ΑΛΗΘΙΝΗ ΚΑΙ ΨΕΥΤΙΚΗ ΑΓΑΠΗ

Οι άνθρωποι μιλώντας για την αγάπη είναι τόσο συγχυσμένοι πνευματικά και διανοητικά που την νοθεύουν και την κατακρεουργούν. Λένε αγάπη και αναφέρονται στον εγωισμό των ανθρώπων, στη τάση να υποδουλώνουμε τους άλλους και να τους έχουμε υποχείριά μας και στο απέραντο μίσος που μας καταλαμβάνει εναντίον αυτών που δήθεν αγαπούμε, όταν αυτοί δεν δεχθούν να υποταχθούν στις ορέξεις μας. Ο άγιος Χρυσόστομος ερμηνεύοντας τον ύμνο της αγάπης (Α´ Κορ. 13 κεφ.) ανάμεσα στ' άλλα σπουδαία λέγει και τα εξής πολύτιμα για το θέμα μας.

Μη μου πεις για αυτήν την κοινή και κοσμική, και που μάλλον νόσος είναι παρά αγάπη, αλλά αυτήν που επιζητεί ο Παύλος, η οποία αποσκοπεί στο συμφέρον αυτών που αγαπώνται και όχι αυτών που αγαπούν. Και όπως αυτοί που αγαπούν τα χρήματα, δεν θα ήθελαν να ξοδέψουν χρήματα, αλλά θα προτιμούσαν να στερηθούν, παρά να δουν εκείνα να ελαττώνονται, έτσι και αυτός που αγαπά κάποιον, θα προτιμούσε να πάθει ο ίδιος άπειρα κακά, παρά να δει αυτόν που αγαπά να βλάπτεται.

«Πώς λοιπόν», θα έλεγε κάποιος, «η Αιγύπτια αφού αγαπούσε τον Ιωσήφ, θέλησε να τον βλάψει;». Διότι αγαπούσε με τη διαβολική αγάπη. Ο Ιωσήφ όμως ήθελε όχι αυτήν την αγάπη, αλλά εκείνην που λέγει ο Παύλος. Σκέψου λοιπόν πόσης αγάπης ήσαν οι λόγοι και τα έργα του. Εκείνη έλεγε, «ατίμασέ με και κάνε με μοιχαλίδα και βλάψε τον άντρα μου και κατάστρεψε την οικία μου και τον εαυτό σου απομάκρυνέ τον από του να έχει θάρρος έναντι του Θεού για την τήρηση του θελήματός του», πράγματα που ήσαν δείγμα ότι όχι μόνον εκείνον, αλλά ούτε τον εαυτό της αγαπούσε, ενώ αυτός, επειδή αγαπούσε με γνήσιο τρόπο, απομακρύνθηκε από όλα αυτά.

Και για να γνωρίσεις ότι γι’ αυτήν φρόντιζε, μάθε αυτό από την παραίνεσή του. Διότι όχι μόνο την απομάκρυνε, αλλά και την παρότρυνε με τρόπο που ήταν ικανός να σβήσει κάθε πυρά του πάθους. Διότι «αφού ο κύριός μου»,  λέγει, «έχει σε εμένα τόση εμπιστοσύνη, ώστε δε γνωρίζει τίποτε στην οικία του και όλα όσα έχει τα παρέδωσε στη διαχείρισή μου» (Γέν. 39,8). Αμέσως της θύμισε τον άντρα της για να την κάνει να ντραπεί. Και δεν είπε «ο άντρας σου» αλλά «ο κύριός μου», πράγμα που ήταν περισσότερο ικανό να τη συγκρατήσει και να την πείσει να εννοήσει ποια είναι και ποιον αγαπά, ότι ενώ είναι κυρία, αγαπά δούλο· διότι, αφού εκείνος είναι κύριος και εσύ είσαι κυρία, νιώσε ντροπή λοιπόν για την ένωση με τον δούλο και σκέψου τίνος γυναίκα είσαι και ποιον θέλεις να εναγκαλιστείς και σε ποιον θέλεις να γίνεις αγνώμονας και αχάριστη και ότι εγώ αγαπώ περισσότερο εκείνον και δεν τον προδίδω εξαιτίας σου.

