Στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ(6,12-19) μᾶς περιγράφει πὼς ὁ Χριστὸς ἐξέλεξε τοὺς δώδεκα ἀποστόλους. Λέγει τὸ ἱερὸ κείμενο ὅτι ὁ Χριστὸς προηγουμένως πέρασε μία νύχτα ἄγρυπνος καὶ προσευχόμενος' «καὶ ἣν διανυκτερεύων ἐν τὴ προσευχὴ τοῦ Θεοῦ». Ἂν καὶ ἀπόλυτα ἅγιος, ἂν καὶ ἀπόλυτα ἀναμάρτητος, ἂν καὶ ἀπόλυτα τέλειος ἐν τούτοις ὡς ἄνθρωπος αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νὰ προσευχηθεῖ. Ἃς τὸ κρατήσουμε αὐτὸ εἶναι πολὺ βασικό. Δείχνει ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ. Εἶναι ὁ ὅρος ἄνευ τοῦ ὁποίου δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ζωή. Δὲν ὑπάρχει ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ἀφοῦ καὶ ὁ Κύριος αἰσθανόταν συχνά, πολὺ συχνά, τὴν ἀνάγκη νὰ προσεύχεται ὡς ἄνθρωπος, φαντασθεῖτε πόσο συχνὰ πρέπει νὰ προσευχώμαστε ἐμεῖς.
Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος' ὅτι εἶναι ὁ ἥλιος γιὰ τὸν ὀφθαλμό, τὸ νερὸ γιὰ τὸ ψάρι, τὰ νεῦρα γιὰ τὸ σῶμα, αὐτὸ εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἡ προσευχή. Καὶ ὁ μὴ προσευχόμενος ἄνθρωπος μοιάζει μὲ τυφλὸ ποὺ δὲν βλέπει τὸν ἥλιο ἢ μὲ ψάρι ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ νερὸ ἢ μὲ ἄνθρωπο παράλυτο ἀνίκανο νὰ ἐκτελέσει τὴν παραμικρὴ ἐργασία.
Ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε πόσο λάθος εἶναι ἡ θεωρία ποὺ ἐπεκράτησε ὅτι ἡ προσευχὴ ἁπλῶς εἶναι ἕνα καθῆκον τοῦ χριστιανοῦ. Δὲν εἶναι καθῆκον ἀλλὰ εἶναι ἡ πρώτιστη καὶ θεμελιώδης καὶ βασικὴ καὶ ζωτικὴ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς. Ὅπως εἶναι παράλογο νὰ λέμε ὅτι τρῶμε ἢ ἀναπνέουμε ἢ κοιμόμαστε ἀπὸ καθῆκον, ἔτσι εἶναι παράλογο νὰ λέμε ὅτι προσευχόμαστε ἀπὸ καθῆκον. Μόνο σὲ περίπτωση ποὺ εἴμαστε ἄρρωστοί μας λένε' πρέπει νὰ φάγεις, ἢ πρέπει νὰ κοιμηθεῖς. Τὸ ὅτι ἐπεκράτησε νὰ τονίζεται στὴν κατήχηση καὶ τὸ κήρυγμα ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι καθῆκον, αὐτὸ εἶναι μία ἔνδειξη τῆς ἀσθενείας ποὺ μαστίζει τὸ ψυχοσωματικό μας εἶναι καὶ ὅτι χρειάζονται συντονισμένες καὶ ἐπίμονες προσπάθειες γιὰ νὰ βροῦμε τὴν ἓν Χριστῷ ὑγεία μας καὶ νὰ ἐπανέλθουμε στὸ κατὰ φύση καὶ ὀρθοδόξως ζῆν.
ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΩΝ
Προσευχήθηκε λοιπὸν ὁ Κύριος καὶ μάλιστα ἔκανε ὁλονύκτια ἀγρυπνία θὰ λέγαμε γιὰ νὰ πετύχει ἡ ἐκλογὴ τῶν μαθητῶν. Γιὰ νὰ ἀποβοῦν σωστοί, συνετοί, ἅγιοι. Μὲ πόση ἀγωνία, ἔνταση, πάθος καὶ ἐπιμονὴ προσευχήθηκε ὁ Χριστός μας τὸ φανερώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς γράφοντας τὴ φράση' «καὶ ἣν διανυκτερεύων ἐν τὴ προσευχή». Ξέρουμε πόσο δύσκολο πρᾶγμα εἶναι ἡ προσευχή, καὶ πόσο νυσταλέα καὶ χωρὶς συναίσθηση τὴν κάνουμε. Γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε ὦρες συνέχεια, καὶ μάλιστα γιὰ μία νύχτα, πρέπει νὰ ἔχουμε σοβαρό-μέγιστο πρόβλημα, ποὺ νὰ συνταράζει καὶ νὰ συγκλονίζει συνθέμελα τὴν ὕπαρξή μας. Συνεπῶς μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε πόσο μαρτυρικὰ προσευχήθηκε ὁ Χριστὸς ἐκεῖνο τὸ βράδυ.
Καὶ ἐδῶ βρίσκεται τὸ παράξενο καὶ ἀκατανόητο ποὺ παρουσιάζει τὸ εὐαγγέλιο. Λέγει ὁ Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης' «ποιὸ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς τόσο ἔντονης καὶ παθιασμένης προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ; Νὰ ἐκλέξει καὶ ἕναν προδότη τὸν Ἰούδα». Τί περίεργο τί συγκλονιστικὸ αὐτὸ πού μας περιγράφει τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο! Δηλαδὴ καὶ ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ ὁρισμένες φορὲς δὲν εἶχε 100% θὰ λέγαμε ἐπιτυχία. Ἄλλο τώρα ὅτι καὶ ὁ Ἰούδας βοήθησε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν μπόρεσε ὁ διάβολος νὰ ἐμποδίσει τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Ἡ προδοσία τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ ἐναντίωσή τους στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ καθὼς καὶ οἱ ἐνέργειες τοῦ διαβόλου οὔτε τὸ ματαιώνουν οὔτε τὸ ἐμποδίζουν. Ἁπλῶς οἱ ἐναντιούμενοι μένουν ἐκτὸς τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας γιατί ὁ Θεὸς σέβεται τὴν ἐλευθερία τους.
Ἐὰν λοιπὸν ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε 100% θετικὸ ἀποτέλεσμα στὴν προσευχή του, γιατί ἐμεῖς νὰ παραπονιόμαστε πολλὲς φορὲς γιὰ τὸ ἀναπάντητο τῶν προσευχῶν μας; Ὁ Θεὸς ἔχει τὸ σχέδιό του ποὺ ἐμεῖς δὲν τὸ γνωρίζουμε, ἔχει τὸ πρόγραμμά του ποὺ ἐμεῖς δὲν τὸ ὑποπτευώμαστε καὶ ἀνάλογα ἀπαντᾷ θετικὰ ἢ ἀρνητικὰ στὶς προσευχές μας.
ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΜΕ
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἰούδας εἰς ἐκ τῶν δώδεκα παρὰ τὴν προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ κατάντησε προδότης, δείχνει ὅτι δὲν μᾶς ὠφελοῦν οἱ προσευχὲς τῶν ἁγίων -ὅσο ἔντονες κι ἂν εἶναι- ἂν καὶ ἐμεῖς δὲν προσπαθήσουμε. Ἂν καὶ ἐμεῖς δὲν ἀγωνισθοῦμε. Ἡ ἐλευθερία τῆς βουλήσεώς μας πάντοτε ὑπάρχει καὶ δὲν μπορεῖ κανένας οὔτε καὶ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐξαναγκάσει νὰ κάνουμε κάτι ποὺ ἐμεῖς δὲν θέλουμε. Συνεπῶς χρειάζεται καὶ ὁ προσωπικὸς ἀγῶνας καὶ ἡ προσωπικὴ προσευχή. Ὄχι ἐπανάπαυση στὶς προσευχὲς τῶν ἄλλων. Ὁ γέροντας Ἱερώνυμος, ἕνας ἀσκητὴς ἅγιος ποὺ ἔζησε στὴν Αἴγινα στὰ τελευταῖα χρόνια, ἔλεγε συχνὰ σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ προσευχηθεῖ γιὰ κείνους' «ἐὰν προσευχηθῶ, ἐγὼ τρώω δὲν τρῷς ἐσύ». Δηλαδὴ ὅταν εἶσαι νηστικός, δὲν λὲς κάποιον ἄλλον φᾶγε γιὰ μένα ἀλλὰ πᾷς ὁ ἴδιος καὶ τρῷς. Ἢ ἐὰν εἶσαι διψασμένος πᾷς ἐσὺ καὶ πίνεις. Ἢ ἐὰν εἶσαι κουρασμένος πᾷς ἐσὺ καὶ ξεκουράζεσαι κ.ὁ.κ. Ἔτσι πρέπει νὰ συμβαίνει καὶ στὸ θέμα τῆς προσευχῆς. Βέβαια ὅπως λέγει καὶ ὁ ἁγιορείτης μοναχὸς Μωυσῆς' «ὅλοι οἱ πιστοὶ κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ , ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα' τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ εἶναι φυσικὸ τὸ ἕνα μέλος νὰ δέχεται τὴν βοήθεια τῶν ἄλλων μελῶν καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν γίνεται αὐτό. Οἱ προσευχὲς ὅμως, τῶν ἄλλων καὶ τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς βοηθοῦν ὅταν καὶ ἐμεῖς κάτι κάνουμε…Νὰ ζητᾶμε τὶς προσευχὲς τῶν ἁγίων ἀλλὰ νὰ μὴ ἀναμένουμε τὰ πάντα ἀπ’ αὐτὲς ὀκνεύοντας οἱ ἴδιοι. Ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι μεταδοτική. Εἶναι ἐνισχυτική, ἐλεγκτική, ἀλλ’ ὄχι ἀποφασιστικὴ καὶ καταστροφική της θελήσεώς μας».
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