Ι. Ν. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ

Δέν υπάρχει “Δαμασκός” στην προσωπική μου ζωή. 'Ετσι εξηγώ και το γεγονός ότι ποτέ δεν υπήρξα φανατικός. Ο φανατισμός του Παύλου πριν από τη Δαμασκό είναι ομολογουμένος από τον ίδιο. Εκείνο το “επόρθουν την εκκλησίαν” αποτελεί κατηγορηματική μαρτυρία, ομολογία του φανατισμού του. Αλλά και μετά τη Δαμασκό ο φανατισμός δεν έπαυσε να υπάρχει. 'Αλλαξε μόνον αντικείμενο.

Και όμως ο Παύλος εκτός από τον Ιωάννη έγραψε την ωραιότερη σελίδα περί αγάπης στην παγκόσμια φιλολογία. Οπωσδήποτε το ρήγμα που φέρνει η “Δαμασκός”, όπου αυτό υπάρχει, αλλάζει το αντικείμενο όχι όμως και το πάθος μας γιά το αντικείμενο, γιατί το πάθος μας, ο βιωματικός μας προικισμός είναι δεδομένος εκ καταβολής. Δεν μπορώ λοιπόν να μιλήσω γιά μεμονωμένο, συνταρακτικό βίωμα που να επέδρασε μέσα μου στη διαμόρφωση του θρησκευτικού μου συναισθήματος.

Η θρησκευτική μου συμπεριφορά διαμορφώθηκε κατά την παιδική μου ηλικία σύμφωνα με τα δεδομένα της παραδόσεως, όπως και η αισθητική μου συμπεριφορά. Τα βιώματα και της μιάς και της άλλης ήταν πάντοτε μέσα μου έντονα, και πολλές φορές διασταυρώνονταν το ένα συναίσθημα με το άλλο. Θρησκευτικό, αισθητικό, αλλά και ερωτικό συναίσθημα, συχνά συμπλέκονται κατά τη νεότητά μας μέσα μας τόσο, ώστε δεν είμαστε σε θέση να τα ξεχωρίσωμε. Το θρησκευτικό μου βίωμα νωρίτερα έσπασε τα παραδεδομένα όριά του και απλώθηκε προς τη φύση –η οποία κατά την πρώιμη νεότητά μου αποκαλύφθηκε ως μυστήριο που έφερνε μέθη στο πνεύμα μου και φρίκη στο συναίσθημά μου. Από μικρό παιδί, συχνά ολομόναχος μέσα στη φύση, είτε ήταν φιλάνθρωπη, όπως την άνοιξη, είτε απάνθρωπη, όπως τον χειμώνα, έζησα βιωματικές καταστάσεις απόλυτες που τα ίχνη τους όχι μόνο είναι ως σήμερα ανεξίτηλα μέσα μου αλλά έγιναν και σημεία αφετηρίας για την πνευματική μου ζωή. Πνεύμα και φύση δεν χωρίζονται ποτέ μέσα μας παρά μόνον λογικά, δηλαδή μόνον με το νου. Στην πραγματικότητα της ζωής είναι σφιχτά το ένα δεμένο με το άλλο και τα δύο μαζί οικοδομούν την προσωπικότητά μας.

Είναι φοβερό το ερώτημα που θέτει η “Ευθύνη” περί Θεού.

'Οταν θέτωμε τούτο θέλομε να μας ανοίξει ο άλλος το άδυτο της ψυχής του, το άβατο σημείο της προσωπικότητάς του –εκεί όπου καίει αόρατο ένα άσβηστο φως. Προσωπικώς πιστεύω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει τη δυνατότητα, έστω μόνον στις κρίσιμες στιγμές της ζωής του, να γυρίσει με το νου και το συναίσθημά του στο άβατο τούτο σημείο της προσωπικότητάς του, γιατί μόνον εκεί –και πουθενά αλλού– μπορεί να “συνομιλήσει” με το Θεό, ή να αισθανθή την παρουσία του.

Δεν είναι ο Θεός πανταχού παρών. Παρών είναι δυνατόν να είναι μέσα μας και τότε μάλιστα μόνον όταν είμαστε εμείς παρόντες. Μέσα μας όμως παρόντες στην εποχή μας είμαστε σπάνια. Συνήθως είμαστε απόντες μέσα μας και παρόντες έξω μας. Στην εποχή μας ο ένας Θεός φαίνεται ότι έχει απομακρυνθεί από τη ζωή μας, γιατί εμείς έχομε σήμερα πολλούς Θεούς. Και αυτοί οι πολλοί θεοί δεν αφήνουν τον άνθρωπο να εσωτερικευθεί. Το πρόβλημα δεν είναι θεολογικό δογματικό, αλλά βιωματικό, υπαρξιακό. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει πλημμυρίσει το είναι του, την ψυχή του με τόσα πολλά πράγματα, ώστε δεν έχει μέσα του θέση γιά τον Θεό. Ο πανταχού παρών έγινε πανταχού απών.

