Γράφει ὁ πρωτοπρεσβύτερος Χρῖστος Κυριακόπουλος
Γενικὸς Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος
Ἱ. Μητροπόλεως Κηφισίας, Ἀμαρουσίου,
Ὠρωποῦ καὶ Μαραθῶνος
Ἡ εἴσοδος τῶν πιστῶν στὴν εὐλογημένη περίοδο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀποτελεῖ μία μοναδικὴ λατρευτικὴ εὐκαιρία θεολογικῆς καὶ λειτουργικῆς κατηχήσεως μὲ ὅλα τὰ στάδια τῆς ὀρθόδοξης τέχνης τοῦ βίου. Ὁ εὐλογημένος καιρὸς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς σηματοδοτεῖται καὶ μὲ μοναδικὰ κατανυκτικὰ τροπάρια, καθὼς καὶ μὲ ποιητικὴ μεγαληγορία. Γι’ αυτὸ κρίναμε καλὸ νὰ καταθέσουμε μερικὲς ταπεινὲς σκέψεις μας γιὰ τὸ μουσικὸ μέρος τῆς λατρείας μας, τὸ ὁποῖο προσδέχεται ὁ Ἁγιοτριαδικός μας Θεός, κλίνων οὖς εὐήκοον στὶς καθαρὲς ψυχὲς τῶν ψαλλόντων πρὸς Αὐτόν. Ἡ μύηση λοιπὸν στὴ μουσικὴ πλευρὰ τῆς λατρείας μας ἔχει ἀναμφισβήτητη λειτουργικὴ καὶ κατηχητικὴ ἀξία, ὡς ἐμμελὴς παιδαγωγία ἑτοιμασίας διὰ τὰ Ἄχραντα Πάθη καὶ τὴν ἔνδοξον Ἀνάστασιν τοῦ Θεανθρώπου.
Ἡ εκκλησιαστικὴ μουσικὴ εἶναι, πρῶτα καὶ κύρια, λειτουργικὴ τέχνη. Εἶναι ὄργανο τῆς θείας λατρείας καὶ καθιστᾶ τοὺς θεράποντές της ὑπηρέτες τοῦ Λόγου καὶ ἐκφραστὲς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὴ δοξολογία, τὴν ἐξομολόγηση καὶ τὴν προσευχή. Εἶναι ἡ μουσικὴ τῶν Ἀγγέλων, κατὰ τὴν ἔννοια ὅτι καὶ χωρὶς ἀγγελικὲς φωνὲς οἱ λέξεις καὶ τὰ θεῖα νοήματα ζυμώνονται μὲ τὴν σοβαρὴ καὶ ταπεινὴ μελωδία καὶ ἀνεβαίνουν ψαλμοὶ μετάρσιοι στὸν θρόνο τοῦ Παντοκράτορος, «ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων». Πιστεύουμε ὅτι ἔτσι ὑμνοῦν καὶ οἱ ἀσώματες δυνάμεις τὴν Ἁγία Τριάδα. Εἶναι λοιπόν ἀναγωγικὸ κατόρθωμα ἡ ἐμμελὴς καὶ ἱεροπρεπὴς ἀπόδοση τῶν θεσπεσίων καὶ δογματικώτατων κανόνων. Εἶναι ἔμμεση θεολογία γιὰ τὸ χρωματικὸ ἄκουσμα τῆς ἀκοῆς, ποὺ τέρπει ὅμως τὸ πνεῦμα καὶ χαρίζει ρίγη θείας συγκινήσεως ἀκόμη καὶ στὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο συγχορεύει μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς μάρτυρες τῆς πίστεώς μας. Εἶναι ἑπομένως μιὰ ἄυλη πολιτιστικὴ σφραγίδα τῆς ὀρθόδοξης κοσμοθεωρίας ποὺ καθιστᾶ τὴν προσευχὴ ἠχητικὸ ἀποτύπωμα τῆς παρουσίας τοῦ Ἀοράτου μέσα μας.
Ὅποιος δὲν τὰ αἰσθάνεται καὶ δὲν τὰ καταλαβαίνει ἢ δὲν τὰ σέβεται αὐτὰ εἶναι ἄγευστος τῆς θείας λατρείας. Σαφῶς ἡ προσευχή ἐπιτελεῖται στεναγμοῖς ἀλαλήτοις, ὅμως ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει στοὺς ἁγίους ὑμνογράφους καὶ μελωδοὺς νὰ τὴν χαρίζουν ἀκουστικὰ καὶ σὲ ἄλλους πιστούς, γιὰ νὰ κοινωνοῦν καὶ ἐκεῖνοι στοὺς μύχιους στεναγμούς τῆς καρδίας. Ὅταν αὐτοὶ οἱ μύχιοι στεναγμοὶ γίνονται λόγος-ὁμιλία, τότε τὸ μέλος ἔρχεται ὡς ποιητικὴ ἐπένδυση νὰ ἐπιστέψει αὐτὰ τὰ γιγαντωμένα μέσα ἀπὸ τὴ θεολογία τῆς πίστεως νοήματα καὶ νὰ τὰ μεταβάλει σὲ προσευχητικοὺς ἀναβαθμούς. Ἐπειδὴ ἡ θεία ὑμνογραφία ἀποτελεῖ τὸ θεολογικώτερο μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας, πρέπει καὶ ἡ μελωδία νὰ παρακολουθεῖ χωρὶς ἀκροβατισμοὺς καὶ τερτίπια (δίγοργα καὶ τρίγοργα) μὲ τὸν ἁπλό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τετράσημο ρυθμὸ, ὅπως μάλιστα εἶναι ἀποκρυσταλλωμένη στὶς κλασικὲς ἐκδόσεις τὶς ἐγκεκριμένες ἀπὸ τὴν Μ.Χ.Ε., δηλαδή τὸ Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο.
Ἰδίως αὐτὲς τὶς μέρες, στὸ κατώφλι τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τῆς ὁποίας ἀποκορύφωμα εἶναι ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα μὲ τὴ συνολικὴ ἐκπληκτικὴ βυζαντινὴ ὀκταηχία, ἡ ἀγγελικὴ μελωδία ὑπογραμμίζει τὴ συντριβὴ καὶ τὸ πάθος, τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση, καὶ τὶς ἱκεσίες τῶν πιστῶν πρὸς τὰ Θεῖα Πάθη ποὺ γίνονται καὶ δικὰ τους κατὰ τὴν ἐκκλησιαστική μέθεξη.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ ὑπερβαίνει τὰ κοσμικὰ ἀκούσματα καὶ τὰ συναισθηματικὰ ξεσπάσματα. Εἶναι λυτρωτικὸς λυρισμός. Ὁ ἄνθρωπος-ψάλτης ἀνοίγει διάλογο μὲ τὸν ἄκτιστο Θεὸ στὴν μεταισθητικὴ καὶ μεταγλωσσικὴ σφαίρα τῆς πνευματικότητας.
Γι’ αὐτὸ ἡ μουσικὴ τέχνη τῶν ἀγγέλων τρόπόν τινα γίνεται καὶ γήινο ἐρέθισμα ὥστε νὰ ἀπολαμβάνει ὁ χοϊκὸς ἄνθρωπος μὲ τὶς αἰσθήσεις του ἄρρητα ρήματα, ἐξαίσιο ἄκουσμα καὶ περίλαμπρον λάλημα τῆς ἐπίγειας πορείας τοῦ Θεανθρώπου. Πέραν τούτων, τὰ ὑπόλοιπα εἶναι ἁπλῶς θεωρητικὲς καὶ πρακτικὲς γνώσεις τεχνικῆς καταρτίσεως.