ΙΔΩΝ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ ΑΥΤΩΝ

 

 

  Ἂν προσέξουμε τὴν ἁγία Γραφή, θὰ δοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἔκανε πλῆθος θαυμάτων, ὄχι γιατί τοῦ τὰ ζήτησαν οἱ πάσχοντες καὶ οἱ ἄμεσα ἐνδιαφερόμενοι, ἀλλὰ ἐπειδὴ τοῦ τὸ ζήτησαν φίλοι, γνωστοί, καὶ συγγενεῖς τῶν πασχόντων.
  Ἔτσι ὁ Χριστὸς θεραπεύει τὸν δοῦλο τοῦ ἑκατοντάρχου -ὁ ὁποῖος ἦταν παραλυτικὸς καὶ ὑπέφερε πολύ- διότι τὸν παρακάλεσε μὲ πίστη ἀσυνήθιστη ὁ κύριος του καὶ ἐπειδὴ εἶδε τὴν πρωτοφανῆ, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον κυρίου πρὸς δοῦλον. Ἀνασταίνει τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου, ποὺ ἂν καὶ ἀρχισυνάγωγος, ἐγκαταλείπει τὸ ἱερατεῖο τῆς παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἔρχεται καὶ παρακαλεῖ τὸν «ἀποσυνάγωγο» Χριστό, δείχνοντας ἔτσι ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν ἀγάπη τοῦ πρὸς τὴν κόρη τοῦ ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν πίστη τοῦ πρὸς τὸν Μεσσία. Θεραπεύει τὴν κόρη τῆς Χαναναίας, ἡ ὁποία ἦταν δαιμονισμένη καὶ δὲν μποροῦσε οὔτε κὰν νὰ ζητήσει τὴν θεραπεία της ἢ ἴδια, ὅταν ἄκουσε τὶς ἀπεγνωσμένες κραυγὲς τῆς μητέρας της. Θεραπεύει καὶ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες στὸν παραλυτικό της Καπερναούμ, τὸν φερόμενο ὑπὸ τεσσάρων ἀνθρώπων, διότι ὅπως μας λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος εἶδε τὴν πίστη τους καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοὺς(Μάρκ.2,5). Θεραπεύει μέσῳ τοῦ Πέτρου τὴν Ταβιθά, ἐπειδὴ κλαίγανε ἀσταμάτητα οἱ ἄνθρωποι ποὺ εὐεργετηθήκανε ἀπ’ αὐτήν. Αὐξάνει θαυματουργικὰ τὸ κρασὶ στὸ γάμο τῆς Κανά, γιὰ νὰ μὴ σταματήσει ἡ ψυχαγωγία τῶν καλεσμένων, ἰκανοποιώντας αἴτημα τῆς μητέρας του.
  Βλέπουμε λοιπόν, ὁ Χριστὸς νὰ κάνει αὐτὰ τὰ φοβερὰ θαύματα, χαρίζοντας ὑγεία ψυχικὴ καὶ σωματικὴ καὶ ἐνδιαφερόμενος ποικιλοτρόπως γιὰ τὴν εὐτυχία τῶν ἀνθρώπων, ἔχοντας ὡς ἀφορμὴ τὶς ἱκεσίες τῶν δικῶν τους. Πόση ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ! Ὅταν οἱ ἄνθρωποι εἶναι παράλυτοι, νεκροί, ἢ δαιμονισμένοι, καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἔρθουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ τοὺς σώσει' ὅταν δὲν ἔχουν συνείδηση τοῦ ἐαυτοῦ τους καὶ δὲν ἐλέγχουν τὸν ψυχικό τους κόσμο, ὥστε νὰ ἐνεργοποιήσουν μὲ τὴν θέληση τοὺς τὴν χάρη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ' τότε ἐκμεταλλεύεται τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἀγάπη τῶν δικῶν τους, γιὰ νὰ τοὺς σώσει.
