Τον πιστεύουμε ως Θεό, αλλά δεν τον αγαπούμε
Υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ότι ο Χριστός είναι βέβαια Θεός, όμως δεν τον αγαπούν και ούτε κάνουν εκείνα που κάνουν όσοι τον αγαπούν. Πως είναι δυνατόν να τον αγαπούν, όταν αντί αυτού προτιμούν όλα τα άλλα, τα χρήματα, τη δόξα, τις απολαύσεις, τις διασκεδάσεις, την μοίρα, την ειμαρμένη, τις νομικές διακρίσεις, τις μαντείες τους οιωνισμούς. Όταν ζούμε, για να τον αποφεύγουμε και να τον βρίζουμε, πες μου ποιά αγάπη έχουμε γι' αυτόν;
Ας τον έχουμε τουλάχιστον ως φίλο
Αν κανείς δεν τον αγαπά ως Θεό, ας τον αγαπά όπως τον θερμό και αγαπητό φίλο. Έστω κι έτσι ας αγαπά τον Χριστό, έστω κι έτσι ας αγαπά εκείνον που έδωσε τον υιό του να θυσιαστεί για τους εχθρούς. Γι' αυτούς που όχι μόνο δεν έχουν να επιδείξουν κανένα κατόρθωμα, αλλά διαπράξαμε και πολλά κακά και αποτολμήσαμε πράγματα ατόλμητα για το τίποτε. Και εκείνος, μετά από μύριες ευεργεσίες και φροντίδες, δεν μας απέρριψε ούτε τότε, αλλά ακριβώς, όταν τον αδικήσαμε στον μεγαλύτερο βαθμό, τότε έδωσε τον υιό του. Εμείς όμως και τότε που γίναμε φίλοι μαζί του, λόγω της αγάπης του, δεν τον αγαπήσαμε ούτε ως φίλο.
Για τους φίλους, τους πραγματικούς φίλους, πολλοί πολλές φορές προτίμησαν και να ζημιωθούν. Για χάρη όμως του Χριστού όχι μόνο δεν ανέχεται κανείς να ζημιωθεί, αλλά δεν ανέχεται και να αρκεσθεί σε αυτά που έχει. Συνέχεια επιζητώ περισσότερα και προβαίνει πολλές φορές σε αθέμιτα μέσα για να τα αποκτήσει. Για χάρη του φίλου πολλές φορές μας έβρισαν και δεχθήκαμε και μίση. Για τον Χριστό όμως κανείς δεν δέχεται μίσος, αλλά επιπλέον λέγουμε και διάφορα ανόητα, όπως «ανώφελο είναι να αγαπάς και άσκοπο να μη μισείς».
Τον φίλο που πεινά, ποτέ δεν θα τον παραβλέψουμε, τον Χριστό όμως που πλησιάζει κάθε μέρα, όχι για κάτι μεγάλο, αλλά μόνο για ψωμί, ούτε που τον πλησιάζουμε. Και αυτό το κάνουμε κατά τη στιγμή, που συνεχώς ρευόμαστε και σκάζουμε από την πολυφαγία και αποπνέουμε τη μπόχα από το χθεσινό κρασί, ζούμε δε απολαυστικότατα. Παραδινόμαστε δε πολλοί από εμάς στις πόρνες, στους παράσιτους, στους κόλακες, τους γελωτοποιούς, τα τέρατα και τους νάνους, για να βρούμε ευχαρίστηση.
Αν αργήσουμε να πάμε σε φίλους, που βρίσκονται σε άσχημη κατάσταση, νιώθουμε την ανάγκη να δικαιολογηθούμε και να ζητήσουμε συγγνώμη για την καθυστέρηση και την αμέλεια. Τον Χριστό όμως που πολλές φορές πέθανε στα δεσμά, ή στο νοσοκομείο, ή με ανίατη νόσο στο σπίτι του ούτε τον επισκεφθήκαμε και ούτε νιώθουμε τύψεις ή φόβο γι' αυτήν την αδιαφορία και την ψυχρότητα μας. Και σε αυτούς που πηγαίνουμε, πηγαίνουμε όχι γιατί είναι πιστοί, όχι γιατί είναι αδελφοί του Χριστού, αλλά γιατί είναι συγγενείς μας ή φίλοι μας. Συνεπώς όλα γίνονται από συνήθεια ή φιλία και όχι γιατί αγαπούμε τον Χριστό ή έστω τον φοβόμαστε.
Όταν βλέπουμε φίλο να ξενιτεύεται, κλαίμε και στενάζουμε. Αν μάλιστα τον δούμε να πεθαίνει, κλαίμε σπαραχτικά, αν και γνωρίζουμε ότι δεν τον χάσαμε, αλλά θα τον δούμε στην ανάσταση. Για τον Χριστό όμως που χωρίζεται από εμάς κάθε μέρα και περισσότερο ή καλύτερα για τον Χριστό που διώχνουμε κάθε ημέρα από κοντά μας, δεν πονούμε καθόλου ούτε και νομίζουμε ότι κάνουμε κάτι το τρομερό. Δεν τον φερόμαστε όχι απλώς σαν δικό μας άνθρωπο ούτε σαν φίλο μας, αλλά σαν εχθρό μισητό, που ούτε θέλουμε να τον δούμε ούτε να τον ακούσουμε.
Φθονούμε τον Χριστό
Τους φίλους, τους πραγματικούς φίλους, ουδέποτε τους φθονούμε ούτε στεναχωριόμαστε για την ευτυχία τους. Στην περίπτωση όμως του Χριστού, τον οποίο βλέπουμε στα πρόσωπα των άλλων, αυτό παθαίνουμε. Και τον φθονούμε πληθωρικά και με πάθος ανυποχώρητο και αβυσσαλέο. Και αυτό συμβαίνει όχι μόνο στα υλικά αγαθά αλλά και στα πνευματικά. Τιμάται κάποιος εργάτης του ευαγγελίου, επειδή ευδοκιμεί και κηρύττει εύγλωττα και δυναμικά τον λόγο του Θεού και ωφελεί την Εκκλησία; Οι άλλοι «εργάτες του ευαγγελίου» τον φθονούν, γιατί εργάζεται με επιτυχία τα του Θεού. Και νομίζουμε ότι φθονούμε εκείνον, ο φθόνος μας όμως μεταβαίνει στον Χριστό.
Όχι, λέγει, αλλά θέλουμε η ωφέλεια να προέλθει από εμάς και όχι από άλλους. Δηλαδή εργαζόμαστε όχι για τον Χριστό αλλά για εμάς. Γιατί, αν ενδιαφερόμασταν μόνο για τον Χριστό, θα μας ήταν αδιάφορο αν η ωφέλεια αυτή προέρχεται από άλλους ή από εμάς. Γιατί πες μου, αν κάποιος γιατρός έχει παιδί που επρόκειτο να τυφλωθεί, και ο ίδιοςβέβαια δεν μπορούσε να θεραπεύσει, μπορούσε όμως να βρει άλλον που θα είχε την δύναμη να το θεραπεύσει, άραγε θα τον έδιωχνε; Καθόλου· αλλά θα έλεγε είτε από εσένα είτε από εμένα το μόνο που με ενδιαφέρει να βρει θεραπεία. Και γιατί συμπεριφέρεται έτσι; Γιατί βλέπει του παιδιού του το συμφέρον και όχι το δικό του. Έτσι και εμείς, αν βλέπαμε το συμφέρον του Χριστού, θα λέγαμε ας γίνει αυτό που είναι ωφέλιμο είτε από εμάς είτε από κάποιον άλλον.
Αυτό έκανε και ο Παύλος. Ενώ ήταν φυλακισμένος κάποιοι κήρυτταν τον Χριστό από φθόνο και κακία για να υπερκεράσουν τον Παύλο και όχι για το καλό της Εκκλησίας. Πάντως ο Παύλος χαιρόταν, γιατί με κάθε τρόπο, είτε από καλή είτε από κακή διάθεση κηρυσσόταν το ευαγγέλιο (Φιλιπ. 1,15-19). Να ξέρουμε τον κόπο που κατέβαλαν οι πονηροί εργάτες του ευαγγελίου ο Χριστός θα τον υπολογίσει στον κόπο του Παύλου και θα τον αμείψει σαν ο ίδιος να κουραζόταν. Οι δε ψευδαπόστολοι το μόνο που πέτυχαν με τον αμαρτωλό ευαγγελισμό που έκαναν, ήταν να κερδίσουν την κόλαση! Να τι πετυχαίνει η αληθινή αγάπη προς τον Χριστό και να πόσο μας συμφέρει να αγαπάμε πραγματικά τον Χριστό.
Και ο Μωυσής όμως, όταν ήλθε περίπτωση που δύο Ισραηλίτες, ο Ελδάδ και ο Μωδάδ, φωτισμένοι από τον Θεό άρχισαν να προφητεύουν και ο Ιησούς του Ναυή, ο πιο στενός συνεργάτης του Μωυσή, ζήτησε ο Μωυσής να τους απαγορεύσει την προφητεία, ο Μωυσής του απάντησε· «Ζηλεύεις διά λογαριασμό μου και φοβάσαι ότι θα χάσω το κύρος μου; Μακάρι όλοι οι Ισραηλίτες να προφήτευαν, αν ήθελε ο Κύριος. Ποιος είμαι εγώ που θα τους εμποδίσω»; Έτσι ενεργούσαν οι άγιοι που αγαπούσαν τον Θεό πάνω στο θέμα αυτό.
Μη λοιπόν λόγω φιλοδοξίας φθονούμε και μισούμε τον Χριστό. Θα πρέπει δε όχι μόνο όταν ευδοκιμεί κάποιος υλικά ή πνευματικά να μη τον φθονούμε και να τον αγαπούμε, αλλά κι όταν μας κακολογεί, μας συκοφαντεί, μας διώκει. Εάν τον αγαπούμε μόνο όταν μας επαινεί και μας ευεργετεί, τότε δεν έχουμε καμμία χάρη. Εμείς όμως όχι μόνο δεν αγαπούμε τους εχθρούς μας, αλλά και καταδιώκουμε αυτούς που τους αγαπούν!
Δεν ντρεπόμαστε ούτε φοβόμαστε τον Χριστό
Ντρεπόμαστε και φοβόμαστε τους ανθρώπους και όχι τον Χριστό. Όταν μας βλέπουν ή μας επιτηρούν άνθρωποι προσέχουμε να είμαστε σωστοί. Τον Χριστό, ο οποίος μας βλέπει συνεχώς και δεν υπάρχει τίποτα κρυφό γι' αυτόν, ούτε που του δίνουμε σημασία. Συνεχίζουμε με κάθε άνεση και ευκολία τα έργα τουσκότους και του Διαβόλου.
Διασκευή εκ του αγίου Χρυσοστόμου Ε.Π.Ε. Τομ. 23, σσ. 171-177
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