Σχόλια εἰς τὴν Σταύρωσιν τῆς Ἱ. Μονῆς Δαφνίου
Τοῦ κ. Κωνσταντίνου Δεληγιάννη, Δρος Φιλ.
Καθηγητοῦ Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας καὶ Τέχνης
1. Θεολογία τῆς Σταυρώσεως
Τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα ἱστορικὸ γεγονός, ποὺ συνέβη κατὰ τὴν ἡγεμονία τοῦ Ποντίου Πιλάτου. Ἀπὸ τοὺς χρονογράφους καὶ τοὺς Ἱεροὺς Εὐαγγελιστὲς δίνεται μεγάλη σημασία στὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς Σταυρώσεως. Ὅμως δὲν πρόκειται γιὰ ἀνάμνηση ἑνὸς ἱστορικοῦ γεγονότος, ἀλλὰ ταυτίζεται οὐσιαστικὰ μὲ τὴ θριαμβευτικὴ νίκη τοῦ Κυρίου ἐναντίον τοῦ διαβόλου, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας. Στὸν μυστηριακὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ προσωπικὴ μέθεξη τοῦ Πάθους καὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ συνιστᾶ τὴν δύναμη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ1.
Στὸν θαυμαστὸ Κανόνα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, τονίζονται τὰ ἑξῆς διαφωτιστικά: «Διὰ θανάτου τὸ θνητόν, διὰ ταφῆς τὸ φθαρτὸν μεταβάλλεται· ἀφθαρτίζει γὰρ θεοπρεπέστατα, ἀποθανατίζων τὸ πρόσλημμα». Ὁ Κύριος δηλαδὴ μετέβαλε διὰ τοῦ θανάτου τὸ θνητὸν καὶ διὰ τῆς ταφῆς Του τὸ φθαρτὸ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, δίνοντας τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἑνώνεται μαζί Του νὰ μεταβάλει καὶ ἐκεῖνος τὴ δική του φύση. Διὰ τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ νικήθηκε ὁ διάβολος καὶ ὁ θάνατος. Ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν κυριαρχία του καὶ ἀπέκτησε κοινωνία μὲ τὸν Θεό.
Ὁ ἱερὸς Νικ. Καβάσιλας τονίζει χαρακτηριστικὰ «Ὁ Χριστὸς προσέφερε τὰ Πάθη Του στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ ἀγοράσει τὴ θέλησή του» καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐπισημαίνει ἐμφαντικὰ «ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἐλευθέρωσε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο, ἔδωσε τὴ δυνατότητα σὲ κάθε ἄνθρωπο, μὲ τὴ δική Του δύναμη νὰ τὸν νικήσει στὰ ὅρια τῆς προσωπικῆς του ζωῆς. Δὲν μποροῦμε νὰ νικήσουμε ἂν δὲν ἐνισχυθοῦμε ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου καὶ Λυτρωτῆ μας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Κάποιος ἐρώτησε εἰρωνικὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγάλους θεοφόρους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἂν πιστεύει στὸν Ἐσταυρωμένο, καὶ ὁ Ἅγιος πατὴρ ἀπάντησε «βεβαίως πιστεύω σ’ Αὐτόν, ποὺ ἐσταύρωσε τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο» (Ε.Π.Ε., τ. 9, σελ. 285).