Και πρόσεξε πώς εξυψώνει τις ευεργεσίες του κυρίου του. Επειδή δηλαδή δεν μπορούσε να εννοήσει τίποτε από τα υψηλά εκείνη η βάρβαρη και ακόλαστη, προσπαθεί να την κάνει να ντραπεί από τα ανθρώπινα με τα λόγια· «δεν γνωρίζει τίποτε στην οικία του και όλα τα παρέδωσε σε μένα να τα διαχειρίζομαι»· δηλαδή: «έχω ευεργετηθεί πολύ και δεν μπορώ να χτυπήσω με αυτό το καίριο πλήγμα τον προστάτη μου. Με κατέστησε δεύτερο οικοδεσπότη και τίποτε δεν βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας μου εκτός από εσένα». Εδώ ανορθώνει το φρόνημά της, ώστε τουλάχιστον έτσι να την κάνει να ντραπεί και να δείξει ότι η τιμή είναι μεγάλη. Και ούτε μέχρι εδώ σταμάτησε, αλλά και πρόσθεσε όνομα που ήταν ικανό να τη συγκρατήσει, καθώς λέγει «διότι είσαι γυναίκα του, πώς θα κάνω το κακό αυτό πράγμα;».

Αλλά τι λέγεις, Ιωσήφ; Επειδή δεν είναι εκεί ο άντρας της, ούτε γνωρίζει ούτε βλάπτεται, γι’ αυτό αρνείσαι; Όχι μόνο αυτό αλλά επιπλέον βλέπει και ο Θεός από επάνω. Δεν είναι μόνο ο άνδρας της και κύριός μου, αλλά είναι και ο Κύριος και των δύο, ο Θεός.

Εκείνη όμως δυστυχώς δεν κέρδισε τίποτε από αυτά που έλεγε ο Ιωσήφ, αλλά τον τράβηξε πλησίον της. Διότι έκανε αυτά, όχι διότι αγαπούσε τον Ιωσήφ, αλλά για να ικανοποιήσει τον μανιώδη αμαρτωλό πόθο της και τον αμαρτωλό εγωισμό της· και είναι φανερό από όσα έκανε μετά από αυτά. Διότι και δικαστήριο συγκροτεί και τον κατηγορεί και τον καταδικάζει με ψευδή μαρτυρία και παραδίδει σε θηρίο αυτόν που δεν έπραξε κανένα κακό και τον ρίπτει σε φυλακή· μάλλον δε, όσον της ήταν δυνατόν, και τον κατέστρεψε· έτσι όπλισε εναντίον τον δικαστή με την κατηγορία.

Τι λοιπόν; Άραγε τέτοιος ήταν ο Ιωσήφ;

Το εντελώς αντίθετο βέβαια· καθόσον ούτε έφερε καμμία αντίρρηση σε αυτά, ούτε κατηγόρησε τη γυναίκα.

«Αλλά δεν θα γινόταν πιστευτός», θα μπορούσε να πει κάποιος.

Θα γινόταν διότι τον αγαπούσε πολύ το αφεντικό του. Είναι φανερό αυτό όχι μόνο από την αρχή, αλλά και από το τέλος. Διότι εάν εκείνος ο απαίδευτος δεν τον αγαπούσε πολύ, θα τον σκότωνε όταν το να έβλεπε να σιωπά και να μην έχει τίποτε να φέρει ως αντίρρηση σε όσα τον κατηγορούσαν. Καθόσον και Αιγύπτιος ήταν και άρχοντας και προσβεβλημένος ως προς τη γυναίκα του, όπως νόμιζε, και μάλιστα από δούλο, και δούλο που είχε ευεργετήσει τόσο πολύ.

Όλα αυτά όμως τα νίκησε η αγάπη και η χάρη την οποία έδιδε ο Θεός στον Ιωσήφ.

Αλλά μαζί με αυτήν την χάρη και την αγάπη είχε και αποδείξεις όχι μικρές, εάν ήθελε να δικαιολογηθεί, αυτά τα ίδια τα ενδύματά του. Διότι εάν αυτή είχε βιασθεί, θα έπρεπε τα δικά της ενδύματα να είχαν σχιστεί και το πρόσωπο το δικό της να είχε κατασπαραχθεί, όχι να κρατεί τα δικά του ενδύματα. «Ἐν δὲ τῷ ἀκοῦσαι αὐτὸν ὅτι ὕψωσα τὴν φωνήν μου καὶ ἐβόησα, καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ παρ᾿ ἐμοὶ ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν ἔξω» (Γέν. 39,15). Γιατί λοιπόν τον ξέντυσες, αφού δεν ήθελες να σε βιάσει;

