Ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει (18,1) μία παραβολή, που είπε ο Χριστός για να διδάξει τους πιστούς ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μη απελπίζονται αν τα αιτήματά τους φαίνεται να μη εισακούονται από τον Θεό.
Επιπλέον, αν δούμε την συνάφεια του κειμένου, επειδή στο προηγούμενο κεφάλαιο (17, 20-37) μίλησε ο Χριστός για την δευτέρα παρουσία του και το σκηνικό ακηδίας και υλισμού μέσα στο οποίο θα πραγματοποιηθεί, θέλησε να υποδείξει ότι η εγρήγορση, η νήψη και η συνεχής προσευχή είναι το μόνο αντίδοτο που μπορεί κανείς να έχει προσωπικά σ' εκείνη τη τρομερή στιγμή.
Εκτός τούτου οι ερμηνευτές παρατηρούν ότι στους εσχάτους χρόνους η Εκκλησία θα αντιμετωπίσει το σαρκικό φρόνημα και τον άνευ προηγουμένου αποχριστιανισμό του κόσμου και ότι η θέση της Εκκλησίας τότε θα είναι παρόμοια με τη θέση της χήρας της παραβολής. Δεν θα έχει κανένα άλλο όπλο παρά την αδιάκοπη προσευχή. Αλίμονο εάν το παραθεωρήσει και στραφεί προς άλλες κατευθύνσεις και προσπάθειες.
Ας δούμε το ευαγγελικό κείμενο στις λεπτομέρειές του.
«Έλεγε δε και παραβολήν αυτοίς προς το δειν πάντοτε προσεύχεσθαι αυτούς και μη εκκακείν». Είπε ο Χριστός την παραβολή αυτή προς τους μαθητές του για να τους καθοδηγήσει πάντοτε να προσεύχονται και να μη αποκάμνουν ούτε να αποθαρρύνονται., αν δεν γίνεται αμέσως αυτό που ζητούν.
Αυτό που θα διδάξει αργότερα ο θεόπνευστος Παύλος «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α´Θεσ, 5,18) και ο Γρηγόριος Θεολόγος « Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», αυτό συνιστά κι εδώ ο Χριστός. Την συνεχή και αδιάλειπτη προσευχή. Την προσευχή μέχρι να πετύχουμε το προσδοκώμενο σκοπό. Αμέσως μετά θα ασχοληθεί ποιο πρέπει να είναι το φρόνημα του προσευχομένου, λέγοντας την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου. Με αυτές τις δύο παραβολές μας προτρέπει αφ' ενός να νικάμε συνεχώς την ακηδία, ραθυμία και απόγνωση, αλλά και αφ' ετέρου να αποφεύγουμε την πεποίθηση προς τους εαυτούς.
«Λέγων· κριτής ην εν τινι πόλει τον Θεόν μη φοβούμενος και άνθρωπον μη εντρεπόμενον». Ήταν κάποιος δικαστής σε κάποια πόλη, που ούτε τον Θεό φοβόταν ούτε τους ανθρώπους ντρεπόταν.
Πολλοί άνθρωποι δεν φοβούνται τον Θεό, διότι δεν τον βλέπουν στη ζωή τους ούτε αισθάνονται την παρουσία του, αφού ζουν μακριά από αυτόν και δεν έχουν καμμιά σχέση με το ευαγγέλιό του. Αλλά τους ανθρώπους που βλέπουν τους ντρέπονται και τουλάχιστον μπροστά τους δεν κάνουν την αμαρτία. Αυτός ο δικαστής είχε φθάσει στο άκρον άωτον της παλιανθρωπιάς και της κακίας. Ούτε Θεό υπολόγιζε ούτε τους ανθρώπους ντρεπόταν. Συνεπώς κανένας δεν περίμενε να βρει το δίκιο του από τέτοιο δικαστή.
«Χήρα δε ην εν τη πόλει εκείνη και ήρχετο προς αυτόν λέγουσα· εκδίκησόν με από του αντιδίκου μου». Κάποια γυναίκα, η οποία ήταν και χήρα και συνεπώς δεν είχε κανένα να την προστατεύσει, με αποτέλεσμα να είναι ευάλωτη, πήγαινε συνέχεια προς αυτόν και ζητούσε να την βοηθήσει στον κατατρεγμό που αντιμετώπιζε από κάποιον που την επιβουλευόταν και προπαθούσε να την αδικήσει κατά ποικίλους τρόπους.
«Και ουκ ηθέλησεν επί χρόνον· μετά δε ταύτα είπεν εν εαυτώ· ει και τον Θεόν ου φοβούμαι και άνθρωπον ουκ εντρέπομαι, διά γε το παρέχειν μοι κόπον την χήραν ταύτην εκδικήσω αυτήν, ίνα μη εις τέλος ερχομένη υποπιάζη με». Ο δικαστής για πολύ χρόνο αδιαφορούσε. Η χήρα δεν ήταν επίσημο και δυνατό πρόσωπο της κοινωνίας, ώστε να μπορεί να τον δωροδοκήσει ή να του προσφέρει κάποιο υλικό αντάλαγμα ή όφελος. Αφού λοιπόν δεν είχε κανένα συμφέρον από αυτήν ούτε που έδινε σημασία στο πρόβλημά της. Η χήρα όμως με υπομονή και επιμονή συνέχιζε να τον ενοχλεί. Και τότε αυτός, σκεπτόμενος και πάλι την προσωπική του άνεση και ευκολία, αναλογίστηκε ότι, αν και Θεό δεν φοβάται και ανθρώπους δεν ντρέπεται, πρέπει να την βοηθήσει, για να παύσει να τον ενοχλεί και να τον πιέζει. Η φορτικότητα και η αποφασιστικότητα της χήρας τον ανάγκασε να την προσέξει, ενδιαφερόμενος βέβαια και πάλι για την άνεση του εαυτού του.
«Είπε δε ο Κύριος· ακούσατε τι ο κριτής της αδικίας λέγει»· ο δε Θεός ου μη ποιήση την εκδίκησιν των εκλεκτών αυτού των βοώντων προς αυτόν ημέρας και νυκτός, και μακροθυμών επ' αυτοίς; Λέγω υμίν ότι ποιήσει την εκδίκησιν αυτών εν τάχει». Είπε δε ο Κύριος ακούσατε τι ο άδικος δικαστής αποφάσισε; Αυτός που συγχρόνως ήταν και αθεόφοβος και αδιάντροπος. Για να μη τον ενοχλεί η χήρα και να είναι άνετος αποφάσισε να την δικαιώσει. Το κίνητρο του δεν ήταν αγαθό, αλλά εν τούτοις το αποτέλεσμα ήταν θεοφιλές και σωστό. Ο Θεός λοιπόν, ο δίκαιος και αγαθός και δημιουργός και πατέρας μας, δεν θα αποδώσει το δίκαιο και δεν θα πραγματοποιήσει την εκδίκηση των εκλεκτών του, που προσεύχονται έντονα ημέρα και νύκτα και εκείνος για την ώρα αναβάλλει για καλό τους να κάνει την κρίση; Αν εκείνη πέτυχε τον άδικο κριτή να τον κάνει βοηθό της, πολύ περισσότερο μπορούμε εμείς να πείσουμε τον δίκαιο και φιλάνθρωπο Κριτή να αποδώσει το δίκαιο και να γίνει προστάτης μας.
Οι ερμηνευτές στο σημείο αυτό παρατηρούν ότι η χήρα είναι τύπος όχι μόνο του κάθε πιστού αλλά και της Εκκλησίας. Η Εκκλησία ως σύνολο ευρίσκεται σε αναρίθμητες ιστορικές στιγμές αντιμέτωπη με το σαρκικό και άθεο και διαβολικό φρόνημα των αρχόντων του κόσμου. Εχθρούς έχει πολλούς, προστάτες ελάχιστους. Δεν έχει άλλο όπλο για να τους αντιμετωπίσει από την αδιάκοπη προσευχή. Λοιπόν η χήρα ήταν μία και πέτυχε της συνεργίας του αδίκου κριτού. Οι πιστοί είναι πολλοί και μπορούν πολύ πιο εύκολα να πείσουν τον ήμερο Κριτή. Η χήρα παρακαλούσε για δικό της πρόβλημα, οι πιστοί παρακαλούν εκτός για τη λύση των δικών τους προβλημάτων και για τη λύση των προβλημάτων της Εκκλησίας. Προέχει το συμφέρον της Εκκλησίας. Αν το πλοίο βυθίζεται, δεν θα ενδιαφερθώ για προβλήματα της καμπίνας μου, αλλά πως να αποτρέψω μαζί με τους άλλους την βύθιση του πλοίου.
«Των βοώντων προς αυτόν ημέρας και νυκτός». Εδώ θα πρέπει να θυμηθούμε το όραμα του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που είδε το ουράνιο θυσιαστήριο και κάτω από αυτό, όπως στα γήινα θυσιαστήρια υπάρχουν τα οστά των αγίων, έτσι στο ουράνιο είδε τις ψυχές αυτών που σφάχτηκαν για τον λόγον του Θεού και διά την μαρτυρίαν του αρνίου, και τους είδε να κραυγάζουν με φωνή μεγάλη και να λένε· «μέχρι πότε εσύ Κύριε, που είσαι ο δεσπότης ο άγιος και ο αληθινός, δεν θα κρίνεις και δεν θα εκδικήσεις το αίμα μας από αυτούς που κατοικούν στην γη και εννοείται έχουν γήινα φρονήματα»; Και τους δόθηκε μια στολή λευκή και ειπώθηκε σ᾽αυτούς να ησυχάσουν για λίγο χρόνο, μέχρις ότου και οι σύνδουλοι αδελφοί τους ολοκληρώσουν το μαρτύριό τους, όπως το ολοκλήρωσαν κι αυτοί (Αποκ. 6,9-11). Εδώ φαίνεται ότι η χήρα είναι ο τύπος της Εκκλησίας. Κι αν θυμηθούμε αυτό που είπαμε στην αρχή ότι η παραβολή αυτή ελέχθη μετά από ερώτηση κάποιου φαρισαίου πότε θα έρθει η βασιλεία του Θεού και την απάντηση του Χριστού (Λουκ. 17,20-37), καταλαβαίνουμε ότι το παράδειγμα της χήρας είναι κυρίως η τόνωση της Εκκλησίας και μάλιστα κατά τους έσχατους χρόνους.
