ΠΡΟΣΕΥΧΗ: Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Ψυχή μή κινοῦσα ἑαυτήν εἰς προσευχήν,

νεκρά ἐστίν, ἀθλία καί δυσώδης»

Χρυσόστομος

«Και όταν μετά τον δείπνο τον μυστικό προσευχήθηκες στον αγαπημένο σου τόπο προσευχής, πικρό παράπονο σ’ έπιασε, μόλις είδες τους μαθητές που σε συνόδευαν να κοιμούνται, αντί να ξαγρυπνούν στηρίζοντάς σε. Και τη χρειαζόσουν πολύ αυτή τους τη στήριξη. Εσύ που πριν από λίγο ο θεϊκός σου ιδρώτας σαν αίμα έτρεξε στο άγιο μέτωπό σου· μα δεν την είχες… Έτσι βάδισες και πάλι μόνος στην καταφυγή της προσευχής». Ο Χριστός είναι αυτός που εφήρμοσε, αλλά και δίδαξε και συνέστησε την προσευχή. Αν ο Θεάνθρωπος προσευχήθηκε, πόσω μάλλον εμείς είναι ανάγκη να προσευχόμαστε.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ! Ένα ακαταμάχητο όπλο, που το χορήγησε ο ίδιος ο Θεός στον άνθρωπο, δημιουργώντας έναν ιδιόρρυθμο πόλεμο… Έναν πόλεμο ευγενή, μία άμιλλα του θνητού ανθρώπου με τον αθάνατο Θεό! Ένα όπλο που προσβάλλει τον ίδιο τον εφευρέτη του, τον Θεό, χτυπώντας τον στην αχίλλειο πτέρνα της αγάπης του. Ένα όπλο που τον παραλύει, τον οδηγεί στην ολική άφεση–παράδοση στο κτίσμα του, «τον διώκτη» άνθρωπο. Όπως ο πατέρας ο γήινος παλεύει με το μικρό παιδί του και πέφτει κάτω ηθελημένα, προκειμένου να χαροποιήσει τον μικρό αντίπαλο, έτσι ακριβώς και ο «πολυμήχανος» Θεός σοφίστηκε πάμπολλα πράγματα θελκτικά, ώστε να ικανοποιεί πλήρως την τάση του ανθρώπου να νικήσει και να επικρατήσει.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ! Η θερμή, ιερή, ειλικρινής συνομιλία πλάσματος και πλάστη. Ο τηλέγραφος ζωντανής επικοινωνίας.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ! Κλίνατε τα γόνατα… Ο τρόπος που σκλαβώνει τον Θεό στην φυλακή της αγάπης του, μη μπορώντας ν’ αντιδράσει.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ! Η κλίμαξ που μας οδηγεί στους ουρανούς, προσεγγίζοντας τον Θεό στο κρησφύγετό του, ευρισκόμενοι «πρόσωπο» με πρόσωπο, «πολιορκημένος» με πολιορκητές.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ! Εμπεριέχει θεία δύναμη, παρηγοριά, σωτηρία, αγιασμό, σκέπη, φρούρηση «από πάσης ανάγκης και θλίψεως».

ΠΡΟΣΕΥΧΗ! Βασική ανάγκη, πρωταρχικό ιερό καθήκον, ύψιστο προνόμιο, θεμέλιο και ρίζα όλων των αρετών.

Αλλά εκτός της ατομικής υπάρχει και η ομαδική και μάλιστα η οικογενειακή ΠΡΟΣΕΥΧΗ! «Ἐν ἐκκλησίαις (συνάξεις) εὐλογεῖτε τόν Θεόν» (Ψαλμ. 67,27). Ειδικά η οικογενειακή είναι κάτι το πρωτότυπο. Συναγερμός στα ουράνια! Δεν προλαβαίνει ο Θεός ν’ αμυνθεί. Συγκλονίζεται και παραδίδεται αμαχητί! Αντικρίζοντας από το παρατηρητήριό του τους γονείς γονατισμένους μπρος στο προσκυνητάρι, προσφέροντας την αρίστη παιδαγωγία με πράξη και όχι λόγια, αλώνεται πλήρως και παραδίδεται άνευ όρων. Εδώ ας θυμηθούμε τα λόγια του Αββά Ποιμένα: «Μη δίνεις ποτέ εντολές· να ’σαι παράδειγμα, όχι νομοθέτης».

Οι προσευχόμενοι γονείς αποτελούν το πιο έντονο ζωηρό και εποπτικό μάθημα χριστιανικής πίστεως και ζωής. Ο Ελβετός παιδαγωγός Πεσταλότσι (1746-1827) έλεγε: «Το παιδί καλόν είναι να βλέπει τους γονείς του προσευχομένους και να τους ακούει ομιλούντας περί του Χριστού, περί της υποδειγματικής αυτού ζωής και του υπερόχου αυτού θανάτου».

