μας «εκείνος που θέλει, βρίσκει καιρό· εκείνος που δεν θέλει, βρίσκει πρόφαση».
Δεν είναι όμως καιρός για προφάσεις, αλλά για άμεσες επεμβάσεις.
«῾Ο Θεός οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε» (Α΄ Κορ. 1,13).
Αρίσταρχος