Εγώ όμως όχι μόνο από αυτό, αλλά και από όσα έγιναν μετά θα μπορέσω να αποδείξω την εύνοια και την αγάπη του Ιωσήφ. Διότι και όταν βρέθηκε στην ανάγκη να πει την αιτία της φυλακίσεώς του και του ότι βρισκόταν εκεί, ούτε τότε φανέρωσε αυτό που έγινε, αλλά  τι λέγει; «Διότι με έκλεψαν κάποιοι άνθρωποι από τη χώρα των Εβραίων, και χωρίς να κάνω κακό με φυλάκισαν άδικα» (Γέν. 40,15)· και πουθενά δεν αναφέρει ούτε τ' αδέλφια του ούτε τη μοιχαλίδα, ούτε καυχιέται για το γεγονός, πράγμα που ο καθένας θα πάθαινε, και αν όχι εξαιτίας της φιλοδοξίας, οπωσδήποτε όμως για να μη φανεί ότι η αιτία για να φυλακιστεί ήταν κάποιο κακούργημα. Αλλά εάν και άνθρωποι που αμαρτάνουν δεν αποφεύγουν τόσο πολύ να διαλαλήσουν αυτά, αν και το πράγμα ντροπή φέρει, πώς δεν αξίζει να θαυμάσουμε εκείνον, διότι, παρά το ό,τι ήταν καθαρός, δεν αποκάλυψε τον έρωτα της γυναίκας, ούτε δημοσίευσε την αμαρτία προς καταισχύνη, ούτε όταν ανήλθε στον θρόνο και έγινε βασιλιάς όλης της Αιγύπτου κράτησε κακία στη γυναίκα, ούτε την τιμώρησε.

Είδες πως αυτός φρόντιζε γι’ αυτήν ενώ εκείνη δεν αγαπούσε, αλλά κατεχόταν από μανία; Διότι δεν αγαπούσε τον Ιωσήφ, αλλά ήθελε να ικανοποιήσει το ακόλαστο πάθος. Και αυτοί οι λόγοι της ακόμη, εάν εξετάσει κανείς λεπτομερώς είναι γεμάτοι από θυμό και κακουργία. Τι λέγει δηλαδή; «Έφερες μέσα στην οικία Εβραίο δούλο για να μας εξευτελίσει» (Γέν. 39,17) κατηγορώντας την ευεργεσία στον άντρα της· και επιδείκνυε τα ιμάτια, ενώ είχε γίνει αγριότερη από κάθε θηρίο.

Εκείνος όμως δεν φέρθηκε έτσι. Και τι λέγω για την αγάπη προς αυτήν, αφού και προς τους αδελφούς του που τον κατέστρεψαν τέτοιος ήταν και ούτε για εκείνους είπε τίποτε κακό ποτέ, ούτε μέσα του, ούτε σε κανέναν άλλο;

Γι’ αυτό ο Παύλος λέγει ότι η αγάπη είναι η μητέρα όλων των αγαθών και θέτει πρώτη αυτήν από τα θαύματα και τα άλλα χαρίσματα. Διότι, όπως ακριβώς όταν υπάρχουν μεν χρυσά ιμάτια και υποδήματα, έχουμε ανάγκη και κάποιας άλλης αποδείξεως για να γνωρίσουμε τον βασιλέα, εάν όμως δούμε την πορφύρα και το στέμμα, δε ζητούμε κανένα άλλο σημείο της βασιλείας, έτσι λοιπόν και εδώ· όταν υπάρχει στο κεφάλι το στέμμα της αγάπης, αρκεί για να δείξει σε εμάς τον τέλειο μαθητή του Χριστού, όχι μόνο σε εμάς, αλλά και στους απίστους. Διότι «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ιω.13,35).

 Ώστε αυτό είναι μεγαλύτερο από όλα τα σημεία, αφού βεβαίως από αυτό αναγνωρίζεται ο μαθητής.

Και αν ακόμη δηλαδή μερικοί κάνουν αναρίθμητα θαύματα, αλλά πολεμούν μεταξύ τους, θα γίνουν καταγέλαστοι στους απίστους· όπως και αν δεν κάνουν κανένα θαύμα, αλλά έχουν τέλεια αγάπη μεταξύ τους, θα είναι πάντοτε σεβαστοί και απείρακτοι.

Διότι και τον Παύλο γι' αυτό τον θαυμάζουμε, όχι για τους νεκρούς που ανέστησε, ούτε για τους λεπρούς που θεράπευσε αλλά επειδή έλεγε: «Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;» (Β΄Κορ.11,29). Διότι και αν προσθέσεις σε αυτά αναρίθμητα θαύματα, δεν θα πεις τίποτε ίσο με την αγάπη.