Ὁ Σταυρὸς εἶναι σημεῖο θριάμβου καὶ δόξης. Τὸ δένδρο τῆς ζωῆς φυτεμένο στὸν κῆπο τοῦ Παραδείσου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀντικατέστησε ὀρθοφρόνως, ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ μεγάλος ἁγιογράφος Φ. Κόντογλου2 τὰ ἀρχικὰ τῶν λέξεων Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεὺς Ἰουδαίων, μὲ τὴ φράση ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης. Ἀφοῦ ὁ Ἐσταυρωμένος εἶναι καὶ βασιλεὺς τῆς δόξης, σημαίνει ὅτι καὶ ὁ Σταυρὸς εἶναι θρόνος τοῦ βασιλέως τῆς δόξης. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφει ἐμφαντικὰ «Ὁ Χριστὸς ἀκύρωσε τὸ χρεωστικό μας ἔγγραφο, προσηλώσας αὐτὸ τῷ Σταυρῶ, ἀπεκδυσάμενος τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἐδειγμάτισεν ἐν παρρησία θριαμβεύσας αὐτὰς ἐν αὐτῷ» (Κολοσ. β´ 15). Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ἡ Σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου εἶναι μυστήριο, βίωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μέθεξη τῆς καθαρτικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Πολὺ διαφωτιστικὰ μὲ βαθύτατη θεολογικὴ σημασία εἶναι ὅσα ὁ Ἅγιος πατὴρ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφέρει γιὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, «ὁ Θεὸς ἔπαθε ἐν σαρκί, ἔπαθε ὁ Θεὸς στὴν σάρκα, ποὺ προσέλαβε ἀπὸ τὴν Παναγία, δηλαδὴ ἡ σάρκα τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔπαθε καὶ σταυρώθηκε, χωρὶς νὰ πάθει τίποτα ἡ θεότητα»3. «Εἰ γὰρ καὶ πέπονθέ Σου τῆς σαρκὸς ἡ χοϊκὴ οὐσία, ἀλλ’ ἡ Θεότης ἀπαθὴς διέμεινε» (Τροπ. Κανόνας Μ. Σαββάτου).
Μὲ τὸ Πάθος τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστὸς ἀποδείχθηκε πραγματικὸς ἰατρὸς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἀναζητούντων Αὐτόν, ἀφοῦ θεράπευσε ὅλα τα δεινά, ποὺ ἐπισώρευσε στὸ ἀνθρώπινο γένος ἡ παρακοὴ τοῦ Ἀδάμ. Ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς γράφει γιὰ τὴ Σταύρωση τὰ ἑξῆς θεόπνευστα: «Ποτὲ δὲν ἔδειξαν οἱ ἄνθρωποι τόσο μίσος πρὸς τὸν Θεὸν ὅσο ὅταν τὸν σταύρωσαν. Καὶ ποτὲ δὲν ἔδειξε ὁ Θεὸς τόσην ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν ἐσταυρώθη καὶ ἀνέστη. Οἱ ἄνθρωποι θέλησαν νὰ καταστήσουν τὸν Θεὸ θνητόν, ἀλλ’ ὁ Θεὸς διὰ τῆς σταυρικῆς θυσίας καὶ Ἀνάστασής Του κατέστησε τοὺς ἀνθρώπους ἀθάνατους» (Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος).
2) Ἡ Εἰκονογραφία τῆς Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Στ´ αἰώνα
Στὴν ἀρχὴ ὀλιγοπρόσωπη καὶ στὴ συνέχεια πολυπρόσωπη, ἁγιογραφεῖται κυρίως στὸ σταυρὸ τῶν καμαρῶν τοῦ κυρίως Ἱεροῦ Ναοῦ. Ὀλιγοπρόσωπη, ἔργο τοῦ 11ου αἰώνα, εἶναι ἡ Σταύρωση στὴν Ἱερὰ Μονὴ Δαφνίου, λίγα χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν. Στὴν ἰσόρροπη σύνθεση ἡ ἀλληλουχία μορφῶν καὶ στοιχείων, μὲ ἀρχὴ καὶ πέρας τὸν Ἐσταυρωμένο, ἐξυφαίνει δεσμοὺς μυστικῆς εὐκοσμίας μὲ χρυσὸ καὶ γαλάζιο. Τὸν Βασιλέα τῆς Δόξης θρηνολογοῦν Ἄγγελοι, τώρα κατεστραμμένοι, ὅπου τοῦ ἑνὸς μόλις διακρίνεται τὸ κυματιζόμενο ἱμάτιο. Στὸ χρυσὸ φωτοστέφανο διακρίνονται διαυγεῖς ἀκτίνες, ποὺ γίνονται μὲ τεχνικὴ γνωστὴ ἀπὸ εἰκόνες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σινᾶ.