Λοιπόν η χήρα ήταν μία, οι πιστοί πολλοί. Η χήρα ήταν ξένη και άγνωστος στον κριτή, ενώ ο λαός του Θεού γνωστός, εκλεκτός, οικείος. Ο εκλεκτός λαός του Θεού έρχεται και κράζει «Αββά ο πατήρ», όπως τον δίδαξε ο ίδιος ο Θεός. Η χήρα ζητούσε το δίκαιό της, ο λαός του Θεού ζητά κυρίως το δίκαιο της Εκκλησίας. Η χήρα δεν είχε συνήγορο, εμείς «παράκλητον έχομεν προς τον Πατέρα» τον Υιόν αυτού, ο οποίος «ζη εις το εντυγχάνειν υπέρ ημών». Η χήρα δεν είχε καμμία υπόσχεση ή διαβεβαίωση που να ελπίζει ότι κάποτε θα εισακουσθεί. Εμείς έχουμε την υπόσχεση αλλά και προτροπή του Χριστού «αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν». Η χήρα μόνο κάποιες ώρες μπορούσε να συναντά τον κριτή, ο λαός του Θεού κάθε μέρα και στιγμή, ακόμη και την νύκτα. Ο κριτής ενοχλούνταν από τις παρακλήσεις της χήρας, ο Κύριος ευαρεστείται υπερεκπερισσού από τις εντεύξεις μας προς Αυτόν.
«Πλην ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης». Συνεπώς δεν είναι θέμα αν ο Θεός μας εισακούσει. Αυτό είναι το πλέον βέβαιον. Το θέμα είναι όταν έλθει ο Κύριος είτε σε κρίσιμες στιγμές της ζωής μας, είτε στον προσωπικό μας θάνατο, είτε στην δευτέρα του παρουσία θα βρει σε μας την πίστη που πρέπει; Το χωρίο αυτό δεν υποδηλοί άγνοια του Χριστού, αλλά θέλει να δείξει το σπάνιο της πίστεως και μάλιστα σε οριακές στιγμές της ανθρωπότητας ή του κάθε πιστού.
Το χωρίο αυτό που μελετούμε είναι παρόμοιο με αυτό που είπε ο Χριστός στον πατέρα του σεληνιαζομένου νέου όταν τον ρώτησε αν μπορεί να τον βοηθήσει και Εκείνος απάντησε· «ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μαρκ. 9,23). Δηλαδή δεν είναι θέμα δικό μου αν μπορώ, αλλά δικό σου αν μπορείς να πιστεύσεις. Στα έσχατα λοιπόν, δηλαδή σε όλες τις κρίσιμες και επικίνδυνες στιγμές για την Εκκλησία αλλά καί για τον κάθε πιστό, η πίστη είναι το ζητούμενο και δυστυχώς συνήθως μη δεδομένο.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι πολλοί από εμάς σε δύσκολες στιγμές της Εκκλησίας, καθησυχάζοντας εαυτούς και αλλήλους, υπενθυμίζουμε το χωρίο που είπε ο Χριστός «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16,18). Ξεχνούμε όμως ότι Εκκλησία μπορεί να συνιστούν ελάχιστα άτομα. Τον καιρό του του Νώε, του Αβραάμ, του Λωτ, Εκκλησία ήταν τα ιερά αυτά πρόσωπα με τις οικογένειές τους. «Ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18,20). Εάν δεν υπάρχει η πίστη, η Εκκλησία με τις επίσημες δομές της πατριαρχεία, αρχιεπισκοπές, ενορίες, μονές, επίσημες λιτανίες και συλλείτουργα, δημόσιες σχέσεις και κοινωνικά έργα μπορεί να υφίσταται εξωτερικά και επιφανειακά, αλλά εσωτερικά, πραγματικά και ουσιαστικά δεν θα υπάρχει. Θα διασώζεται σε ελάχιστα άτομα κατά τρόπο που μόνο ο Κύριος γνωρίζει.
Ξαναγυρίζουμε στην χήρα και τον άδικο κριτή. Όσοι πιστοί στώμεν ευλαβώς, στώμεν μετά φόβου, προσευχόμενοι εκτενώς και αδιαλείπτως να μη αποστρέψει ο Κύριος το πρόσωπό του από εμάς, αλλά αντιθέτως βλέποντας μετάνοια, ανάνηψη και νήψη μας κρατήσει κοντά του αλώβητους από το σαρκικό, κοσμικό και αντίθεο φρόνημα που έχει υπερπλεονάσει στις μέρες μας. Αμήν, γένοιτο.
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