Καθόσον και ο ίδιος είπε ότι τον αναμένει μισθός, όχι επειδή έκανε θαύματα, αλλά επειδή με τους ασθενείς έγινε ως ασθενής. Διότι «Τίς οὖν μοί ἐστιν ὁ μισθός; ἵνα εὐαγγελιζόμενος ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ μὴ καταχρήσασθαι τῇ ἐξουσίᾳ μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ» (Α΄Κορ. 9,18).

Και όταν θέτει τον εαυτό του πρώτο από τους αποστόλους δεν λέγει: «περισσότερα θαύματα έκανα από αυτούς», αλλά «περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα» (Α΄Κορ. 15,10). Και  γι' αυτό προτιμούσε να αποθάνει από την πείνα για τη σωτηρία των μαθητών. Διότι «Μου είναι προτιμότερο», λέγει, «να πεθάνω, παρά να ματαιώσει κανείς το καύχημά μου» (Α΄Κορ. 9,15)· όχι γιατί ήθελε να καυχηθεί, αλλά για να μη φανεί ότι τους κατηγορεί. Διότι πουθενά δεν καυχάται ποτέ για τα κατορθώματά του, όταν δεν είναι απαραίτητο· αλλά και αν ακόμη αναγκαστεί και το κάνει, ονομάζει τότε ανόητο τον εαυτό του. Εάν δε και καυχάται κάποτε, καυχάται για τις ασθένειες, τις ύβρεις, για το ότι συμπάσχει και πονά πάρα πολύ με αυτούς που υποφέρουν· όπως ακριβώς και εδώ λοιπόν λέγει «Ποιος ασθενεί και δεν ασθενώ και εγώ;». Αυτοί οι λόγοι έχουν περισσότερη αξία και από κινδύνους και πόνους·  γι' αυτό και θέτει αυτά μετά, όταν εντείνει τον λόγο.

Σε τι λοιπόν θα είμαστε άξιοι εμείς συγκρινόμενοι με εκείνον, οι οποίοι ούτε χρήματα περιφρονούμε για τον εαυτό μας, ούτε αυτά που περισσεύουν από τα υπάρχοντά μας δίνουμε; Εκείνος όμως δεν ήταν έτσι, αλλά και την ψυχή και το σώμα του έδιδε, για να εισέλθουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που τον λιθοβόλησαν και τον χτύπησαν. «Διότι έτσι με δίδαξε», λέγει, «να αγαπώ ο Χριστός, που άφησε την νέα εντολή για την αγάπη, και την οποία ο ίδιος πραγματοποίησε με τα έργα». Διότι ενώ ήταν βασιλεύς των πάντων και της μακαρίας θείας φύσεως, ανθρώπους τους οποίους δημιούργησε από το μηδέν και τους οποίους απείρως ευεργέτησε, αυτούς ακόμη και όταν τον ύβριζαν και όταν τον έφτυναν δεν τους εγκατέλειψε, αλλά και άνθρωπος έγινε γι’ αυτούς και συναναστράφηκε με πόρνες και τελώνες και τους νεκρούς τους ανέστησε και τους δαιμονιζόμενους θεράπευσε και τον ουρανό υποσχέθηκε.

Και μετά από όλα αυτά αφού τον συνέλαβαν τον κτύπησαν, τον έδεσαν, τον μαστίγωσαν, τον περιγέλασαν και τέλος τον σταύρωσαν. Και ούτε έτσι τους εγκατέλειπε, αλλά και ενώ ήταν επάνω στον σταυρό, λέγει: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» [Λουκά 23,34]. Τον δε ληστή που πριν από αυτό τον κατηγορούσε τον έβαλε και στον Παράδεισο και τον Παύλο που ήταν διώκτης του τον έκανε απόστολο και τους δικούς του και αφοσιωμένους σε Αυτόν μαθητές παρέδιδε σε θάνατο για τη σωτηρία των Ιουδαίων που τον σταύρωσαν.

Αυτά λοιπόν όλα συλλέγοντας για τον εαυτό μας, δηλαδή τα έργα της αγάπης του Θεού και των αγίων, ας δείξουμε ζήλο, ας μιμηθούμε αυτά τα κατορθώματα και ας αποκτήσουμε την ανώτερη από όλα τα χαρίσματα, αγάπη, την αληθινή αγάπη, για να επιτύχουμε και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά, τα οποία είθε να επιτύχουμε όλοι, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και στο άγιο και αγαθό Πνεύμα ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Για την αντιγραφή και ελαφρά διασκευή·

ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

 

Κορυφή