Η αγία εικόνα, η καντήλα, ο σταυρός, το θυμιατήρι: συστατικά του μικρού ναού που εμψυχώνεται από τις προσευχές και τις ψαλμωδίες των οικείων. Η ύψωση των χεριών προς τον ουράνιο πατέρα, κηρύσσει την πολιορκία του Θεού με πνευματικά όπλα: τους κοινούς πόθους, την κοινή ελπίδα, κοινά ευγενή οράματα. Η οικογένεία καθίσταται μια ψυχή! Μία καρδιά! Ένας ΝΑΟΣ!

Από τα πρώτα χρόνια η οικογενειακή προσευχή ήταν εμφανής. Ο Νώε αναπέμπει ευχαριστία μ’ όλη την οικογένεια μετά τον κατακλυσμό γύρω από το θυσιαστήριο… Ο Ιώβ κάθε πρωί με υιούς και θυγατέρες επικαλούνται τον Θεό…

Έτσι συνεχίζουν και στις μέρες μας οι πολύπαθες, αλλά μη οσφυοκάμπτουσες χριστιανικές οικογένειες. Οροφώνουν την οικογένεια με τον φόβο του Θεού και ασφαλίζουν παράλληλα εσωτερικά και εξωτερικά την κιβωτό της σωτηρίας με την πίστη! Ξεπερνούνε την πεζότητα της ζωής, ανεβαίνοντας στα ουράνια δώματα για πρόγευση της γλυκιάς ατμοσφαίρας του παραδείσου. Ειδικά την Κυριακή η οικογένεια αφήνει τον οίκο της και μεταβαίνει εις τον ναό, τον οίκο του Θεού, που η ορθόδοξη παράδοση και ο λαός τον ονομάζει Εκκλησία, γιατί εκεί πραγματοποιείται το γεγονός της Εκκλησίας. Η ιερά μυσταγωγία, στο υπόλοιπον της εβδομάδος, συνεχίζεται σ’ έναν εξίσου ιερό χώρο, τον μικρό ναό της οικίας. Στην «κατ’ οίκον εκκλησία».

Όμως ας διεισδύσουμε σε βάθος σ’ αυτόν το γεγονός της προσευχής,

όπου συναντάται ο πεσμένος άνθρωπος με τον λυτρωτή

και ας χειριστούμε επίσης αυτό το όπλο με σεβασμό,

μη τυχόν και αυτοκαταστραφούμε λόγω αδεξιότητος και απειρίας.

Σ΄ αυτήν την συνάντηση που επιδιώκουμε με τον Θεό προσευχόμενοι, σε πρώτη φάση ας τον κοιτάξουμε, ας μας κοιτάξει και ας μείνουμε ευτυχισμένοι. Είναι η οδός της απλότητος και της πρώτης γνωριμίας. Στο πλαίσιο της σιωπής. Σιωπή χειλέων ησυχία αισθημάτων, ακινησία νοός και απραξία σώματος. Αυτή η σιωπή είναι μία παρουσία. Στην καρδιά της βρίσκεται εκείνος, ο εκφραστής της γαλήνης και της ειρήνης. Έτσι πραγματοποιούμε το πρώτο νηπιακό βήμα. Ένα βήμα δειλής προσεγγίσεως, αναμένοντες αναλόγου αντιδράσεως.

Στη συνέχεια ας προσπαθήσουμε να προσθέσουμε λίγα λόγια. Με οικειότητα, ζεστασιά, πίστη, χωρίς αμφιβολία, απελπισία. Χωρίς φλυαρία. Ας δώσουμε ευκαιρία στον Θεό να εκφρασθεί. Θα μιλήσει η μοναδικότητά μας στην μοναδικότητα του Θεού, όχι στους υιούς των ανθρώπων.

Κάποια στιγμή αφού βαδίσουμε αυτόν τον δρόμο ως το σημείο που αναφέραμε, ας ανεβούμε ένα σκαλοπάτι και σαν «ώριμοι» πλέον, ας αναλογισθούμε. Στην βραδινή κατά κύριο λόγο επικοινωνία που επιδιώκουμε με τον Θεό, επαρκούν τα λίγα λεπτά της ώρας; Είμαστε «παρόντες» το χρονικό αυτό διάστημα; Παραπονούμαστε ότι ο Θεός είναι απών και δεν δίδει σημάδια ζωής, ενώ εμείς τον υμνούμε. Είμαστε ορθοφρονούντες; Μήπως εμείς είμαστε οι κύριοι απόντες, καθότι το υπόλοιπο εικοσιτετράωρο τον έχουμε εξόριστο από την δραστηριότητά μας, αφήνοντάς τον και πάλι να σηκώνει έναν σταυρό περιφρονήσεως, χωρίς να έχει πρόβλημα; Κάπως έτσι και αυτός, δεν είναι διατεθειμένος να βρίσκεται κοντά μας εκείνα τα νυχτερινά λεπτά υποχρεώσεως και ανάγκης δικής μας.

Αλήθεια, πόσο πραγματικά τον θέλουμε εμείς στην επικοινωνία μας, ειδικά όταν δεν έχουμε κάποιο πρόβλημα; Γιατί δυστυχώς τον ευεργέτη, τον θυμούμαστε μόνο όταν τον χρειαζόμαστε, μετά τον απεμπολούμε. Έτσι λοιπόν ο Χριστός τον περισσότερο χρόνο της ζωής μας, νιώθει αδύναμος όπως και τότε, απορριμμένος, εγκαταλειμμένος, κατάδικος και φυσικά ανηλεώς σταυρούμενος. Οπότε εμείς αρχίζουμε την προσευχή μας, όταν ο Θεός μας λείπει. Ενώ πρέπει να βιώνουμε συνεχώς το «ζεῖν ἐν Χριστῷ» που σημαίνει ότι μετέχω στην κραυγή του Κυρίου πάνω στον σταυρό, στην αγωνία στον κήπο της Γεθσημανή και προπάντων δεν κοιμάμαι, όπως οι μαθητές του.

Πέραν όλων αυτών, προσευχή δεν είναι μόνο η καθιερωμένη–τυποποιημένη κυρίως βραδινή. Μεγάλη αξία έχει και η αδιάλειπτη προσευχή με ελάχιστες λέξεις. «Κύριε ελέησον». Ή «δόξα σοι Κύριε». Ή «δόξα τη μακροθυμία σου Κύριε». Επίσης οτιδήποτε άλλο έχει σχέση με την ύμνηση του Κυρίου. Το πρωινό ξύπνημα και η συνάντησή μας με το φως της ημέρας, μία εσωτερική έκφραση και μία σκέψη συμπαθείας για κάτι δυστυχές που αντικρίζουμε δίπλα μας, η απόλαυση όλων των δωρεών του Θεού και η ανάλογη ύμνησή τους, είναι μία βαθειά προσευχή ανώτερη κατά πολύ της ξερής και άκρως τυπικής της νυκτός.

Δεν είναι δυνατόν τα σπέρματα του Σατανά, οι βλάσφημοι άνθρωποι, να υβρίζουν από το πρωί ως το βράδυ το όνομα του Χριστού και την Παναγίας και εμείς να μη ψελλίζουμε ένα «Δόξα τω Θεώ». Προσευχή είναι!

«Όταν έχουμε πονόδοντο δεν τον ξεχνούμε καθόλου, ότι και αν κάνουμε» λέει ο Θεοφάνης ο Έγκλειστος. Όπως λοιπόν δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την αίσθηση της παρουσίας του πόνου, κάπως έτσι ας αναπτύξουμε έναν πόνο μέσα στο είναι μας, που να μας υποχρεώνει να προσευχόμαστε συνεχώς.

Το βασικότερο! Αν είμαστε ζωντανοί ή πεθαμένοι δεν έχει καμμία σημασία. Σημασία έχει αυτό για το οποίο ζούμε και αυτό για το οποίο προετοιμαζόμαστε να πεθάνουμε. Πιο συγκεκριμένα. Ο ευγενής στόχος μας και το άγιο χρέος μας. Αυτά αποτελούν το υπόστρωμα της αγωγής που πρέπει να δημιουργήσουμε στις υπάρξεις μας, οπότε θ’ αγαπήσουμε τον Θεό πραγματικά και δεν θα μας ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Τότε θ’ αρχίσει να είναι παρών στις προσευχές μας.

Ας τον αφήσουμε επί του παρόντος να ξεκουραστεί στην τρικυμιώδη θάλασσα της Γαλιλαίας, μη δυσανασχετώντας για την ηρεμία του και την απάθειά του. Ας τον εμπιστευτούμε και ας υποταχτούμε μπροστά του, παρακαλώντας τον να μας σπλαχνισθεί, εκφράζοντας από πλευράς μας την θλίψη μας, την ελεεινότητά μας, την αηδία που μας προκαλεί ο ξεπεσμένος εαυτός μας.

Δεν μπορεί ο Χριστός να σταυρώνεται κάθε μέρα για εμάς. Πρέπει και εμείς να γίνουμε σταυροφόροι του δικού μας πάθους.

Έτσι θα έλθουμε σιγά–σιγά σε μια ομολογία πίστεως προς αυτόν. Μία ομολογία ανάλογη του τυφλού της Ιεριχούς, του Βαρτιμαίου: «Ἰησοῦ Υἱέ τοῦ Δαβίδ, ἐλέησόν με» (Μαρκ. 10,46).

Έτσι στην ένταση της τρικυμίας, στην τραγωδία ή στη σύγχυση στην οποία ζούμε, να είμαστε ήρεμοι, ακίνητοι και ν’ απευθυνόμαστε προς εκείνον με λόγια ή εν σιωπή. Η σιωπή που είναι κάτι ισχυρό, έχει περιεχόμενο και είναι ζωντανή. Η απάντηση θα έλθει τάχιστα!

«Μή φοβοῦ, Παῦλε… ἰδού κεχάρισταί σοι ὁ Θεός πάντας τούς πλέοντας μετά σοῦ» (Πραξ. 27,24).

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή