ΠΕΡΙ ΔΕΙΛΙΑΣ

Περὶ τῆς δειλίας τοῦ Χριστοῦ


Δειλία:

ἅ) Φυσική. ὅταν ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα. Ὁ δημιουργὸς ἔβαλε συμπάθεια καὶ φιλία μεταξὺ τοὺς ‘‘ ἃ ὁ Θεὸς συνέζευξεν’’ ἡ ἁμαρτία ἐχώρισεν καὶ πονοῦν καὶ φοβοῦνται καὶ ἀναστένωνται. Κλονίζεται ἡ ὕπαρξή τους. φοβοῦνται τὴν ἀνυπαρξία. Γνώρισμα τῆς φύσεως ‘‘ἡ πρὸς τὰ συστατικὰ ὀρμῆ’’. Αὐτὴ τὴ δειλία εἶχε ὁ Χριστὸς σὰν ἄνθρωπος ἐπειδὴ τὸ θέλησε. Ὄχι ἀναγκαστικῶς. Δέχθηκε νὰ νοιώσει αὐτὸ ποὺ νοιώθουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ἀγάπη καὶ συμπαράσταση καὶ γιὰ νὰ τοὺς διδάξει πὼς νὰ τὸ ἀντιμετωπίζουν. Πάντως ἡ δειλία ἦταν πραγματικὴ ὄχι φαινομενική.


β) Παρὰ Φύσιν.

1) ἀπὸ προδοσία λογισμῶν
2) ἀπὸ ἀπιστία
3) ἀπὸ ἄγνοια τῆς ὥρας τοῦ θανάτου


  Αὐτὴν τὴν δειλία δὲν τὴν εἶχε ὁ Χριστός. Ἂν καὶ χάρη τῆς οἰκονομίας Τοῦ ἐλάμβανε μέτρα ὑπὲρ τῆς ζωῆς Του. Διότι οὔτε ἄτακτους λογισμοὺς εἶχε, οὔτε ἀπιστία, οὔτε δὲν γνώριζε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου Του.

  Ἡ δειλία τοῦ Κυρίου μας λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἂν καὶ δὲν συνέβαινε ἀπὸ ἧττα τῆς φύσεως, γινόταν ὅμως μὲ παρουσία τῆς ὑπάρξεως. Ἦταν πραγματικὴ ὄχι φαινομενική. Καὶ ἡ ἐνσάρκωση ἦταν πραγματική. Γιατί χωρὶς αὐτὴν ἡ θεότητα δὲν δέχεται πάθος.
 



Ἡ Προσευχὴ τοῦ Κυρίου


  Ἡ προσευχὴ εἶναι ‘‘ἀνάβασις νοῦ πρὸς τὸν Θεόν, αἴτησεις τῶν προσηκόντων παρὰ Θεού’’ λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος.
  Ὁ Χριστὸς δὲν χρειαζόταν ὁ ἅγιος νοῦς τοῦ τὴν ἀνάβαση πρὸς τὸ Θεὸ μία καὶ ἦταν ἑνωμένος ὑποστατικὰ μὲ τὸν Θεὸ Λόγο. Οὔτε χρειαζόταν νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Θεὸ κάτι ἀφοῦ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἑνωμένη μὲ τὴν Θεία. Ὑπάρχει ἀντίδοση ἰδιωμάτων. Προσευχήθηκε γιατί ἔκανε δικιὰ τοῦ τὴν δική μας ὑπόσταση. Γενόμενος τύπος καὶ ὑπογραμμὸς καὶ διδάσκαλός του πὼς καὶ γιατί καὶ ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο τὸ νὰ προσευχόμαστε. Ἐκτὸς τούτου: Φανερώνει ὅτι δὲν εἶναι ἀντίθετως μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. ‘‘Πάτερ, εὐχαριστῶ σοί, ὅτι ἤκουσάς μου. Ἐγὼ σὲ ἤδειν, ὅτι πάντοτε μὲ ἀκούεις, ἀλλὰ διὰ τὸν παρεστηκότα ὄχλον εἶπον, ἶνα γνῶσιν, ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλες’’. (Ἰω.11,41)

  Ὄτε δὲ ἔλεγε: ‘‘Πάτερ, εἰ δυνατόν, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο. πλὴν οὒχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς σύ’’ (Μάτθ.26,39). Τὸ ἔλεγε διδάσκοντας σὲ ἐμᾶς νὰ ζητοῦμε στοὺς πειρασμοὺς τὴν βοήθεια μόνον ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ προτιμοῦμε τὸ Θεῖο Θέλημα ἀπὸ τὸ δικό μας. Φανερώνει ἐπίσης ὅτι οἰκειώθη τὰ γνωρίσματα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως διότι πράγματι ἀπέκτησε δυὸ θελήματα φυσικὰ καὶ ἀντίστοιχα τῶν φύσεών Του, ὄχι ὅμως ἀντίθετα. εἰ συνατόν: τοῦτο γὰρ μόνον ἀδύνατον, ὃ ὁ Θεὸς οὗ βούλεται, οὐδὲ παραχωρεῖ. Ὡς Θεός, γνώριζε τί εἶναι δυνατό. Ἀλλὰ ἀφήνει τὴν ἀνθρώπινη φύση νὰ μιλήσει ὅπως παρουσιάζεται σὲ μᾶς ξεκομμένη ἀπὸ τὴν Θεότητα.

  Τὸ δὲ ‘‘Θεέ μου, Θεέ μου, ἶνα τί μὲ ἐγκατέλειπες;’’ (Μάτθ.27,46), ‘‘τὸ ἡμέτερον οἰκειούμενος ἔφησε πρόσωπον’’ λέγει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Διότι ἅ) δὲν εἶναι Θεὸς τοῦ ὃ Πατήρ. Ἐκτὸς ἂν συγκαταλεχθεῖ μαζί μας. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁμοούσιος καὶ ὁμότιμος καὶ σύνθρονος. Καὶ β) ποτὲ δὲν ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τὴν Θεία Του φύση. Ἁπλῶς ἐδῶ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μιλᾷ ἡ ἀνθρώπινη φύση τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ἔκανε δική Του. Αὐτὴ εἶναι ἐγκαταλελειμμένη καὶ περιφρονημένη λόγω τῶν ἁμαρτιῶν της.

 

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή