Δύση! Η παλαίωση του ιματίου της ζωής.

ὁ ἥλιος ἔγνω τήν δύσιν αὐτοῦ”

Ψαλ. 103,19

 

Το “βασίλεμα” του ηλίου, όπως χαρακτηριστικά αποκαλεί την δύση του ο λαός μας, αποτελεί μία χρονική στιγμή μυστηριακής σιγής, ενώ ταυτόχρονα εκφράζονται πάμπολλα. Όχι με λόγια “πτερόεντα”, αλλά με έργα θεμελιακά. Γιατί τα πάντα “ειπώθηκαν” πριν και μάλιστα στην πράξη. Όταν δηλαδή ξεπρόβαλε αποφασιστικά η ανατολή του και κατόπιν κυριάρχησε το εκθαμβωτικό μεσουράνημά του. Το απόγειο μιας μοναδικής ακμής και παράλληλης δόξας. Απόδειξη των προτέρων, η αναγνώριση της κυριαρχίας του ηλίου μέσω της πολύμορφης κάμψης γονάτων έμπροσθέν του, από τους υπηκόους του. Τους ανθρώπους, που έχουν ανάγκη της βασιλείας του.

Μεσουράνημα! Τι μεγαλειώδης έννοια! Προσδιορίζει μεγαλοπρεπώς την στάση κάποιου, στο μέσο του ουρανού. Αλήθεια ποιός από τους ανθρώπους, είτε είναι πλανητάρχης είτε μέγας αρχιστράτηγος, μπορεί να σταθεί πλάι στην εν λόγω λέξη, συγκρινόμενος και αναμετρούμενος με αυτήν ή πολύ περαιτέρω επιβουλευόμενος την ενέργειά της;

Κανείς! Μόνο ο Κύριος βασιλεύει μεσουρανών και κάποια από τα δημιουργήματά του, μέσω των οποίων πιστοποιείται η ύπαρξή του. Αλλά και αυτά μόνο για κάποιο χρονικό διάστημα. Για όσο τα έχει προστάξει ο ίδιος ο Θεός. Ένεκα τούτου “ὁ ἥλιος ἔγνω τήν δύσιν αὐτοῦ” (Ψαλ. 103,19).

Πώς λοιπόν ανόητε άνθρωπε απαιτείς να δεις κατάματα τον Θεό, όταν ούτε καν τολμάς να αντικρύσεις τον ήλιο, το δημιούργημά του; Αλλά λησμόνησα πήγες στη σελήνη, την πάτησες και μεγαλαυχείς. Τι αντίκρυσες εκεί; Ερημιά ατέλειωτη. Με αυτήν όμως συγκρίνεσαι, γιατί είναι έρημη και άγονη η ίδια η ψυχή σου. Παρ' όλα αυτά έχεις το θράσος και κομπάζεις για τον θάνατο του Θεού και την περίοπτη νίκη της επιστήμης. Ποιά νίκη όμως; Για σίμωσε λιγάκι στον ήλιο... Αλλά ας αφήσουμε τα αποκαΐδια της υλοφροσύνης να τα παρασύρει κάποιος άνεμος εξανεμίζοντάς τα.

 

Κάποια στιγμή όμως το “μεσουράνημα”, όσο μεγάλο και αν είναι, χρονικά τερματίζει. Έπεται η απόλαυση της ξεκούρασης. “Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι...”. Τώρα η ανάπαυση του δικαίου. Τα “πολλά” πέρασαν απομένουν τα “λίγα” κι όμως ουσιώδη.

Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Η καρδιά του ανθρώπου κάποια στιγμή, όταν ποθεί να φύγει μακριά, να ταξιδέψει στον οίκο των εορταζόντων, λίγα θέλει. Καθαρή και αναπαυμένη συνείδηση. Τουλάχιστον οι παλιοί, οι ολιγογράμματοι, αλλά βαθύτατα φιλοσοφημένοι πάνω στα έδρανα της ζωής, αυτή την απλή σκέψη εξέφραζαν συχνότατα. “Ο Θεός να δίνει υγεία και ένα μεροκάματο αρκεί”. Όπως και την έκφραση “με τον σταυρό, μπροστά δεν πας”. Φυσικά με την λέξη “μπροστά”, προσδιόριζαν την εύκολη απόκτηση χρημάτων και την ανάλογη κατάληψη υψηλών θέσεων, πράγματα που όμως δεν τους συγκινούσαν. Όταν όμως πλησίαζαν στην πολυπόθητη δύση του βίου τους (κάθε δουλεμένος ποθεί την ανάπαυση, ψυχής και σώματος), καθότι είχαν “φάει την ζωή με την κουτάλα” ασχέτως χρονικής συνύπαρξης μαζί της, λαχταρώντας την ανάπαυση με την πλήρη έννοιά της, ψέλλιζαν “έχω ήσυχη την συνείδησή μου”. Ο Παύλος είχε πει· “τώρα απόκειταί μοι ο στέφανος της δικαιοσύνης”.

Αλλά όλοι οι πρότεροι, μέσα στην θεϊκή απλότητα της σκέψεως και των ακριβών λόγων τους, βημάτιζαν ενστικτωδώς στα χνάρια του Θεού. Έφερναν τον Θεό κοντά με τον τρόπο της ζωής τους, την ομιλία τους, το περπάτημά τους, την ανθρωπιά τους. Γιατί όχι την αγιοσύνη τους. Μέσα στα λάθη τους, αλλά και μέσα στη μετάνοιά τους, στην μεταστροφή τους. Γιατί άγιος δεν είναι ο αλάνθαστος, αλλά ο μετανοών. Είναι αυτός που πέφτει, αλλά ποτέ δεν μένει κάτω. Σηκώνεται! Ώσπου να τον βρει ο Θεός όρθιο. Κάπως έτσι όμως όλοι οι πρότεροι μετάγγιζαν ένα ήθος απροσμέτρητο στους απογόνους τους, χαρίζοντας τρυφερότητα και ζεστασιά. Έναν δοκιμασμένο τρόπο ζωής. Αλλά όλοι αυτοί έδιναν πλουσιοπάροχα, χωρίς να παίρνουν. Ακολουθούσαν ανεπαίσθητα την εντολή του Κυρίου “μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν”. Τώρα, εμείς οι σύγχρονοι, υποταγμένοι στις ποικίλες φανταχτερές φιέστες των συγχρόνων καραγκιόζηδων που “μεσουρανούν” στο κάλπικο στερέωμα της πολυμάθειας και της λογικοκρατίας, εντυπωσιαζόμαστε από τον εξεζητημένο στολισμό της ανθρώπινης βιτρίνας, ελκόμαστε από τα εξωτερικά σχήματα, τα πτυχία, τα πάμπολλα μεταπτυχιακά, τους φανταχτερούς τίτλους και τις λοιπές μακρόσυρτες ακολουθίες των ακριβοπληρωμένων διδακτορικών. Τελικά δεν αντιληφθήκαμε, ότι το όνομά μας είναι πολύ μικρό σε σχέση με όλα αυτά που ακολουθούν πλάι του. Έτσι όμως, δέσμιοι της επιφανείας και πλέοντες νωχελικά ως φελλοί πάνω της, δεν τολμούμε να διεισδύσουμε κάτω απ' αυτήν και να θηρεύσουμε την απλότητα, την τρυφερότητα, την πτωχεία του πνεύματος, βιώνοντας όλα αυτά με βουλιμία και μένοντας... παιδιά. Γιατί αυτό εξέλειψε στην εποχή μας· η παιδική αθωότης. Ακόμη και από τα ίδια τα παιδιά. Πονηρέψαμε όλοι μας και μέσα στην πολυγλωσσία της σύγχρονης Βαβέλ, τελικά δεν απέμεινε “γλώσσα”, να εκφρασθούμε. Να γίνουμε κατανοητοί μεταξύ μας, προσεγγίζοντας τον... πλησίον.