  Συνεπῶς, ὅταν οἱ συγγενεῖς μας, οἱ φίλοι μας, οἱ γνωστοί μας, οἱ δικοί μας, οἱ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς ἀγαποῦμε, βρίσκονται σὲ ἀνίατη καὶ φοβερὴ ἀσθένεια ἢ κατάσταση, ἃς προσευχηθοῦμε ἐμεῖς γὶ αὐτούς. Ἀκόμη περισσότερο, ὅταν αὐτοὶ εἶναι ὑποδουλωμένοι στὴ φοβερὴ ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔχουν παραλύσει τόσο, ποὺ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ποῦν ἕνα «Κύριε ἐλέησον», ἐπιπλέον τότε ἃς προσευχηθοῦμε. Εἶναι δικοί μας, εἶναι σάρκα μας, εἶναι αἷμα μας, εἶναι ἀδέλφια μας. Εἴμαστε ὅλοι ἕνα σῶμα. Τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας μὲ κεφαλὴ τὸ Χριστό.
  Ἃς προσέξουμε τὴν κραυγὴ τῆς Χαναναίας «ἐλέησον μὲ»(Μάτθ.15,22). Δὲν λέγει ἐλέησε τὴν κόρη μου, ἀλλὰ «ἐλέησον μέ». Γιατί εἶναι ἡ σάρκα της, εἶναι ἡ προέκταση τοῦ ἐαυτοῦ της. Ἂν ἡ Χαναναία ἦταν καὶ χριστιανὴ θὰ ἔλεγε' «Ἐλέησε τὴν κόρη μου Χριστέ, διότι ἐκτὸς ἀπὸ σάρκα μου εἶναι καὶ μέλος τοῦ σώματός σου, τῆς ἐκκλησίας σου. Συνεπῶς ὁ πόνος τῆς πόνος μου. Ἐσύ μας λέγεις διὰ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, νὰ χαιρώμαστε μ’ αὐτοὺς ποὺ χαίρονται καὶ νὰ κλαῖμε μ’ αὐτοὺς ποὺ κλαῖνε. Ἐσύ μας ὑπενθυμίζεις στὴν παλαιὰ διαθήκη, τὴν ἀπαίσια καὶ ψυχρὴ ἀπάντηση τοῦ Κάϊν, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ φόνευσε τὸν ἀδελφό του, ὅταν ρωτήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ -ποῦ ἤθελε ἐμμέσως νὰ τὸν ἐλέγξει γιὰ τὸ φόνο- ‘ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός σου;’ ἐκεῖνος ψυχρὰ καὶ ἀδιάφορα ἀπάντησε' ‘Δὲν γνωρίζω' ποὺ θὲς νὰ ξέρω' μήπως εἶμαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ μου’. Καὶ τὸ κάνεις αὐτό, διὰ νὰ μὴ εἴμαστε ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι μεταξύ μας, ἀλλὰ γεμάτοι ἀπὸ ἐνδιαφέρον καὶ συμπαράσταση».
