ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ

Η κήρυξη του πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας, την 28η Οκτωβρίου 1940, βρήκε τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο εξόριστο από το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά, στην Κάρυστο. Βέβαια, η κήρυξη του πολέμου δεν εξέπληξε καθόλου τον Αχαιό Πολιτικό, διότι ήτο κάτι το οποίο ανέμενε, και σε δύο υπομνήματα που είχε στείλει στον Έλληνα Πρωθυπουργό είχε περιγράψει με ακρίβεια την πορεία των γεγονότων που θα προηγούντο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για τις προβλέψεις αυτές αισθάνθηκε την ημέρα εκείνη μεγάλη υπερηφάνεια.

 

Υπερήφανος όμως αισθάνθηκε κι όταν ο Μεταξάς είπε το ΟΧΙ εναντίον των Ιταλών. Μάλιστα στο βιβλίο του «Τα χρόνια του μεγάλου πολέμου» μιλά επαινετικά για τον Μεταξά, αν και υπέστη τετράχρονη σχεδόν εξορία από αυτόν.

«Πρέπει να είμεθα χωρίς άλλο ευγνώμονες στον Ιωάννη Μεταξά διότι είπε ολομόναχος εις το σκοτάδι της νυκτός το μέγα ΟΧΙ . Λέγουν όσοι αντικρίζουν με εμπάθεια και αυτά τα γεγονότα της ιστορίας, ότι το ΟΧΙ δεν το είπε ο Μεταξάς, ότι το είπεν ο Ελληνικός λαός. Ναί το είπε ο Ελληνικός λαός, αλλά αφού το είχε πεί ο Μεταξάς. Εάν έλεγε ο Μεταξάς ΝΑΙ,  πως θα έλεγε  ΟΧΙ  ο Ελληνικός λαός που θα εξυπνούσε αργότερα; Θα το έλεγε βέβαια μέσα του και θα το εξεδήλωνε έμπρακτα όταν θα ωργάνωνε μυστικά την αντίστασίν του, αλλά η Αλβανική εποποιία δεν θα εγράφετο ποτέ. Ας είμαστε λοιπόν τίμιοι απέναντι της ιστορίας. Το μέγα ΟΧΙ είναι πράξις του Ι. Μεταξά». 

 

Ένα άλλο γεγονός που τον έκανε υπερήφανο την ημέρα της κηρύξεως του πολέμου ήταν ο βομβαρδισμός της Πάτρας την πρώτη ημέρα της κηρύξεως του πολέμου. Ο ίδιος ο Π. Κανελλόπουλος γράφει για το περιστατικό αυτό τα εξής:

«Στις 28 Οκτωβρίου 1940 βρισκόμουν εκτοπισμένος στην Κάρυστο. Το απόγευμα στο καφενείο της πλατείας είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες άνθρωποι και παρακολουθούσαν με αγωνία, αλλά και με εθνική υπερηφάνεια, το ραδιόφωνο. Μπήκα και εγώ ανάμεσά τους. Ξαφνικά κτύπησε η καρδιά πιο δυνατά από κάθε άλλη στιγμή. Τι είχε συμβεί; Τι είχε αναγγείλει το ραδιόφωνο; Χωρίς να το σκεφθώ, υψώνω τη φωνή μου και ενώ όλοι οι συγκεντρωμένοι έστρεψαν το πρόσωπό τους σε μένα, άφησα την καρδιά μου να διατυπώσει τις λέξεις: “Το θεωρώ σαν μια εύνοια της ιστορίας ότι διάλεξε την πόλη όπου γεννήθηκα για το πρώτο θύμα των ατίμων. Σας παρακαλώ όλους να φωνάξετε μαζί μου: Ζήτω η πόλις των Πατρών”.

Άλλος θα έλεγε ότι ήταν κακοτυχία, γρουσουζιά, διαβολεμένη ενέργεια, γιατί να το επιτρέψει ο Θεός και άλλα παρόμοια. Ο Κανελλόπουλος το θεώρησε εύνοια της ιστορίας. Θεωρεί το γεγονός αυτό, μαζί με τον απόστολο Παύλο που διακήρυττε «εγώ –πάνω απ' όλα εννοείται τα χαρίσματα που έχω– τα στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματί μου βαστάζω» (Γαλ. 6,17), ως το μεγαλύτερο παράσημο, ως τη μεγαλύτερη δόξα και καταξίωση, να βρίσκεται η πόλη που γεννήθηκε στο σημείο που χτυπούν οι άτιμοι και πρόστυχοι εισβολείς, άσχετα αν αυτό είναι μαρτυρικό, επώδυνο και θανατηφόρο.