 

Ο ήλιος όμως κάποια στιγμή δύει! Η απουσία του αισθητή και μέσα σε αυτήν καταφαίνεται η αξία του. Πότε; Όταν έχει πλαγιάσει λόγω γηρατειών και αποχωρεί... Τότε μπορεί να μην έχει το εκτυφλωτικό φως του μεσουρανήματος και το επιβλητικό παράστημα της ηγεσίας του. Όμως τότε διακόπτει την σιωπή του, τραγουδώντας το κύκνειο άσμα του, μέσω της εμφαινόμενης πολύχρωμης πανδαισίας του. Αυτός είναι ο ήλιος! Αυτός που δεν έχει εκπνεύσει, αλλά, έχοντας γνώση του χρέους του και της αποστολής του από τον δημιουργό, τρέχει να φωτίσει και θερμάνει και τους λοιπούς, οπότε πάλι με πάθος ξανά επιστρέφει την επομένη, πάλι κοντά μας, για να μας δοθεί, αφού μας έχει δοκιμάσει εν μέσω της νεκροφανείας του. Έτσι λοιπόν δεν θρηνούμε την απώλειά του, αλλά καρτερούμε την νέα ανατολή του. Την ανάσταση! Την αναγέννηση!

 

Έτσι είναι και η ζωή του ανθρώπου. Ένας ήλιος που ανατέλλει με την γέννησή του, μεσουρανεί με την ζωή του, και δύει με την κοίμησή του. Στο χέρι μας είναι να λάμψουμε και να φωτίσουμε σαν αυτόφωτες υπάρξεις εξ' ονόματος Θεού. Στο χέρι μας είναι να προσφέρουμε και να δώσουμε την διαφορετικότητα δίπλα μας, μέσω του προσωπικού μας στίγματος. Έπειτα, κάποια στιγμή, ανακοινώνεται η ώρα αναχώρησής μας, από τον πύργο ελέγχου του ουρανού. Η μετάβαση στην έδρα του φωτός.

Πόσοι όμως από εμάς τους θνητούς, εκλαμβάνουμε την παρουσία μας μέσα στη ζωή, ως πόλη επάνω όρους κειμένη; Ως φως του κόσμου, ως άλας της γης, ως λυχνάρι...; Όσοι πάλι την αισθανόμαστε αυτή την αποστολή και την αποδεχόμαστε, αρκεί η εκτέλεσή της μόνο στην φωταγωγία του καλού, του εντίμου, του ηθικού, του οικογενειάρχου; Μήπως ο εφησυχασμός αυτός αποτελεί μία επικίνδυνη απειλή, μέσω της οποίας κάποιος αόρατος εχθρός προσβάλλει τις υποτιθέμενες οχυρωματικές θέσεις μας και μας κάνει δούλους; Αιχμάλωτους και έσχατους; Αυτό ίσως το αντιληφθούμε την στιγμή που αναμένουμε νωχελικά την άδεια να περάσουμε στην αντίπερα όχθη της... δύσης. Πώς; Βλέποντας να μας προσπερνούν αποφασιστικά η πόρνη, η Χαναναία, ο ληστής και μια στρατιά ανθρώπινα συντρίμμια, που αναζητούν τον Χριστό. Εμείς όλους αυτούς όμως τους είχαμε στο κακό κατάστιχο.

Όμως ο Χριστός το είχε προσημάνει. “Προσοχή· ο πρώτος έσχατος και ο έσχατος πρώτος. Εγώ ήλθα για να σώσω το απολωλός”. Αυτός ο διδάσκαλος που έτρωγε και έπινε μαζί με αμαρτωλούς ανθρώπους, μέσα στο “φαγοπότι του και το πιόμα του” προσπαθούσε, μέσα στα χαλάσματα και τα ερείπια της ζωής, να ανασύρει επιζώντες.

Δεν αρέσει σε κάποιους αυτός ο τρόπος; Ας ακούσουν τότε τον αχό των θεϊκών βημάτων μέσα στην κόλαση της κοινωνίας μας και την διαπεραστική φωνή του “ Ἀδάμ, ποῦ εἶ;” Τότε όμως αυτοί οι κάποιοι, πάλι παρεξηγούνται, γιατί έντρομοι, λόγω θεϊκής επίσκεψης, κρύβονται μέσα στα καβούκια του υλισμού τους. Κάποια στιγμή όμως εκεί που τον έχουμε τον Θεό όλοι μας, στο περιθώριο, ξάφνου τον ανασύρουμε κατά το δοκούν και το συμφέρειν. Σε περιόδους κορωνοπληξίας, ετέρων ασθενειών και λοιπών περιπετειών της ζωής.