  Ἃς θυμηθοῦμε τὴν περίπτωση τῆς ἁγίας Μόνικας, τῆς μητέρας τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου. Ὅταν εἶδε τὴν ὑποδούλωση τοῦ υἱοῦ της στὴ σάρκα καὶ τὴν ματαιοδοξία, καὶ τὴν πλήρη ἀπορρόφησή του ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Μανιχαϊσμοῦ, ἄρχισε νὰ κλαίει συνεχῶς τὸν πνευματικὰ νεκρὸ υἱό της. Ἦταν ἀπαρηγόρητη' ἔβλεπε ὅτι οἱ συμβουλές της δὲν ἔπιαναν τόπο' δὲν ἀπελπίστηκε ὅμως. ΄Ἔτρεξε καὶ βρῆκε ἕναν ἐπίσκοπο, πολὺ μπασμένο στὴν ἁγία Γραφή, καὶ τὸν ἱκέτευσε νὰ συζητήσει μὲ τὸν Αὐγουστίνο καὶ νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴν ἐκκλησία. Ἐκεῖνος τὴν παρηγόρησε λέγοντας ὅτι καὶ κεῖνος στὰ νιάτα τοῦ εἶχε παρασυρθεῖ ἀπὸ μανιχαϊκὲς δοξασίες, μὰ μὲ τὸν καιρὸ καὶ χωρὶς ἄλλη βοήθεια, ἔνοιωσε τὴν ψευτιά τους καὶ ἀπομακρύνθηκε. Τὸ ἴδιο θὰ συνέβαινε καὶ μὲ τὸν υἱό της. Ἡ ἀπάντηση ὅμως δὲν ἱκανοποίησε τὴν πονεμένη Μόνικα. Γι’ αὐτὸ συνέχισε νὰ πηγαίνει στὸν ἐπίσκοπο καὶ μὲ λυγμοὺς νὰ τὸν ἐνοχλεῖ γιὰ τὸν υἱό της. Ἐκεῖνος μιὰ μέρα χάνοντας τὴν ὑπομονὴ τοῦ τῆς εἶπε' «Ασε μὲ ἥσυχο' εἶναι ἀδύνατο τὸ παιδὶ τόσων δακρύων νὰ χαθεῖ». Καὶ πράγματι ἔτσι καὶ ἔγινε.
  Ἃς θυμώμαστε καὶ τὸ φοβερώτερο' ὅταν θὰ ἔλθει ὁ ἀντίχρηστος δὲν θὰ ὑπάρχει ἀγάπη. «Δία τὸ πληθυνθήναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν»(Μάτθ.24,12). «Τότε σκανδαλισθήσονται πολλοὶ καὶ ἀλλήλους παραδώσουσι καὶ μισήσουσιν ἀλλήλους»(Μάτθ.24,10). Συνεπῶς μὴ φοβᾶσθε τὸ 666. Φοβηθεῖτε ὅμως τὴν ἔλλειψη ἀγάπης. Αὐτὴ τὴν ἔλλειψη ἀγάπης καὶ αὐτὸ τὸ ἀλληλομίσημα μεταξὺ τῶν χριστιανῶν τὸ φοβοῦνται ἀκόμη καὶ οἱ ἅγιοι. Στὸ βιβλίο « Ἕνας ἅγιος γέροντας, ὁ μακαριστὸς πατὴρ Ἰάκωβος. Ἔκδοση Μονῆς Ὁσίου Δαυὶδ σέλ.89» γράφεται τὸ ἑξῆς σχετικὸ μὲ τὸ θέμα μας' «Εἶδα ὅραμα ὅτι βρέθηκα μπροστὰ σ’ ἕνα βάραθρο. Γέφυρα χρυσή, ἕνα δάκτυλο φάρδος ὑπῆρχε. Ἀπέναντι ὁ παράδεισος. Ἀρχίζω νὰ βαδίζω σὰν ἀκροβάτης…Ξαφνικὰ ἄρχισε νὰ κουνιέται ἐπικίνδυνα. Γυρίζω καὶ βλέπω πατέρες τῆς μονῆς νὰ τὴν κουνοῦν. -Πατέρες γιατί κουνᾶτε τὴν γέφυρα; Θὰ πέσω πατέρες… δὲ μὲ λυπᾶσθε;»
  Σήμερα δὲν ὑπάρχει μετάνοια διότι παντοῦ κυριαρχεῖ τὸ μῖσος, ἡ φατρία, καὶ ἡ διαίρεση. Γέμισε ἡ Ἑλλάδα ἀπὸ «πνευματικούς» ἀνθρώπους, μὲ κομποσχοίνια, λιβάνια, ἀγρυπνίες, λιτανεῖες καὶ ἄλλα τινά. Μέσα ὅμως στὴ καρδιὰ φυλάει τὸ μῖσος ἡ ἔχθρα καὶ ἡ διαίρεση. Γι’ αὐτὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Παῦλος, μᾶς ὑπενθυμίζει' «ἔτι σαρκικοὶ ἔστε' ὅπου γὰρ ἐν ὑμὶν ζῆλος καὶ ἔρις καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοὶ ἔστε καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε;»(Α. Κορινθ.3,2)

 

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή