ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑ



  Όποιος διαβάζει την αγία Γραφή διαπιστώνει ότι στην αρχή το χριστιανικό κήρυγμα είχε φοβερές επιτυχίες. Στο πρώτο κήρυγμα που έκανε ο απόστολος Πέτρος πίστευσαν και βαπτίσθηκαν περίπου τρεις χιλιάδες (Πραξ. 2,41). Στο δεύτερο κήρυγμα που έκανε ο Πέτρος ο αριθμός αυτών που πίστευσαν έφθασε στις πέντε χιλιάδες (Πραξ. 4,4). Επίσης όταν κήρυξε ο Φίλιππος στην Σαμάρεια «περί της βασιλείας του Θεού και του ονόματος του Ιησού Χριστού» πίστευσαν αμέσως άνδρες και γυναίκες (Πραξ. 8,12) και όταν κήρυξε ο Παύλος στην Πάφο πίστευσε ο Ρωμαίος ανθύπατος Σέργιος Παύλος (Πραξ.13,6-12).

  Θα πει κάποιος αυτοί πίστευσαν, διότι είδαν θαύματα φοβερά. Άκουσαν τους αποστόλους να μιλούν ξένες γλώσσες στην πρώτη περίπτωση· είδαν τον χωλό εκ κοιλίας μητρός να βαδίζει στην δεύτερη· πίστευσαν στη Σαμάρεια, γιατί είδαν δαιμονισμένους και παραλύτους και χωλούς να θεραπεύονται· πίστευσε δε ο Σέργιος Παύλος, γιατί είδε τον Παύλο να τυφλώνει τον μάγο Ελύμα.

  Πράγματι λέγει το ευαγγέλιον· «Εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος διά των επακολουθούντων σημείων» (Μαρκ.16,20).


Υπήρξαν όμως και πολλοί που ενώ δεν είδαν κανένα θαύμα εν τούτοις πίστευσαν. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά μερικά παραδείγματα.


  Α΄. Ο Αιθίοπας ευνούχος, υπουργός των οικονομικών της Κανδάκης, της βασίλισσας των Αιθιόπων, ο οποίος μέσα στην άμαξα του, ώρα μεσημβρινή, κατάκοπος, αφού επέστρεφε από προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα, διάβαζε τον προφήτη Ησαΐα και μάλιστα ενώ δεν τον καταλάβαινε τι εννοούσε. Και ο Θεός για ν’ ανταμείψει την προθυμία του έστειλε τον απόστολο Φίλιππο και αφού τον κατήχησε τον βάπτισε.

  Β΄. Ο Ρωμαίος εκατόνταρχος Κορνήλιος (Πραξ 10ο κεφ.) λόγω της δικαιοσύνης του, της ταπεινώσεώς του, των προσευχών και των ελεημοσυνών του, καταξιώνεται οράματος αγγέλου και στέλνει ο Θεός τον απόστολο Πέτρο ο οποίος τον κατηχεί και τον βαπτίζει. Εδώ το θαύμα (όραμα) έρχεται ως επιστέγασμα και ανταμοιβή της αρετής και της ευσέβειας. Δεν τις δημιουργεί όμως.

  Γ΄. Αυτοί που κατοικούσαν την Βέροια, τον καιρό του αποστόλου Παύλου, δέχθηκαν με προθυμία το κήρυγμα του, εν αντιθέσει με τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που τον κυνήγησαν, διότι διάβαζαν καθημερινά την αγία Γραφή να δουν αν είναι σωστά αυτά που ακούνε (Πραξ.17,11). Κι εδώ το ενδιαφέρον και η έρευνα των Γραφών τους οδηγεί στην πίστη.

  Δ΄. Στην Αθήνα που οι περισσότεροι τον χλεύασαν, όταν μίλησε στον Άρειο Πάγο, και άλλοι είπαν ειρωνικά «ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (Πραξ. 17,32), παρά ταύτα κάποιοι πίστευσαν όπως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και η Δάμαρις.