Αλλά και τότε ο Θεός έρχεται καθότι ανεξίκακος. Όπως και τότε έξω από την σπηλιά του προφήτου Ηλία, σαν αύρα καθάρια, δροσερή, μέσα στην ζωή μας, επιθυμώντας να την νοηματοδοτήσει, να την προσανατολίσει και να την ασφαλίσει. Προσπαθεί να ενεργοποιήσει τις καρδιές μας από την υλιστική ανακοπή και να ζεστάνει τις παγωμένες ψυχές μας από το πολικό ψύχος της αθεΐας. Προσπαθεί και πάλι να μας διδάξει ένα άλλο τρόπο ζωής. Αυτό έκανε τα πρότερα χρόνια του κορωνοϊού και συνεχίζει... Τι επετεύχθη; Ας αναλογισθούμε μόνοι μας.

Αλλά γι' αυτό οι πρόγονοί μας μεγαλουργούσαν και αναδεικνύονταν μέσα στην μεγαλοπρέπεια της απλότητας και της πενίας τους. Γιατί η ψυχή έτρεχε μπροστά και το σώμα ακολουθούσε πιστό στις επιταγές της. Ενώ εμείς δεν φαίνεται ότι έχουμε ψυχή. Μόνο σώμα. Απόδειξη ότι θεμελιώσαμε την άψυχη ζωή μας στη δόξα, στο χρήμα, στη χλιδή, στην οκνηρία, στους τραπεζικούς λογαριασμούς, στα χρηματιστήρια και τελευταία στην διανοητική αφαίμαξη και εν τέλει νέκρωση μέσω κινητών και υπολογιστών. Κι' όμως έχουμε κρίση! Και διαμαρτυρόμαστε γι' αυτήν, την στιγμή που η κρίση εντοπίζεται στο κέντρο της ψυχής. Γιατί; Γιατί πλακώσαμε τις ψυχές μας από χρόνια κάτω από τις βαριές ταφόπλακες της υλοφροσύνης. Και όμως είθισται, κάτω από τις εν λόγω πλάκες να τίθεται το άψυχο σώμα.

Αλλά μέσα στις ψυχρές τσιμεντουπόλεις, φυλακισμένοι, χωρίς ουρανό, χωρίς Θεό, χωρίς γη, μαραζώσαμε. Χλωμιάσαμε. Οπότε όταν ακούσουμε το “γη εἶ καί εἰς γήν ἀπελεύση” μας πιάνει σύγκρυο. ­

Πάλι όμως θα γυρίσουμε στους παλιούς με τα “παλιά” μυαλά. Αυτοί ήταν φίλοι με την γη, αφού ζούσαν νύχτα–μέρα μαζί της. Σκάλιζαν την γη με στόχο να τροφοδοτηθούν εξ' αυτής. Αλλά σκέφτονταν επίσης πως κάποια μέρα θα καταλήξουν σ' αυτήν. Θα ανταποδώσουν την μέχρι τούδε προσφορά της, με την παραχώρηση του σώματός τους. Υπήρχε λοιπόν μία σχέση αμφίπλευρη συνεργασίας και ανταπόδοσης. Ευγνωμοσύνης ένεκα ευεργεσίας. Πέρα απ' αυτό οι ήρωες ήταν πάντα φίλοι με την δύση και τον θάνατο... Και οι πρόγονοί μας ήταν ήρωες. Οι ήρωες παραμένουν αθάνατοι και μας καθοδηγούν. Εμάς τους φυγάδες.

 

Αλλά κάπου εδώ η πνευματική μας πτήση λαμβάνει τέλος. Το αεροσκάφος μας, καθότι πλησιάζει η δύση, πρέπει να προσγειωθεί. Η γη τελικά έλκει τα πάντα κοντά της. Ας αποσυρθούμε ήσυχα και απλά, ευχόμενοι να προσφέραμε κάτι σε αυτή την ζωή, κατά την πολυετή πλοήγησή μας. Ας υποδεχθούμε ένας έκαστος την δύση του, εν μέσω καθαράς συνειδήσεως και ξέμακρα από τις καταθλιπτικές τύψεις.

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή