ΧΑΝΑΝΑΙΑ. ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΡΑΥΓΗΣ

 

  Ἡ προσευχὴ τῆς Χαναναίας εἶναι κραυγή. Κραυγὴ πόνου καὶ ἀνάγκης ἀλλὰ καὶ κραυγὴ πίστεως, ὑπομονῆς, ἐπιμονῆς, ταπεινώσεως καὶ ἐξυπνάδας . Ἡ Χαναναία εἶναι ἀκλόνητη καὶ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ τὴ κάνει νὰ σταματήσει νὰ κραυγάζει. «ἐκραύγαζεν αὐτὴ λέγουσα ἐλέησον μέ, Κύριε υἱὲ Δαυὶδ . ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Κάνει τὸ ἴδιο μὲ τὸν τυφλὸ Βαρτιμαῖο, ὁ ὁποῖος μόλις μαθαίνει ὅτι περνᾷ ὁ Χριστὸς κοντά του, ἀρχίζει κι αὐτὸς καὶ κραυγάζει' « ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν . υἱὲ Δαυὶδ ἐλέησον μὲ»( Μάρκ.10,47). Ὁ κόσμος τὸν μαλώνει γιὰ τὶς φωνές του καὶ τοῦ λέγει νὰ σωπάσει . Αὐτὸς ὅμως ἀρχίζει νὰ κραυγάζει περισσότερο. Ὅταν ὁ κόσμος μας ἐπιτιμᾷ, μᾶς ἀπελπίζει, μᾶς παρεμβάλει ἐμπόδια, τότε περισσότερο πρέπει νὰ κραυγάζουμε . Ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ ἔλλειψη ἀνθρώπινης βοηθείας εἶναι μεγάλο ἀτοῦ γιὰ τὴν προσευχή. Κι ὅταν ὁ κόσμος δεῖ τὴν ἀκλόνητη στάση μας μεταστρέφεται πρὸς τὸ μέρος μας. Οἱ μαθητὲς θὰ ποῦν ἐμμέσως τοῦ Χριστοῦ νὰ ἱκανοποιήσει τὸ αἴτημα τῆς Χαναναίας' «οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες' ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἠμῶν»(Μάτθ. 15,24). Τὸ δὲ πλῆθος ποὺ ἐπιτιμοῦσε τὸν Βαρτιμαῖο, ὅταν βλέπουν τὸν Χριστὸ νὰ δίνει ἐντολὴ νὰ τὸν φωνάξουν, τότε λέγουν κι αὐτοί' «θάρσει, ἔγειρε. φωνεῖ σὲ» (Μάρκ.10,49).
  Κραυγάζει λοιπὸν ἡ Χαναναία. Συγχρόνως ἔχει καὶ θεολογικὴ γνώση. « Κύριε , υἱὲ Δαυίδ» λέγει. Πιστεύει ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας τῆς Π.Δ. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Βαρτιμαῖος προσφωνεῖ τὸν Χριστὸ ‘Υἱὲ Δαυίδ’. Περίεργο, ἡ Χαναναία ἀλλόφυλη καὶ ἀλλόθρησκη γνωρίζει ὅτι ὁ ὁμόφυλος καὶ ὁμόπιστος Βαρτιμαῖος. Συγχρόνως ὅμως ἡ Χαναναία ἔχει πίστη ὅπως καὶ ὁ Βαρτιμαῖος. Δὲν λέγει ‘ἐὰν μπορεῖς ἐλέησον μὲ’ ὅπως ὁ πατὴρ τοῦ σεληνιαζομένου νέου, «ἂλλ εἰ τί δύνασαι , βοήθησον ἠμὶν σπλαγχνισθεῖς ἒφ ἠμᾶς» (Μάρ9,23). Πιστεύει ξεκάθαρα ὅτι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας μπορεῖ νὰ τὸ κάνει. Καὶ αὐτὸ τὸ δείχνει καὶ ἡ περαιτέρω στάση της.
