Ο απόστολος Παύλος, θέλοντας να τονώσει τον μαθητή του Τιμόθεο που αγωνίζεται σε μια κοινωνία αστάθειας και προδοσίας σε καιρούς πολύ χαλεπούς (πρβλ. Β´Τιμ. 3,1-9), του υπενθυμίζει –συν τοις άλλοις– και την αγωγή που είχε πάρει από μικρός. Ήταν προνομιούχος και υπερείχε των άλλων συνανθρώπων του, διότι «από την βρεφική του ηλικία γνώρισε τα ιερά γράμματα» (Β´Τιμ. 3,15). Η Παλαιά Διαθήκη ήταν η τροφή του Τιμόθεου, από τότε που ήταν βρέφος. Μαζί με το υλικό γάλα η γιαγιά του Λωίδα και η μητέρα του Ευνίκη, τις οποίες ο Παύλος αναφέρει ευφήμως στην αρχή της επιστολής του (Β´ Τιμ. 1,5), τον έθρεψαν και με το άδολο γάλα της Γραφής, που ήταν η τροφή της παιδικής του ψυχής. Μέσα από την αναφορά αυτή του Παύλου διαφαίνεται η σημασία της οικογένειας για την χριστιανική και σωστή διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου και μάλιστα η σημασία της μητέρας και της γιαγιάς. Η γυναίκα είναι αυτή που δίδει την σφραγίδα της αγωγής στο παιδί, διότι από αυτήν εξαρτάται περισσότερο.Το περιβάλλον που μεγάλωσε ο Τιμόθεος ήταν ειδωλολατρικό, ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης (Πραξ. 16,2) κι όμως η συμβολή των γυναικών της οικογένειας, γιαγιάς και μητέρας, έφθασε να δώσει την σωστή χριστιανική ανατροφή.
Ας δούμε όμως και από άλλα παραδείγματα αγίων και μάλιστα των Τριών Ιεραρχών, την συμβολή της μητέρας στην σωστή και χριστιανική διαπαιδαγώγηση της οικογένειας.
Α΄. Μ. Βασίλειος. Από τη μητέρα του Εμμέλεια ομολογεί ότι γνώρισε το Θεό. Η μητέρα του γέννησε δέκα παιδιά, από τα οποία το ένα δεν επέζησε. Τα υπόλοιπα ήταν τέσσερα αγόρια και πέντε κορίτσια. Όλα τ’ αγόρια και μία κόρη, η Μακρίνα, αφιερώθηκαν. Τρεις επίσκοποι (Βασίλειος, Γρηγόριος, Πέτρος) και δύο μοναχοί (Ναυκράτιος και Μακρίνα).
Η Εμμέλεια είχε κάνει το σπίτι Εκκλησία, ενώ οι περισσότερες μητέρες και γονείς το κάνουν θέατρο. Τους δίδαξε Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Τα έμαθε να προσεύχονται. Τα στήριξε στην κατά Θεό αφιέρωση.
Πρώτη αυτή, μετά το θάνατο του συζύγου της, μαζί με τη κόρη της Μακρίνα συνέπηξε μονή στα κτήματα της οικογενείας στον Πόντο. Κοντά τους πήγε και ο Ναυκράτιος, ο οποίος μόνασε σε ανάλογη ανδρική. Αργότερα μετά το τέλος των σπουδών του ακολούθησε και ο Βασίλειος.
Η Εμμέλεια είχε σύντροφο πιστό και μόνιμο σ’ όλη τη ζωή της τον πόνο. Πέθανε ο πατέρας της σαν μάρτυρας στους διωγμούς, πέθανε ο άνδρας της νέος, ο γιος της Ναυκράτιος σκοτώθηκε, 27 ετών, σε κυνήγι, και ο Βασίλειος ήταν μόνιμα άρρωστος και καταβεβλημένος. Κι όμως παρέμεινε στητή και ολόρθη. Ασκούσε την ελεημοσύνη σε μεγάλο βαθμό και στήριζε τα παιδιά της.
Η γιαγιά του Μ. Βασιλείου Μακρίνα και η μεγάλη του αδελφή, που πήρε το ίδιο όνομα με τη γιαγιά τους, ήταν άλλες δύο γυναίκες που στήριξαν και καθοδήγησαν τον Βασίλειο.
Β΄. Γρηγόριος ο Θεολόγος. Η μητέρα του Νόννα ήταν δάσκαλος της ευσεβείας όχι μόνο των παιδιών της αλλά όλης της οικογενείας τους. Πέτυχε τον άνδρα της από αιρετικό να τον κάνει ορθόδοξο και μάλιστα να τον καλλιεργήσει τόσο, ώστε αργότερα να γίνει ιερέας και επίσκοπος Ναζιανζού.