Κάτω, ἡ Παναγία λεπτοφυὴς καὶ ὑψηλή, στὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ θρήνου της σφραγισμένη σὰν στήλη, στέκει κατάκλειστη στὸ σκοτεινὸ γαλάζιο μαφόριο, ὅπου τρέχει πολυσπαστὴ ἡ χρυσὴ κροσσωτὴ παρυφή. Καὶ ὁ Μαθητὴς ὁ ἠγαπημένος, ἀπέναντι, παραδίνει στὴ λύπη τὸ ἀμήχανο κάλλος τῆς νιότης, μὲ πλατιές, χαλαρὲς καμπύλες, ποὺ κυκλώνουν τὸ φωτεινό του ἱμάτιο. Διανοεῖται περισσότερο τὸ Ἅγιο Πάθος, ἐνῶ ἡ Παναγία τὸ ζεῖ, πονάει ὡς ἄνθρωπος γιὰ τὸ Παιδί Της καὶ γι’ αὐτὸ ἔχει τὴ διάθεση νὰ κινηθεῖ πρὸς Αὐτό. Ὁ Λυτρωτὴς Χριστὸς ἔχει μισόκλειστα τὰ μάτια Του καὶ δὲν ἀποκλείεται νὰ κοιτάζει τὴ Μητέρα Του, ποὺ ἔχει τὰ μάτια της στυλωμένα ἀπάνω Του.
Βλέποντας καὶ μελετώντας τὸ ἔργο, οἱ σκέψεις μας καὶ οἱ ἀσύνειδες ἀναταραχὲς μᾶς δημιουργοῦν λυγμοὺς καὶ τρόμους σιωπηλοῦ δέους, κυρίως ἡ ἀνάβλυση τοῦ Αἵματος, ποὺ ὑπῆρξε «σημεῖον ζωῆς αἰωνίου» «τὴν ἐκ τῆς Τιμίας πλευρᾶς Του ἐξ Αἵματος καὶ Ὕδατος κρᾶσιν… ἥτις εἰς ζωοποίησιν παντὸς τοῦ κόσμου ἐξεχύθη» (32ος Κανὼν τῆς Πανθέκτης Συνόδου). Τὸ βάρος, ἡ κλίμακα, τὰ χρώματα, οἱ συμβολισμοὶ τῆς παράστασης, συνεργάζονται γιὰ νὰ ἀποβεῖ στὸ αἴσθημα νόημα καὶ πῶς τὰ ἀποκαλυπτικὰ νοήματα γίνονται φτερὰ τῆς φαντασίας, γιὰ νὰ ἀνεβοῦμε σὲ ὑπέροχα πνευματικὰ ὕψη. Ἡ σύμμετρη σύνθεση ἀποδίδει κωνσταντινουπολίτικο ὑπόδειγμα. Ἡ λεπταίσθητη, κλασικίζουσα τέχνη της μὲ τὶς ψηλὲς κορμοστασιές, τὸ σταθερό, γρήγορο καὶ ἀκριβολογημένο σχέδιο, ἡ ζωηρὴ πτύχωση στὰ φορέματα, ποὺ ἀνατέμνει μὲ μαεστρία γραμμῆς τὴν κίνηση, τὸν ρεαλιστικὸ καὶ συγχρόνως ὑποβλητικὸ φωτισμὸ τῶν προσώπων καὶ ὁδηγεῖ σίγουρα στὶς ἁγιογραφικὲς λεπτομέρειες τοῦ μεγάλου ἐργαστηρίου τῆς Βασιλεύουσας. Λιτὸ ἔργο, δὲν ἔχει τίποτα τὸ περιττό, νομίζω ὅτι ἡ Σταύρωση τοῦ Δαφνίου ἀναπαριστᾶ σπουδαία στιγμὴ στὴ δομὴ τῆς πρώϊμης Βυζαντινῆς τέχνης. Ἐδῶ ἡ ἁγιογραφία ἐξιστορεῖ τέλεια τὸ ἀνθρώπινο πάθος, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «ἃ γὰρ ὁ λόγος τῆς Ἱστορίας διὰ τῆς ἀκοῆς παρίστησι, ταῦτα γραφικὴ σκοπῶσα διὰ μιμήσεως δείκνυσιν» (P.G. 31.507), γιὰ νὰ συμπληρώσει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος «θεωρῶ τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ καὶ βλέπω τὸν Βασιλέα»5. Ὁ Ἐσταυρωμένος τοῦ Δαφνίου δὲν ἔχει συσπασμένα καὶ ζαρωμένα χέρια. Περισσότερο ἀπὸ τὴν ὀδύνη τοῦ μαρτυρίου, κυριαρχοῦν ἡ βασιλικὴ μεγαλοπρέπεια καὶ γαλήνη: Ἁγιάζει τὰ μάτια αὐτῶν, ποὺ βλέπουν καὶ ὑψώνει τὴν διάνοια στὴ μυστικὴ θεογνωσία6. Τὰ χέρια πλατιὰ ἀνοιχτά, ἡ κεφαλὴ γέρνει στὸ πλάϊ καὶ ἡ διακριτικὴ κάμψη τοῦ σώματος ὑποδηλώνουν τὴν πλήρωση τῆς Σταυρικῆς θυσίας, ποὺ συνοψίζεται στὸ «Τετέλεσται» (Ἰωά. 19, 30) ἢ στὸ «καγὼ ἂν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν. Τοῦτο δὲ ἔλεγε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν» (Ἰωα. 12,32). Ἡ σταυρικὴ θυσία καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Θεανθρώπου εἶναι τὸ ὄργανο καὶ τὸ σημεῖο, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Καινὸς Ἀδάμ, ὁ Χριστός, ἀπελευθερώνει τὸν κόσμο ἀπὸ τὰ σκοτάδια τοῦ θανάτου καὶ ἐπιτρέπει τὴ μεταμόρφωσή του. Ἐσωτερικὴ συντριβὴ συντρέχει τὸν θεατὴ ἀντικρίζοντας τὸ ἀριστούργημα αὐτὸ τῆς βυζαντινῆς τέχνης. Ἡ Θεολογία ἔδωσε τὸ θέμα στὰ σύμβολα, ἀλλὰ τὸ μεγάλο ταλέντο τοῦ ἁγιογράφου τῆς Βασιλεύουσας, τὰ συλλαμβάνει καὶ τὰ παριστάνει ὡς περιεχόμενο καὶ ὡς μορφή. Δείχνει τὴν ἐξαιρετικὴ ποιότητα τῆς ψηφιδογραφίας τοῦ ΙΑ´ αἰῶνος. Ἡ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, φωταγώγησε τὸν κόσμο μὲ τὴν σωτήρια ἀλήθειά της, ἔκανε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀδελφοὺς καὶ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀδὰμ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἀγαπημένα καὶ διαλεχτά.
Ὑποσημειώσεις:
1. Ἱεροθέου Βλάχου, Μητροπ. Ναυπάκτου, Ἁγίου Βλασίου, Δεσποτικὲς Ἑορτές2 1998, σελ. 325 καὶ ἑξῆς. Ἐνδελεχὴς ἀνάλυση.
2. Φ. Κόντογλου: Ἔκφρασις τῆς Ὀρθ. Εἰκονογραφίας, τ. Α´, σελ. 174, Ἀθῆναι 1960.
3. Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, P.G. 49, 413.
4. Κ. Καλοκύρη, «Ἑορταὶ δώδεκα», Θ.Η.Ε. Τόμ. 5, σ. 2751 καὶ Groudijs, L’ iconographie Byzantine du Crusifie mort. Sur la croix, Bruxelles 1948.
5. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, PG 49, 413.
6. Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὁμιλ. 53, PG 91, 1125 καὶ Συνοδικὸν Κυριακῆς Ὀρθοδοξίας.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