«Οι μεγάλοι αγώνες ζητούν
μεγάλες καρδιές· και μεγάλες
καρδιές είναι αυτές που μπαίνουν
σε μεγάλες θυσίες»
Η Δόμνα ξεκινάει τα παιδικά της χρόνια την ώρα της πλούσιας σποράς του σπόρου της ελευθερίας. Είναι μία από τις τρεις καπετάνισσες που έδωσαν το είναι τους στον μεγάλο αγώνα του 1821!
Η Μπουμπουλίνα από τις Σπέτσες, η Μαντώ Μαυρογένους από την Μύκονο και η Δόμνα Βισβίζη από την παραλιακή πόλη της Ανατολικής Θράκης που λέγεται Αίνος.
Οι δύο πρώτες υμνήθηκαν δεόντως. Η τρίτη όμως «αδικήθηκε» από την φειδωλή γραφίδα του ιστοριοδίφη.
Εν πάσει πτώσει και οι τρεις απετέλεσαν τις νησιώτισσες καπετάνισσες που έγραψαν ένα ΑΛΗΘΙΝΟ παραμύθι. Απετέλεσαν τις γυναίκες, τις μάνες, τις νοικοκυρές που κράτησαν αναμμένη την φλόγα της πίστης για «της νύχτας το ξημέρωμα».
Από τα χείλη τους ξεπηδούσε ασυγκράτητη η δύναμη για αντίσταση και ο πόθος για λευτεριά, συνθέτοντας μοναδικό ηρωικό νανούρισμα στα παιδιά τους, που τα κοίμιζαν εκείνη την ώρα για να ξυπνήσουν την επομένη αντρειωμένα, έτοιμα να ριχτούν στην μάχη από τα γεννοφάσκια τους. Αγόρια και κορίτσια. Αυτός είναι ο άγιος φεμινισμός. Εδώ επικεντρώνεται η ισότης του ευαγγελίου. Στον αγώνα διαφύλαξης του πνεύματος μέσα σε μία ψυχή ανυπότακτη. Εδώ εξισώνεται άρσεν και θήλυ…
Έτσι λοιπόν η Δόμνα, γεννημένη το 1784 από εύπορη οικογένεια, κάποια στιγμή σμίγει τα όνειρά της με τον Αντώνιο Βισβίζη, πλούσιο πλοίαρχο και εφοπλιστή, τον άνδρα της, με τον οποίο απέκτησε πέντε παιδιά και όχι μισό παιδί, όπως αναλογεί στα σύγχρονα ζευγάρια της δύστυχης πατρίδος μας.
Ο καπετάν Αντώνης, από τους πρώτους οπαδούς της Φιλικής Εταιρείας, ξόδευε χρήματα αλύπητα για να κτιστεί «το χρυσό παλάτι της ελευθερίας».
Η Δόμνα πλέον είναι μία αχώριστη σύζυγος κοντά στον καπετάνιο και τ’ ατελείωτα ταξίδια του. Προπάντων αχώριστη σύντροφος στα κοινά τους όνειρα για την ώρα της λευτεριάς.
Κάποια στιγμή στις 2 Μαΐου 1822 ο καπετάνιος φορτώνει γυναίκα, παιδιά, χρήματα, χρυσαφικά, προπάντων τ’ άγια εικονίσματα στο καράβι και ξανοίγεται στο πέλαγος, εγκαταλείποντας αρχοντικό, εύφορα κτήματα, τον τόπο που γεννήθηκε και δεν θα τον ξαναδεί, ούτε αυτός, ούτε η γυναίκα του.
Άγρια μεσάνυχτα σαλπάρει από την Αίνο για το βάπτισμα του πολέμου. Βάση της κολυμβήθρας για το βάπτισμα, το νησί της Σύρνας. Εκεί αγκυροβόλησαν η ξεριζωμένη οικογένεια και εδώ οργανώθηκε το καράβι του καπετάν Αντώνη με 16 κανόνια και 140 λεβέντες, εντασσόμενο στον πρώτο ελληνικό στόλο των 11 Σπετσιώτικων και Ψαριανών καραβιών.
Έτσι Αντώνης και Δόμνα, άνδρας και γυναίκα μαζί στο καράβι, με «παρατημένα» τα παιδιά τους στο έλεος του Θεού, και με φουσκωμένα τα πανιά τους από τους μεγάλους πόθους, όργωναν τη θάλασσα προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στον αγώνα.
