Ἀπάντησις εἰς τοὺς ἀρνητὰς ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ... ΘΑΥΜΑΤΑ! Τοῦ κ. Μιχαὴλ Ε. Μιχαηλίδη, Θεολόγου
Οἱ ἀθεϊστές καί ἀρνητές ἔχουν ἐπανέλθει δριμύτεροι. Μᾶς ἔχουν φέρει δυό-τρεῖς αἰῶνες πίσω,˙τήν ἐποχή τῆς ἀποθέωσης τοῦ ὑλισμοῦ καί τοῦ θρησκευτικοῦ, ἤ μᾶλλον, τοῦ ἀντιθρησκευτικοῦ ὑλισμοῦ. Καί τότε, ὅλα αὐτά τά... «φιλελεύθερα» πνεύματα πού εἶχαν ἐπιστρατεύσει ὅλα τους τά ἐπιχειρήματα γιά τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ –καί βέβαια, καί τοῦ Χριστοῦ– ἐπειδή τά θαύματα γιά πάντα, τούς ἀφοπλίζουν, ἔστρεψαν τά βέλη τους ἐνάντια στήν ὕπαρξη τῶν θαυμάτων. Ἀπορρίπτουν τά θαύματα, γιατί, ἄν τά δεχτοῦν, τότε θά πρέπει νά δεχτοῦν, ὄχι μόνο τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού σημαίνει καί ἄρνηση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὀρθή ἡ ἀπάντηση τοῦ Παν. Κανελλόπουλου: «Ἀφοῦ ἡ παντοδυναμία ἦταν ἀναγκαία γιά τή γένεση τοῦ κόσμου, δέ μπορεῖ νά ἔπαψε νά ἐνεργεῖ ὕστερα ἀπό τή γένεση τοῦ κόσμου. Ἄμεση δημιουργία, ἤ δέ σημειώθηκε ποτέ, ἤ ἄν σημειώθηκε μιά φορά, πρέπει νά παραδεχτοῦμε ὅτι σημειώνεται κι ἄλλες ἀμέτρητες φορές. Διότι, μιά παντοδυναμία πού ἔπαψε νά ὑπάρχει, δέ μπορεῖ νά ὑπῆρξε ποτέ». Τό θαῦμα δέν καταργεῖ τούς φυσικούς νόμους, τούς ἀναστέλλει προσωρινά. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐπιστήμη παρεμβαίνει καί ἀναστέλλει τούς φυσικούς νόμους, γιατί δέ μπορεῖ νά τό κάνει ὁ Δημιουργός τοῦ σύμπαντος; Ὁ Victor Hess μέ βραβεῖο Νόμπελ γιά τήν ἀνακάλυψη τῶν κοσμικῶν ἀκτίνων, ἐρωτᾶ: «Μπορεῖ ἕνας ἐπιστήμονας ν’ ἀμφιβάλλει γιά τήν πραγματικότητα τῶν θαυμάτων»; Καί ἀπαντᾶ: «Ὡς ἐπιστήμονας ἀπαντῶ μέ ἔμφαση: Ὄχι, δέ βλέπω κανένα λόγο, γιατί ὁ παντοδύναμος Θεός πού δημιούργησε τά πάντα, δέ θά ᾽τανε σέ θέση ν’ ἀνακόψει ἤ ν’ ἀλλάξει τή φυσική κατά μέσον ὅρο πορεία τῶν γεγονότων». Ὁ Γκαῖτε παραδέχεται ὅτι, «τό θαῦμα εἶναι τῆς πίστης τ’ ἀκριβό παιδίο. Δέν εἶναι ἡ πίστη πού πηγάζει ἀπό τό θαῦμα, ἀλλά τό θαῦμα πηγάζει ἀπό τήν πίστη. Ἡ πίστη εἶναι ὑπερφυσικό δῶρο τοῦ Θεοῦ». «Τά θαύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, παρατηρεῖ ὁ Παν. Τρεμπέλας, εἶναι γεγονότα ἱστορικά. Εἶναι ἀνώτερα πάσης ἀμφισβητήσεως. Ἐάν οἱ προφῆται ἐθαυματούργησαν ὡς δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θαυματουργεῖ ὡς Κύριος καί Δεσπότης». Ἄλλωστε, αὐτός ἀποτελεῖ τό μεγαλύτερο θαῦμα τῆς ἱστορίας. Εἶναι καί θαῦμα καί θαυματουργός. Τά θαύματα εἶναι... «θαύματα»! Δηλαδή, θαυμαστές καί καταπληκτικές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Νοοῦνται, ἀλλά δέν κατανοοῦνται. Εἶναι ὁρατά καί πραγματικά γεγονότα, ἀλλά ὀφείλονται σέ ἀθέατες καί ὑπερφυσικές δυνάμεις. Ἡ αἰτία βρίσκεται μόνο στόν Θεό. Κάθε ἄλλη ἐξήγηση καί ἑρμηνεία εἶναι καί ἐπικίνδυνη καί ἀπαράδεκτη. Μονάχα ὁ Σατανάς ἀγωνίζεται νά μιμηθεῖ τόν θαυματοποιό, ἀλλ’ οἱ ἐνέργειές του εἶναι ὅλες