Το πρόβλημα του Θεού παύει να είναι και θεωρητικό πρόβλημα, εφ' όσον δεν είναι πρόβλημα ζωής. Εφ' όσον ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει αφήσει χώρο μέσα του γιά την παρουσία του Θεού, γιά τα “Θεοφάνεια”, ο Θεός είναι νεκρός. Αυτό ακριβώς έζησε βαθύτατα μέσα του ο Νίτσε που πρώτος είπε ότι “ο Θεός είναι νεκρός”. Δεν το είπε με χαιρεκακία, αλλά με βαθύτατο πόνο. Τα είδωλα σήμερα πήραν τη θέση του Θεού και τα είδωλα είναι παντοδύναμα, δεν αφήνουν το σύγχρονο άνθρωπο να αναπνεύση. Τα είδωλα είναι υλικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, προσωπικά, εγωιστικά. Καμμία εποχή δεν είχε τόσα είδωλα. 'Ισως επειδή καμία άλλη εποχή δεν ήταν τόσο “διαφωτισμένη”, όσο η δική μας. Ο σύγχρονος διαφωτισμός, αν εξαιρέσωμε την επιστήμη, όπου δεν υπάρχει χώρος γιά είδωλα, θα έλεγε κανείς, ότι είναι συντελεστικός δημιουργός ειδώλων. Ο άνθρωπος σήμερα περισφίγγεται από αναρίθμητα είδωλα, και κινδυνεύει να γίνη και ο ίδιος είδωλο. Γι' αυτό νομίζω ότι θα ήταν καλύτερο και επιτακτικώτερο, αν η “Ευθύνη” έθετε το πρόβλημα των ειδώλων της εποχής μας, και όχι το πρόβλημα του Θεού, το οποίον μπορεί να τεθή μόνον αφού αποσαφηνίσει κανείς το πρόβλημα της σύγχρονης ειδωλολατρίας.

Μπορεί η εποχή μας να είναι μεγάλη, εμείς όμως οι άνθρωποι με τα είδωλά μας έχουμε γίνει πολλοί μικροί και πολλοί μικρόλογοι. 'Εχουμε θεοποιήσει όλα μας τα πάθη και αυτή ακριβώς η παθολογία μας δεν μας αφήνει ν' ανοίξωμε το δρόμο προς την εσωτερικότητά μας, προς το άδυτο της ψυχής μας, όπου είναι δυνατόν να συναντηθούμε με τον Θεό, γιατί πουθενά αλλού δεν είναι ο Θεός. Ως προς το ερώτημα της “Ευθύνης” περί ψυχής αναφέρομαι σε όσα έχω γράψει στο βιβλίο μου “Φιλοσοφικά και χριστιανικά μελετήματα”.

Ως αντιλεγόμενο σημείο της ιστορίας χαρακτηρίζει ο Renan το πρόσωπο του Ιησού στο έργο του “Ο βίος του Ιησού”. 'Ηδη τα Ευαγγέλια παρουσιάζουν το πρόσωπο του Χριστού ως αντιλεγόμενο σημείο, γιατί μέσα σ' αυτά ο Ιησούς εμφανίζεται ως στόχος αγάπης και λατρείας και συνάμα ως στόχος μίσους μέχρι θανάτου. Από το ένα μέρος είναι οι πιστοί, οι αγαπώντες αυτόν, και από το άλλο μέρος είναι οι άπιστοι, οι μισούντες αυτόν. Η αντιλογία αυτή παρακολουθεί το πρόσωπο του Ιησού διαμέσου της ιστορίας απο την εποχή της παρουσίας του επί της γης ως σήμερα. Αν και ο Ιησούς έγινε το κέντρο της ιστορίας, δεν έπαυσε κατ' ουσίαν αυτός να είναι και το αντιλεγόμενον σημείο της ιστορίας. Τούτο ισχύει γιά όλες τις εποχές, περισσότερο όμως γιά τις εποχές του “διαφωτισμού”. 'Ετσι κατά την εποχή των φώτων το πρόσωπο του Ιησού εδέχθη τις μεγαλύτερες επιθέσεις. Στην εποχή μας η αντιλογία γιά το πρόσωπο του Ιησού εκορυφώθη και οι παρερμηνείες και παραμορφώσεις του προσώπου του έχουν πολλαπλασιασθή. Και όμως καμμία άλλη εποχή δεν είχε τόσην ανάγκην από τον Ιησού όσον η δική μας.