21 Ιουλίου 1822. Ο καπετάνιος επικεφαλής στόλου από 30 άλλα πλοία βρίσκεται στον Μαλιακό κόλπο. Την ώρα της μάχης, στο κρισιμότερο σημείο και ενώ ορθός στο κατάστρωμα εμπνέει ηρωισμό σ’ όλο το πλήρωμα του καραβιού, σωριάζεται νεκρός. Η Δόμνα παγώνει… Λίγοι αντελήφθησαν τον μεγάλο χαμό. Όμως η ηρωίδα ανασυγκροτεί τις δυνάμεις της από τα ερείπια της πιο σκληρής μάχης, απωθώντας στα βάθη της ψυχής της το δηλητήριο που την σίμωσε και δεν επιτρέπει τον μεγάλο σπαραγμό της καρδιάς της να σκεπάσει σκοτώνοντάς τες, εκείνες τις μεγαλειώδεις στιγμές. Τις στιγμές του αιματηρού αγώνος. Ολόρθη στο κατάστρωμα, αναλαμβάνει την αρχηγία του πλοίου και συνεχίζει ακλόνητη την πάλη. Μια πάλη εξωτερική, σώματος με σώμα, αλλά προπάντων εσωτερικής τιθασεύσεως του υλικού πνεύματος έναντι στο πνεύμα του Θεού.
Εκείνη την ώρα υποτάχτηκε το πλήρωμα με σεβασμό μπρος στον άξιο κυβερνήτη. Την ηρωίδα γυναίκα. Την διπλή καπετάνισσα. Έτσι τελείωσε το ένδοξο παρελθόν του καπετάνιου, αλλά την ίδια στιγμή το πήρε στα χέρια της αντάξια και σφιχτά η καπετάνισσα ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΣ μόνη της, η μάνα με 5 παιδιά στο σκληρό παρόν, με την απειλή του αοράτου μέλλοντος.
Έτσι πλέον η ευγενεστάτη και γενναιοτάτη καπετάνισσα, όπως την απεκάλεσε ο Δημήτριος Υψηλάντης, περιπολεί στις ακτές της Ευβοίας, πότε μεταφέροντας στρατό και εφόδια και πότε πολιορκώντας. Ανάλογα κερδίζει και έτερο τίτλο από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο «της ευεργέτιδος».
Τους άξιζε όμως όλους τους τίτλους γιατί τρία ολάκερα χρόνια με το πλοίο της, που κυβερνούσε ο ίδιος ο Θεός και το εξόπλιζε με δικά της έξοδα, πάλευε στην θάλασσα. Κάποια στιγμή όμως σώθηκαν τα χρήματα, σώθηκε και το καράβι από την λεηλασία της αρμύρας και την φωτιά της μάχης, οπότε η Δόμνα το χάρισε στην κυβέρνηση. Παρ’ όλα αυτά το καράβι δεν αχρηστεύτηκε. Στα χέρια του Πιπίνου το 1824 μετετράπη σε πυρπολικό και έκαψε την τουρκική φρεγάτα «Χαζνέ Γκεμισί», στον Τσεσμέ.
Όμως χωρίς καράβι η Δόμνα περνάει δύσκολες μέρες με τα τρία αγόρια της και τα δύο κορίτσια. Δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο, όταν χάνει το μικρότερο αγόρι της σε μια επιδημία το 1825 και το 1857 στην συνέχεια ένα άλλο που ήταν κωφάλαλο… Έτσι αποτραβιέται στην Μύκονο για να ζήσει ταπεινά με τα υπόλοιπα παιδιά της. Ιδιαίτερη φροντίδα προσδίδει στην ανατροφή του πρώτου παιδιού της του Θεμιστοκλή που γεννήθηκε το 1815 στην Χίο. Τον ονειρεύεται καπετάνιο άξιο να συνεχίσει το έργο του πατέρα του, του καπετάν Βισβίζη. Κάποια στιγμή ο Θεμιστοκλής ντυμένος μέσα στην άσπρη φουστανέλα, 14 χρονών, προσλαμβάνεται από τον Γάλλο Φιλέλληνα Roche μαζί με άλλα ελληνόπουλα, για να σπουδάσουν με έξοδα φιλελλήνων στο Παρίσι.
Η Δόμνα πίνει και το πικρό φαρμάκι της ξενιτιάς, αλλά εμπρός στο καλό του παιδιού και της πατρίδος ορθώνεται, το αγκαλιάζει, το αποχαιρετά συμβουλεύοντάς το, όπως πάλαι ποτέ ο Τωβίτ τον γιό τον Τωβία… Έτσι αποχωρίζονταν τα παιδιά τους τότε οι Γονείς. Τώρα δυστυχώς ανοχύρωτα ψυχικά και «συμβουλεύοντάς» τα ψυχοκτόνα, οι σύγχρονοι γονείς τα εκδιώκουν στο παιδομάζωμα του εξωτερικού δήθεν για σπουδές, δήθεν για δουλειά, κατ’ ουσίαν όμως για ένα επιπλέον μαχαίρωμα στο σώμα της Ελλάδος, που αιμορραγεί ακατάσχετα απ’ όλα τα σημεία, προπάντων όμως από τον ανηλεή διωγμό των νηπίων. Των θυμάτων των εκτρώσεων…
Ο Θεμιστοκλής όμως οχυρωμένος από την παραδειγματική ζωή της καπετάνισσας, ντυμένος πάντα με την ελληνική φουστανέλα του, «ντυμένος» με το ηρωικό όνομα Βισβίζης, έκανε γνωστή και την μάνα Βισβίζη στην ξενιτιά. Έτσι οι φιλέλληνες Γάλλοι της έστειλαν 50 τάληρα για μια φορεσιά.
Η Δόμνα όμως δεν συγκινήθηκε τόσο για τα χρήματα, όσο για την προκοπή του παιδιού της. Οι πραγματικοί γονείς χαίρονται και αγάλλονται για την πνευματική καρποφορία των παιδιών τους και τ’ αποχαιρετούν με την ευχή «ο Θεός μαζί σου».
Έτσι έπνιγε η Δόμνα με δάκρυα το γράμμα του παιδιού της, καρτερώντας Ιωβικά την επιστροφή του για να δουλέψει για την πατρίδα, όπως ακριβώς δούλεψε ο πατέρας του.
ΟΧΙ όπως οι σύγχρονοι γονείς που επιμελώς καθοδηγούν τα παιδιά τους στην καλοπέραση, στην κραιπάλη, στην εγωπάθεια και στην αποκτήνωση.
Οπότε ο Θεμιστοκλής επέστρεψε μορφωμένος και με όρεξη για δουλειά.
Το γεννημένο παιδί μέσα στο πλοίο και τους κινδύνους, κέρδισε την εμπιστοσύνη της πατρίδος και ανέβηκε στα αξιώματα επαξίως.
Τότε βλέπετε υπήρχε η έννοια της αξιοκρατίας και της επιβράβευσης της εργατικότητος. Τώρα υπάρχει η κομματοκρατία, η οχλοκρατία, η γλοιώδης έρπηση των «γυμνοσαλιάγκων» και η επικρότηση της τεμπελιάς.
Η Θρακιώτισσα όμως ταπεινή, όπως ταπεινός και ο Κύριος, με σύνταξη 30 Δραχμές, αυτάρκης, ζητούσε μόνο την ευτυχία της πατρίδος.
Αυτό άλλωστε συνέστησε ο Χριστός. «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματ. 6,33). Η πατρίδα σαν πνευματικό καθίδρυμα του Θεού στη γη, αποτελούσε το κύριο μέλημα της Δόμνας. Δεν ζητούσε ούτε πλούτη, ούτε δόξα, ούτε τιμές. Η φτώχεια της ήταν το μεγαλύτερο παράσημο του αγώνος. Πιστή μαθήτρια του Χριστού στην πράξη σ’ ένα φτωχικό σπιτάκι του Πειραιά, τον Νοέμβριο του 1852, παραδίδει το πνεύμα της στον Κύριο να το διαφυλάξει καθαρό και σφριγηλό, για να της το αποδώσει κατά την δευτέρα παρουσία του στο ΝΕΟ της ΣΩΜΑ. Το άφθαρτο. Έτσι πάνε αυτά. Τα άφθαρτα. Μαζί· ομοούσια και αχώριστα.
Η ανωτέρω αναφορά αποτελεί ένα ταπεινό μνημόσυνο προς την ηρωίδα· προπάντων όμως υποδαυλίζει την σύγχρονη γυναίκα και μάνα να εξέλθει εκ μέσου της ελώδους και απνευμάτιστης ζωής της συγχρόνου κοινωνίας και ν’ ανυψωθεί στην σφαίρα του χρέους, προσαρτώμενη στο άρμα των ελληνίδων γυναικών του 1821. Αυτών που παρέδωσαν Ελλάδα. Μια Ελλάδα που την θανατώνουμε αισχρά και με αφόρητο πάθος οι σύγχρονοι «Έλληνες»! Κυβερνήτες και λαός.
Αυτές πέθαναν, κι όμως είναι ζωντανές. Εμείς οι νεοέλληνες ζούμε, κι όμως είμαστε νεκροί.
Αρίσταρχος
Παράρτημα
Μέρος του μεγαλείου της προσωπικότητας, αυτής της ηρωίδας, μπορεί να φανεί και μέσα από το παρακάτω δημοτικό ποίημα:
Πουλάκι πόθεν έρχεσαι, πουλάκι γι΄ αποκρίσου
μην είδες και μην άκουσες για την κυρά Δομνίτσα
την όμορφη, τη δυνατή, την αρχικαπετάνα,
πούχει καράβι ατίμητο και πρώτο μεσ’ στα πρώτα,
καράβι γοργοτάξιδο, καράβι τιμημένο,
καράβι που πολέμησε στης Ίμπρος το μπουγάζι;
Και το πουλάκι στάθηκε και το πουλάκι λέει,
την είδα την απάντησα σιμά στο Αγιονόρος
τρεις μέρες επολέμαγε με δυο χιλιάδες Τούρκους
Καράβια εδώ, καράβια εκεί, καράβια παρά πέρα
και τούτη σαν τον αετό ώρμαγε και χτυπούσε
δεξιά ζερβά κι ανάστροφα κι όπου βολούσε ακόμα
κι άκουγες βόγγους δυνατούς και στεναγμούς μεγάλους
κι άκουγες κλάματα πικρά, κατάρες στην κατάρα
κι θάλασσες κοκκίνιζαν ως φέσια των αγάδων.