ὑποκρισία καί ψεῦδος. Γίνονται εὔκολα ἀντιληπτές. Ἡ αὐθεντικότητα τῶν εὐαγγελικῶν θαυμάτων τοῦ Ἰησοῦ εἶναι μοναδική καί ἀξεπέραστη. Ἤτανε δυνατό μιά μεγαλοφυΐα σάν τόν Παῦλο, πού δίωκε τόσο ἀμείλικτα τή Χριστιανική Ἐκκλησία καί τούς χριστιανούς, νά πιστέψει στά θαύματα, ἄν δέν ἦσαν ἱστορικά γεγονότα; Τό χαρακτηριστικό τοῦ μύθου εἶναι τό ἀβέβαιο καί ἡ ἀοριστία. Τό καθετί στό μύθο, εἶναι ἐκτός τόπου καί χρόνου. Ἀντίθετα, ἐδῶ, ἔχουμε γεγονότα ἱστορικά καί περιγραφές μέ κάθε λεπτομέρεια. Στούς μύθους δέ δίνει κανένας σημασία. Ἐδῶ τά ἔχουν ἀπόλυτα δεχτεῖ τά μεγαλύτερα πνεύματα τῆς ἱστορίας. Ὁ John Fleming σέ διάλεξή του μέ θέμα «ἐπιστήμη καί θαύματα», δέ διστάζει νά διακηρύξει ὅτι, «ἐάν ἡ μελέτη τῶν εὐαγγελίων γίνεται μέ καλή προαίρεση, τά θαύματα αὐτά γεννοῦν τήν πεποίθηση, ὅτι ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία δέν ἱδρύθη πάνω σ’ ἕνα μύθο, ἤ δέν ἐτράφη ἀπ’ τήν ἀπάτη, ἀλλά στηρίζεται σέ ἱστορικά καί ἀκριβῆ γεγονότα, πού ὅσο κι ἄν φαίνονται παράδοξα, εἶναι διαπιστωμένα ὅτι ἔγιναν πραγματικά, καί εἶναι τά μέγιστα γεγονότα στήν ἱστορία τοῦ κόσμου». Ἡ ἱστορική ἀξιοπιστία τῶν εὐαγγελίων φαίνεται καί ἀπ’ τήν ἀπόλυτη εἰλικρίνεια τῶν ἱ. συγγραφέων, οἱ ὁποῖοι δέν ἀποκρύπτουν ποτέ καί αὐτά τά ἐλαττώματά τους. Οὔτε ὑπερβάλλουν, οὔτε ἐξιδανικεύουν πρόσωπα καί καταστάσεις. Δέ μποροῦσαν ποτέ νά διανοηθοῦν κάτι τέτοιο. Δέν τούς ἄφηνε ἡ βαθιά τους ταπείνωση. Ἡ ἁγιότητά τους εἶναι καί ἡ σφραγίδα τῆς γνησιότητάς τους. Παραποίηση τῆς ἀλήθειας θά ᾽τανε ἡ πιό φρικτή καί ἀνεξιλέωτη ἱστορική ἀπάτη. «Ταῦτα τοῖς πιστοῖς εἰς βεβαίωσιν καί τοῖς ἀπίστοις εἰς διόρθωσιν», λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Μέ αὐτά τά ἁπλά καί λογικά ἐπιχειρήματα, οἱ μέν πιστοί βεβαιώνονται καί στηρίζονται στήν πίστη, οἱ δέ ἄπιστοι λογικεύονται καί διορθώνουν τήν πορεία τῆς ζωῆς τους. Γιά τούς ὀρθολογιστές καί τούς πραγματιστές, τά θαύματα ὑπῆρξαν «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Στούς ὑπερήφανους καί λογικοκράτες ἔγιναν «λίθος προσκόμματος καί πέτρα σκανδάλου», στούς ταπεινούς, ὅμως, εἶναι ἐνέργειες θείας δύναμης καί σοφίας. Ὁ Μεθόδιος Ὀλύμπου σημειώνει μιά σπουδαία παρατήρηση, ταιριαστή καί γιά τίς δυό κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων πού στέκονται ἀπέναντι στόν Ἰησοῦ: «Θηλάζοντες θεολογοῦσι, καί πρεσβύτεροι βλασφημοῦσιν». Μικρά παιδιά ἔχουν τήν ἱκανότητα νά θεολογοῦν, ἐνῶ μεγαλύτεροι στήν ἡλικία καί τή σοφία —πού θά ᾽πρεπε νά θεολογοῦν— αὐτοί βλασφημοῦν μέ τήν πεισματική τους ἄρνηση. Ὅσοι ἀρνοῦνται τά θαύματα, ἀρνοῦνται τό Χριστό. Καί φυσικά, ὅσοι ἀρνοῦνται τό Χριστό, ἀρνοῦνται καί τά θαύματα. Οἱ πιστοί δοξολογοῦν: «Μέγας εἶ Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου»! «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» 2 ΙΟΥΛΙΟΥ 2010
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
|