Επίσης, αν και υπήρξε άτεκνη για πολλά χρόνια και έφθασε σε προχωρημένη ηλικία χωρίς παιδιά, πέτυχε με τις προσευχές και τα δάκρυά της να καταργήσει την ατεκνία της και απέκτησε τρία παιδιά· τον Γρηγόριο, την Γοργονία και τον Καισάριο. Έχασε όμως τον Καισάριο σε ηλικία 38 ετών το 368, και την Γοργονία σε ηλικία 42 ετών το 369. Ο μόνος που επέζησε και τους έκλεισε τα μάτια, αυτήν και τον άνδρα της, ήταν ο Γρηγόριος, τον οποίον αφιέρωσαν στον Θεό εξ αρχής, σαν το πρώτο αγόρι τους. Έτσι αυτή ήταν όσο ζούσε το στήριγμά του.
Γ΄. Χρυσόστομος. Η μητέρα του Ανθούσα μένει χήρα στη ζωή της πολύ νωρίς, ενώ ήταν 20 ετών. Δεν ξαναπαντρεύτηκε και δεν χάρηκε τίποτα, αφού η έγγαμος ζωή της ήταν τόσο σύντομος. Ουσιαστικά έζησε σαν παρθένος έχοντας όμως τα βάρη του γάμου· μία κόρη, που μόνο μία φορά την αναφέρει ο Παλλάδιος και της οποίας αγνοούμε και το όνομά της, και τον Ιωάννη, στον οποίο έκτοτε αφιερώθηκε. Του δίδαξε την αγία Γραφή· τον στήριξε με την προσευχή και τη συμπαράστασή της· καλλιέργησε την ψυχή του. Ο Λιβάνιος, ο ειδωλολάτρης διδάσκαλος του Χρυσοστόμου, όταν έμαθε ότι «η μητέρα του είναι 40 ετών και έχει 20 και πλέον έτη από τότε που έχασε τον πατέρα του, έμεινε κατάπληκτος και αναφώνησε· ‘Πω! Πω! Κοιτάξτε τι γυναίκες υπάρχουν μεταξύ των χριστιανών’» (Ι. Χρυσοστόμου έργα, Ε.Π.Ε. 30,19). Έμεινε μαζί του 23 ολόκληρα χρόνια, ως τον θάνατό της. Ο Χρυσόστομος ομολογεί στα έργα του ότι η μητέρα του τον έσωσε από τα πάθη του, τον διαφύλαξε από το αισχρό και ειδωλολατρικό περιβάλλον της Αντιοχείας, και τον στήριξε στην κατά Θεό ζωή.
Οι κατά σάρκα πατέρες τους, του μεν Βασιλείου πέθανε όταν ήταν σε ηλικία 15 ετών, αφήνοντάς τον έτσι αβοήθητο στην δύσκολη περίοδο της εφηβείας, του δε Γρηγορίου ήταν στην αρχή αιρετικός (Υψιστάριος· θρήσκευμα που αποτελείτο από ιουδαϊκά και εθνικά στοιχεία και η λατρεία του υψίστου Θεού συνδυαζόταν με τη λατρεία του πυρός) και αργότερα χώλαινε στην διάκριση των θεολογικών εννοιών μ’ αποτέλεσμα να υπογράψει και φιλοαρειανικό σύμβολο πίστεως ως επίσκοπος. Γι’ αυτό βοηθήθηκε από τον υιό του στη διαποίμανση, χωρίς αυτός να τον βοηθήσει ουσιαστικά. Και ο πατέρας του Χρυσοστόμου πέθανε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του. Συνεπώς οι πατέρες των Τριών Ιεραρχών δεν μπόρεσαν ν’ ασκήσουν ουσιαστική αγωγή στα παιδιά τους. Οι μητέρες τους λοιπόν ήταν αυτές που διαμόρφωσαν –μετά το Θεό– τις προσωπικότητές τους και τον χαρακτήρα τους.
Σήμερα γίνεται πολύς λόγος, μέσα στα πλαίσια της πλήρους εξισώσεως ανδρών και γυναικών, να δοθεί από την Εκκλησία η ιερωσύνη και στις γυναίκες. Και ήδη στα παρακλάδια του προτεσταντισμού γίνεται αυτό. Η καθ’ ημάς όμως Ορθόδοξη Ανατολή έχει ως ιερωσύνη της γυναίκας την μητρότητα και την αγωγή των παιδιών. Η μητέρα τα φέρνει στον υλικό κόσμο μετά από εννεάμηνη κύηση και η μητέρα καλείται με πνευματικές ωδίνες και πνευματικό τοκετό να τα φέρει και στον πνευματικό κόσμο του ορθοδόξου δόγματος και της ηθικής. Στην μητέρα κυρίως οφείλουμε το ζην, το ευ ζην, αλλά και το αιωνίως και κατά Θεό ζην.
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