Ε΄. Στην Αντιόχεια της Συρίας, εκεί που ονομάσθηκαν οι μαθητές των αποστόλων για πρώτη φορά Χριστιανοί, πίστεψαν στο κήρυγμα Κυπρίων και Κυρηναίων ιεραποστόλων χωρίς να δουν θαύμα (Πραξ.11,20).


  Στ΄. Στην Αντιόχεια της Πισιδίας, όπου κήρυξε ο Παύλος συνοδευόμενος από τον Βαρνάβα, τον άκουσε σχεδόν όλη η πόλη και πίστεψαν «όσοι ήσαν τεταγμένοι εις ζωήν αιώνιον» χωρίς να δουν θαύματα (Πραξ. 13,44·48).

  Ζ΄. Στο Ικόνιο συνέβη το ίδιο και πίστεψαν πολλοί. Όταν όμως οι Ιουδαίοι ξεσήκωσαν διωγμό εναντίον αυτών που πιστέψανε τότε ο Παύλος και ο Βαρνάβας συνέχισαν το κήρυγμα και τότε ο Θεός τους έδωσε «σημεία και τέρατα» (Πραξ. 14,3) για να στερεωθούν οι διωκόμενοι Χριστιανοί.

  Η΄. Ο Ιωάννης ο βαπτιστής, όταν κήρυττε και έλεγε «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών» δεν έκανε κανένα θαύμα. Κι όμως «τότε εξεπορεύετο προς αυτόν Ιεροσόλυμα και πάσα περίχωρος του Ιορδάνου και εβαπτίζοντο εν τω Ιορδάνη υπ’ αυτού, εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών» (Ματθ. 3, 2· 5-6)



Εάν τα θαύματα είχαν τη δύναμη να πείθουν και να επιστρέφουν τους ανθρώπους, έπρεπε όλοι όσοι είδαν θαύματα να πιστεύσουν. Κι όμως αυτό δεν συνέβη.

Έτσι ο Φαραώ στην Παλαιά διαθήκη αν και είδε φοβερά θαύματα, τις περίφημες δέκα πληγές του Φαραώ, εν τούτοις δεν πίστεψε και συνέχισε να πράττει εναντίον του θελήματος του Θεού.

Και στην Καινή Διαθήκη έχουμε το παράδειγμα των Φαρισαίων που ενώ είδαν φοβερά και πολλά θαύματα εν τούτοις έφθασαν στο σημείο να λένε.


  Α΄. «Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. 9,34).

  Β΄. «Ούτος ο άνθρωπος ουκ έστι παρά του Θεού, ότι το Σάββατον ου τηρεί» (Ιω. 9,16).

  Γ΄. «Ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός έστι» (Ιω.9,24).

  Δ΄. Ο αρχισυνάγωγος, όταν είδε την συγκύπτουσα ανορθωμένη, αντί να πιστέψει αγανακτούσε (Λουκ.13,14).

  Ε΄. Όταν είδαν την ανάσταση του Λαζάρου οι Φαρισαίοι, αντί να πιστέψουν στο Χριστό, είπαν ότι πρέπει να τον σκοτώσουν· γιατί αν τον αφήνανε όλοι θα πιστεύανε σ’ αυτόν (Ιω.11,47,53). Και όχι μόνο το Χριστό σκεφθήκανε να σκοτώσουν αλλά και το Λάζαρο, για να μη θυμίζει στο κόσμο την ανάστασή του (Ιω.12,10). Γι’ αυτό στην περικοπή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου (δεν είναι τυχαίο το όνομα), ο Αβραάμ λέγει στον πλούσιο, που τον ζητά να στείλει τον Λάζαρο στα πέντε αδέλφια του για να πιστέψουν, ότι έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες. Αν δεν ακούσουν αυτούς ούτε και νεκρό αναστημένο θα ακούσουν.


Λοιπόν το θαύμα από μόνο του, χωρίς το ενδιαφέρον, την αναζήτηση, την ταπείνωση και την αγαθή προαίρεση του ανθρώπου, δεν ωφελεί σε τίποτα.
 

 

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

 

Κορυφή