  Ἡ Χαναναία δὲν κάνει ἐπίκληση τοῦ ἐλέους τοῦ Χριστοῦ. Δὲν παρακαλεῖ νὰ τὴν σπλαγχνισθεῖ ὅπως ὁ προαναφερθεῖς πατέρας τοῦ σεληνιαζομένου νέου . Φωνάζει ‘Κύριε βοήθει μοι’. Ἀντιπαρέρχεται τὴν σιωπή του. Δὲν κάμπτεται ἀπ’ αὐτήν. Δὲν λυγίζει. Δὲν μουτρώνεται. Δὲν θίγεται. Συνεχίζει ἀκλόνητη νὰ τὸν ἐνοχλεῖ φωνάζοντας , ἀντρίκεια θὰ λέγαμε, καὶ γεμάτη σθένος καὶ δύναμη ‘Κύριε βοήθει μοι’. Καὶ ὅταν ὁ Κύριος ἀπαντᾷ ἐπιτέλους καὶ λέγει' «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ» ἐκείνη ἔρχεται καὶ τὸν προσκυνᾷ. Καὶ τοῦ ἐπαναλαμβάνει τὸ αἴτημά της' ‘Κύριε, βοήθει μοι’. H προσκύνηση αὐτὴ εἶναι γεμάτη δύναμη, γεμάτη αὐτοπεποίθηση, γεμάτη ἀπὸ ἀξιοπρέπεια. Δὲν ἔχει τίποτα τὸ ἐξευτελιστικὸ καὶ τὸ ὑποτιμητικό. Εἶναι ὅπως ὁ χαιρετισμὸς τοῦ κατωτέρου ἀξιωματικοῦ πρὸς τὸν ἀνώτερό του. Θέτει τὸ χέρι στὸ ὕψος τῆς κεφαλῆς του καὶ ἤρεμα, δυνατά, μὲ ἀπόλυτη γαλήνη, χαιρετᾷ χωρὶς νὰ τρέμει, χωρὶς νὰ εἶναι ψαρωμένος, χωρὶς νὰ ἔχει χτυποκάρδια . Ὃ Χριστὸς χαίρεται αὐτὴ τὴν στάση καὶ ἀπαντᾷ μὲ ψυχρὴ λογική, μὰ καὶ κυνικά, ἀπάνθρωπα θὰ λέγαμε, χωρὶς ἴχνος συμπόνοιας' « Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τὸν τέκνων καὶ βαλεὶν τοὶς κυναρίοις»' καὶ ἡ Χαναναία μὲ γρανιτένια ἐπιμονή, μὲ πανέξυπνη καὶ ταπεινὴ συγχρόνως ἑτοιμότητα, τοῦ ἁπαντὰ ἐπικαλούμενη ὄχι τὸ ἔλεός του, οὔτε κλαίουσα καὶ προσπαθώντας νὰ τὸν συγκινήσει συναισθηματικά, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια ψυχρὴ καὶ μαθηματικὴ λογική, ἡ ὅποια ἐπικαλεῖται τὴν ἀνθρώπινη πραγματικότητα γιὰ νὰ πείσει' «Ναὶ Κύριε». Ὄχι λέγει ὁ Χριστός' ‘ ναι’ λέγει ἐκείνη. Εὐλογημένη ἀνυπακοή. Σκληρὰ τὴ μιλᾷ ὁ Χριστός' ψυχρὰ ἀπαντᾷ καὶ κείνη. « Καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Δηλαδὴ εἶναι σὰν νὰ τοῦ λέγει' Δὲν σοῦ ζητῶ τὸ καρβέλι τῶν παιδιῶν σου, σοῦ ζητῶ τὰ ψίχουλα ποὺ πᾶνε ἄχρηστα. Μεγαλειώδης ἀπάντηση. Συγκλονίζει καὶ τὸν ἀκλόνητο Θεό. Κάμπτει τὸν ἄκαμπτο, δαμάζει τὸν ἀδάμαστο. Καὶ κάνει τὸν Θεὸ τοῦ χεριοῦ της. Ἃς θυμηθοῦμε ἐδῶ κάτι ποὺ λέγει ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. Μᾶς λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει «ἐν τὴ δεξιὰ χειρὶ αὐτοῦ ἀστέρας ἑπτά». Ἀστέρες στὸ χωρίο αὐτὸ εἶναι οἱ ἄγγελοι τῶν ἐκκλησιῶν, δηλαδὴ οἱ ἐπίσκοποι. Ὁ Χριστὸς τοὺς κρατᾷ στὸ χέρι του, εἶναι στὴν ἀπόλυτη ἐξουσία Του. Εἶναι -πρέπει νὰ εἶναι- τοῦ χεριοῦ Του. Ἐδῶ ἡ Χαναναία ἔχει τὸν Χριστὸ στὸ χέρι της. Τὸν ἔχει τοῦ χεριοῦ της. Ἀπόδειξη. ὁ Χριστὸς νικημένος ἀπὸ τὴν πίστη της, τὴν ἐπιμονή της, τὴν ἐξυπνάδα της, τὴν ταπείνωσή της, τῆς λέγει' «γενηθήτω σοὶ ὡς θέλεις».
  Ὅπως ὁ πατέρας ποὺ ἀγαπᾷ τρελὰ τὰ παιδιὰ τοῦ λέγει συνήθως' ‘Κάνε ὅπως θέλεις χρυσὸ μου’. Ἔτσι κι ὁ Χριστὸς λέγει' ‘Κάνε ὅ,τι θέλεις παιδὶ μου’. Αὐτὴ ὑπῆρξε ἡ κραυγὴ τῆς Χαναναίας κι αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμά της.
 

 

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

 

Κορυφή