«Όλοι ζητωκραύγασαν και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα».

Την ώρα που οι κάτοικοι της Καρύστου ζητωκραύγαζαν υπέρ της πόλης των Πατρών, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος εσκέπτετο τα θύματα των βομβαρδισμών και τους δικούς του ανθρώπους που ζούσαν στην Πάτρα, χωρίς ν' αλλάζει βέβαια τη θέση που διατύπωσε.

 

Την ίδια ημέρα, δηλαδή την 28η Οκτωβρίου ’40, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έγραψε μια άλλη μεγάλη σελίδα στην προσωπική του ιστορία. Αντί να καθίσει στην ησυχία του και να περιμένει την αποτυχία του Μεταξά στον επερχόμενο πόλεμο, πιεζόμενος φυσικά και από την πικρία του για την τετράχρονη σχεδόν εξορία του σε απομακρυσμένα από την Αθήνα μέρη της Ελλάδας, έστειλε αμέσως τηλεγράφημα στον Πρωθυπουργό και ζητούσε να επανέλθει στην Αθήνα και να του επιτραπεί να καταταγεί ως εθελοντής στρατιώτης και να σταλεί στο μέτωπο για να πολεμήσει εναντίον των Ιταλών. Πράγματι η Κυβέρνηση επέτρεψε την επιστροφή του στην Αθήνα και έτσι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έφθασε στην πρωτεύουσα στις 4 Νοεμβρίου 1940. Αμέσως ζήτησε να καταταγεί ως εθελοντής στρατιώτης και να σταλεί στο αλβανικό μέτωπο. Έτσι πολέμησε, υπέστη τις κακουχίες του πολέμου και συν τοις άλλοις εξέδιδε την «Εφημερίδα του Μετώπου» που ονόμαζε «Αχρίς» με άρθρα απαραμίλλου κάλλους και περιεχομένου.

 

Επίσης στον πρόλογο του «Ημερολογίου του δια το διάστημα 31 Μαρτίου 1942-4 Ιανουαρίου 1945», που βρισκόταν στην Αίγυπτο ως υπουργός Αμύνης της εξόριστης Ελληνικής Κυβερνήσεως, όταν το εξέδωσε το 1977, γράφει ότι δεν άλλαξε τίποτα από το αρχικό κείμενο, αλλά θέλει να γνωστοποιήσει ότι αδικεί τον Εμμανουήλ Τσουδερό σε πολλές κρίσεις του και συγκρούσεις που είχε μαζί του τότε. Αν έγραφε τώρα απομνημονεύματα για την περίοδο αυτή, όλες οι κρίσεις του για τον Τσουδερό δεν θα γραφόταν. Εκ των υστέρων βλέπει ότι ο Τσουδερός δέχθηκε την ευθύνη της πρωθυπουργίας μετά την αυτοκτονία του Αλ. Κορυζή, όταν άλλοι αρνήθηκαν το τραγικό αυτό αξίωμα, εξασφαλίζοντας έτσι τη νομική συνέχεια της ζωής του Ελληνικού Κράτους. Η κυβέρνηση Τσουδερού υπήρξε η κιβωτός που διέσωσε, πάνω από τα βίαια κύματα του Κατακλυσμού του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, το όνομα του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους και αντιπροσώπευσε αυτό σ᾽ένα κόσμο που τα πάντα κατέρρεαν και καταστρεφόταν, υπερασπίζοντας κατά το δυνατό τα δίκαια του και το συμφέρον του.

Μεγάλος άνδρας, νουνεχής, συνετός και ταπεινός. Ομολογεί τα λάθη του και εξυψώνει τόν τότε αντίπαλό του. Μακάρι να είχαμε στην πολιτική και εκκλησιαστική ζωή του τόπου μας πολλούς παρόμοιους άνδρες.

 

ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

 

Κορυφή