Δύο είναι οι πηγές γιά να σχηματίσωμε αληθινή εικόνα γιά το πρόσωπο του Ιησού, τα Ευαγγέλια και ο Παύλος. Σ' αυτές τις πηγές κατέφυγα από νέος και τις αφομοίωσα όσο μπορούσα γιά να σχηματίσω και προσωπικώς εικόνα γιά το πρόσωπο του Ιησού. 'Ολες τις δυνατότητες που προσφέρουν οι πηγές αυτές τις εχρησιμοποίησα από πολύ νέος για να πλησιάσω το πρόσωπο του Ιησού.

'Ετσι είδα τον Ιησού ως παρηγορητή των αμαρτωλών, ως φίλο όλων των αδικημένων και όλων των πασχόντων. Εμελέτησα πολύ τους χαρακτηρισμούς που του έδωσαν οι μισούντες αυτόν: τον είπαν φάγον και οινοπότην. Και από αυτούς έβγαλα το συμπέρασμα ότι ο Ιησούς δεν είναι αρνητής ζωής, όπως τον παρουσιάζουν μερικοί ζηλωταί του, αλλά καταφάσκει τη ζωή και τα αγαθά της.

'Ενας άλλος τρόπος γιά να πλησιάσει κανείς τον Ιησού είναι οι λόγοι του γιά τα κρίνα του αγρού και τα πετεινά του ουρανού, οι οποίοι φανερώνουν πόσο δεμένος με το κάλλος και τη σοφία της φύσεως είναι ο Ιησούς. Τούτο φαίνεται ακόμη περισσότερο και στις παραβολές του, που όλες σχεδόν είναι παρμένες από τη αγροτική και ποιμενική ζωή.

'Ενας άλλος δρόμος να πλησιάσει κανείς το πρόσωπο του Ιησού είναι η επί του όρους ομιλία. Ο δρόμος αυτός δείχνει το ηθικό του μεγαλείο. 'Ολα τα ηθικά δόγματα και συστήματα, αν συγκριθούν με την επί του όρους ομιλία, ωχριούν ενώπιον του απλού μεγαλείου τους. Οι πολλοί όμως αυτοί δρόμοι, όσο κοντά και αν μας φέρνουν στο πρόσωπο του Ιησού, δεν μας αποκαλύπτουν εκείνη τη λάμψη του προσώπου του την υπερούσια, που μας παρουσιάζει ο Ιωάννης με τη διδασκαλία του Ιησού περί της αγάπης. Εδώ έχομε το κορύφωμα της παρουσίας του Ιησού. Η αγάπη είναι Θεός και ο Θεός είναι αγάπη. Είναι μιά μυστική ένωση η αγάπη. 'Οσοι αγαπούν ενώνονται μυστικώς μεταξύ των. Ο πατήρ ενώνεται με τον Υιόν και ο Υιός με τον πατέρα.

Τέλος το πρόσωπο του Ιησού μπορεί κανείς να το πλησιάση και να σχηματίση αντίστοιχες εικόνες από όσα ο Παύλος διδάσκει στις επιστολές του. Ο Παύλος, αν και τονίζει την ιστορικότητα του προσώπου του Ιησού και θέλει να μείνει πιστός σ' αυτήν, όμως μεταπλάθει μέσα του το πρόσωπο του Ιησού με τη θέρμη της πίστεως και με τη μεταφυσική νοσταλγία του γιά τη δευτέρα παρουσία. Και όμως ο Παύλος είναι εκείνος ο οποίος εκοπίασε περισσότερο από όλους τους άλλους γιά τη διάδοση του Χριστιανισμού, δηλαδή γιά την ιστορική επικράτηση του. Θα έλεγε κανείς ότι το πρόσωπο του Ιησού, όπως το παρουσιάζει ο Παύλος, αν και έχει την ολιγώτερη ιστορικότητα, συνέβαλε περισσότερο από όλα τα άλλα γιά την ιστορική επικράτηση του χριστιανισμού και τούτο δεν είναι τόσο παράδοξο όσο φαίνεται, γιατί η ιστορία γιά να γίνη δημιουργική και γόνιμη, χρειάζεται μεγάλα οράματα και μεταφυσικά σπέρματα. Η εποχή μας είναι ως προς αυτά πολύ φτωχή και γι' αυτό δεν έχει την ανάλογη προετοιμασία γιά να ιδή το πρόσωπο του Ιησού από την σκοπιά της μεταφυσικής ανάγκης του ανθρώπου.

Μόνον απ' αυτήν την σκοπιά της μεταφυσικής ανάγκης του ανθρώπου πρέπει να ιδή κανείς την κατάσταση της εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο.

Και πρώτα-πρώτα ενδιαφέρει εδώ εμάς η ορθόδοξη εκκλησία. Υπάρχει μιά χτυπητή διαφορά μεταξύ της σημερινής και της παλαιάς, αρχαίας ορθόδοξης εκκλησίας. Η παλαιά ορθόδοξη εκκλησία ήταν μαχόμενη και δυναμική, ενώ η σύγχρονη είναι απόλεμη και στατική. Η παλαιά ορθόδοξη εκκλησία μαχόμενη έδινε ακριβώς απάντηση στη μεταφυσική, θρησκευτική ανάγκη του ανθρώπου. Επίσης η παλαιά ορθόδοξη εκκλησία είχε βαθύτερη σχέση με την ελληνική φιλοσοφία και τα ελληνικά γράμματα.

Λέγουν πολλοί ότι η ορθόδοξη εκκλησία γιά να αποκτήση κινητικότητα πρέπει να γίνη κοινωνική, δηλαδή να ανταποκριθή με τη βοήθεια της στις κοινωνικές ανάγκες του ανθρώπου. Ομως το έργο τούτο καλύπτεται σήμερα και μάλιστα προγραμματισμένα από την πολιτεία. Η κοινωνική δραστηριότης της εκκλησίας, όσον και αν αναπτυχθή δεν θα δικαιώση ποτέ την εκκλησία, της οποίας η αποστολή είναι καθαρώς πνευματική, μυστηριακή. 'Οσο μάλιστα κοινωνικώτερη γίνεται μία εκκλησία τόσο περισσότερο απομακρύνεται από την πνευματική της αποστολή. 'Οταν η εκκλησία δεν έχει πνεύμα, τότε προσπαθεί να γίνη κοινωνική, όχι τόσο γιά να σώση όσο γιά να σωθή η ίδια. Πολλές φορές η στατικότης της εκκλησίας γεννά μέσα μας τη σκέψη μήπως η εκκλησία θα έπρεπε να διωχθή γιά να ξαναγεννηθή, μήπως θα ήταν καλύτερα η εκκλησία να ήταν όπως άλλοτε διωκομένη γιά να διατηρή το δυναμισμό της. Από την ιστορία της εκκλησίας η σκέψη αυτή επιβεβαιώνεται, αν και οι ορθόδοξες εκκλησίες που ανήκουν στις κομμουνιστικές χώρες δεν φαίνεται να κέρδισαν πολλά πράγματα από τον σχετικό διωγμό. Τούτο ενισχύει τη σκέψη ότι ενωρίς οι εκκλησίες αυτές συνθηκολόγησαν κατ' ουσίαν με τον κομμουνισμό και περισσότερο απ' όλες φαίνεται ότι έπραξε τούτο η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία.

Ας έλθουμε όμως στη δική μας, την Ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, η οποία εκλυδωνίσθη κατά τα τελευταία έτη και έχασε πολύ από το κύρος της μέσα στη συνείδηση του λαού. Το ζήτημα τούτο είναι ζωτικό γιά την ίδια τη θρησκευτική συνείδηση του λού μας, ο οποίος ποθεί μιά εκκλησιαστική αναγέννηση. Καμμιά αναγέννηση όμως δεν είναι δυνατή δίχως πνεύμα. Εδώ είναι το κρίσιμο σημείο. Πώς δηλαδή η ορθόδοξη εκκλησία θα θέση σε κίνηση μέσα της το πνεύμα εκείνο που ωδήγησε στην ίδρυσή της και στην ιστορική της προκοπή. Τούτο είναι δυνατό να γίνη μόνον, αν οι τεταγμένοι με τη διοίκηση της εκκλησίας παρατήσουν τα τυπικά προνόμια και σκύψουν βαθιά μέσα στο πνεύμα της εκκλησίας. Το πνεύμα τούτο υπάρχει, αλλά, γιά να έλθη εις φως, χρειάζεται πίστη και πνοή. Δεν σώζεται η εκκλησία με τα εξωτερικά επιχρίσματα, ούτε με νόμους της πολιτείας, γιατί έχει δικούς της αιώνιους νόμους, τους οποίους πρέπει όμως να σέβονται οι τεταγμένοι να διοικούν την εκκλησία. Κατά τα τελευταία χρόνια, εκτός των άλλων εκτρόπων που παρουσίασε η διοίκηση της Εκκλησίας έδειξε και την τάση απομονώσεως της από την πηγή της, το πατριαρχείον της Κωνσταντινουπόλεως. Τούτο είναι βαρύτατο αμάρτημα, είναι αμάρτημα κατά του πνεύματος.

 

Ι. Ν. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

(Περιοδικό “Ευθύνη”, Απρίλιος 1974)

επιμέλεια: αρχιμ. Μελέτιος Απ. Βαδραχάνης

Κορυφή